Άμα θέλεις κάτι πολύ, άσε τα τσιτάτα & διάβασε τι πραγματικά λέει ο Κοέλιο, που σήμερα κλείνει τα 78
Στην Ελλάδα η φράση του Paulo Coelho έγινε pop από τηλεοπτικούς διαλόγους που οι σεναριογράφοι έντυσαν με χιούμορ και ευαισθησία. Από εκεί άρχισε το σύνθημα. Δεν ήταν κακό. Ήταν το πρώτο σκαλοπάτι. Το πρόβλημα ήταν όταν το σκαλοπάτι έγινε προορισμός. Όταν αντί να ανέβεις, βόλεψες την καρέκλα σου στο πρώτο σκαλοπάτι και άρχισες να μοιράζεις τσιτάτα. Η ζωή, όμως, δεν χαρίζεται. Ούτε τα βιβλία. Η ζωή θέλει αναβάσεις. Και τα βιβλία θέλουν ανάγνωση. Και αν κάτι αξίζει σήμερα απόλυτα στα γενέθλιά του, είναι να γυρίσεις σελίδα και όχι να γυρίσεις άλλο ένα story με τη λεζάντα «όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις».
Άμα θέλεις κάτι πολύ, δεν κοιτάς το quote για να το χωρίσεις ως λεζάντα σε κάποιο post. Κοιτάς το κείμενο. Τις σελίδες. Τα αναθεματισμένα κενά ανάμεσα στις λέξεις όπου χωρά η ζωή σου. Η φράση «όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις» ταξίδεψε στην Ελλάδα και έγινε viral με τους Δύο Ξένους περί τα τέλη των 90s. Από τότε πολλοί την υιοθέτησαν σαν εγγύηση τύχης. Εσύ όμως που μεγάλωσες μέσα σε δυσκολίες ξέρεις πως τίποτα δεν ανεβαίνει μόνο του. Θέλει απόφαση. Θέλει να περάσεις από την εύκολη ευχή στη δύσκολη πράξη.
Ο Paulo Coelho γεννήθηκε σαν σήμερα στις 24 Αυγούστου του 1947 στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας
Η ιστορία δεν ξεκινά από ένα ωραίο απόφθεγμα. Ξεκινά από ένα παιδί σε ιησουιτικό σχολείο στο Ρίο, από γονείς που δεν κατάλαβαν τη φωνή του και την κλείδωσαν επειδή φοβήθηκαν πως το άταχτο όνειρο θα γίνει επικίνδυνο. Από έναν εικοσάχρονο που βγήκε από το ψυχιατρείο και από ένα νέο που γράφτηκε στη Νομική για να κάνει το χατίρι της οικογένειας και έφυγε για να κάνει το δικό του. Από έναν στιχουργό που κατέληξε σε ένα κελί τη δεκαετία της δικτατορίας στη Βραζιλία.
Ο Paulo Coelho βγήκε στον δρόμο πριν τον γράψει. Πριν ο Σαντιάγο των βιβλίων πάρει το μπαστούνι, εκείνος είχε ήδη περπατήσει το Σαντιάγο της Κομποστέλα, για εκείνη τη σιωπή που βάζει τον εγωισμό στη θέση του και την επιθυμία σε ρυθμό. Όταν ξαναγύρισε, έφερε μια υπόσχεση. Να αναμετρηθεί με τη σελίδα. Να γράψει για τον μύθο που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Να βάλει την απλή πρόταση να σηκώσει το βάρος του δύσκολου πράγματος που λέγεται ζωή.
Αν έχεις ακούσει μόνο τη φράση για το σύμπαν, έχεις χάσει το δεύτερο μισό της. Το σύμπαν είναι καθρέφτης. Αν κουνηθείς, θα κουνηθεί. Αν ζητήσεις σημάδια από τον ουρανό χωρίς να κάνεις ούτε ένα τηλεφώνημα, θα σου απαντήσει σιωπή. Ο συγγραφέας δεν σου λέει ξάπλωσε και περίμενε. Σου λέει άκου τους οιωνούς ενώ έχεις ήδη ξεκινήσει. Συντόνισε το βλέμμα σου με την κίνηση. Φτιάξε εσύ πρώτα τη συνωμοσία και θα σε βρει η σύμπραξη.
Η εποχή σε παρασύρει στο ανάποδο. Σε γεμίζει έτοιμες λεζάντες με σοφίες. Όμως οι σοφίες χωρίς βιογραφικό μάχης είναι στην καλύτερη διακόσμηση και στη χειρότερη ναρκωτικό. Πατάς αποθήκευση, πατάς κοινοποίηση, η ντοπαμίνη ανεβαίνει για λίγο και ύστερα επιστρέφεις στην ίδια ακινησία.
Ο Coelho κατηγορήθηκε ότι απλοποιεί
Πως πουλάει ελπίδα σε μικρά μπουκάλια. Ίσως μερικές φορές να άδειασε το μπουκάλι παραπάνω για χάρη της καθαρότητας της πρότασης. Όμως το θέμα δεν είναι να τον κρίνεις. Το θέμα είναι τι κάνεις με αυτό που σου προσφέρει. Ένα παραμύθι με αμμοθύελλες και αλχημεία, ένα προσκύνημα, μια μάγισσα που ψάχνει το αίμα της, μια Βερόνικα που παζαρεύει τη ζωή της σαν να ήταν προσφορά στο περίπτερο. Αν καταπίνεις μόνο την ατάκα, χάνεις την ανατομία της πράξης. Η πρόταση που έγινε σύμβολο είναι το δόλωμα. Το ψάρι είναι αλλού.
Το ψάρι βρίσκεται μέσα στο «προσωπικό σου θρύλο». Είναι ο πιο ήσυχος και επίμονος ήχος μέσα σου όταν κλείνει ο θόρυβος. Η εποχή μάς έμαθε να μιλάμε για όνειρα σαν να είναι προϊόντα. Σαν να ψωνίζεις επιθυμίες με έκπτωση. Ο Coelho παίρνει την επιθυμία και την βάζει στο χωράφι. Την κάνει σπόρο και δεν υπόσχεται συγκομιδή χωρίς φροντίδα. Μετά σου δείχνει τις συμπτώσεις σαν δρόμους που τους φωτίζει η αφοσίωση. Όχι η τύχη. Η αφοσίωση.
«Από τον Αλχημιστή και το Ημερολόγιο ενός μάγου μέχρι τη Μάγισσα του Πορτομπέλο και το Άλεφ, η διαδρομή του Paulo Coelho είναι ένας χάρτης επιμονής και πίστης—παραβολές με κόκαλο όπου ο “προσωπικός μύθος” γίνεται πράξη. Στα ελληνικά, οι περισσότερες εκδόσεις των βιβλίων του κυκλοφορούν από τον Α.Α. Λιβάνη, σε μεταφράσεις που ταξίδεψαν τις ιστορίες του σε γενιές αναγνωστών»
Υπάρχει κάτι βαθιά αστικό και κάτι βαθιά αλήτικο στον τρόπο που γράφει
Οι ήρωές του περνούν μέσα από ξενοδοχεία, παζάρια, ερήμους, μοναστήρια και αεροδρόμια. Η γλώσσα του είναι καθαρή, χωρίς πολλά πολλά. Κι αυτό εκνευρίζει όσους ψάχνουν το πολύπλοκο σαν απόδειξη υψηλής τέχνης. Η καθαρότητα όμως δεν είναι τεμπελιά. Είναι πειθαρχία. Είναι το να αφαιρείς μέχρι να μείνει ο σκελετός. Αν ο σκελετός στέκει, στέκει και η ιστορία. Αν δεν στέκει, τον τραβά η πρόζα για λίγο και ύστερα καταρρέει. Στον Αλχημιστή ο σκελετός στέκει, γι’ αυτό και ταξίδεψε τόσο μακριά.
Η ζωή του δεν ήταν ποτέ εύκολη. Άνθρωπος που γνώρισε τη βία της εξουσίας. Προσκυνητής που έβαλε χιλιόμετρα στα πόδια για να κερδίσει ένα βλέμμα πιο καθαρό. Συγγραφέας που έχτισε εργογραφία με σταθερό ρυθμό. Μέλος Ακαδημίας Γραμμάτων κι όμως πάντα με τη διάθεση του περιηγητή. Αν θες να πάρεις κάτι δικό του, πάρε αυτό.
Στην Ελλάδα η φράση του έγινε pop από τηλεοπτικούς διαλόγους που οι σεναριογράφοι έντυσαν με χιούμορ και ευαισθησία. Από εκεί άρχισε το σύνθημα. Δεν ήταν κακό. Ήταν το πρώτο σκαλοπάτι. Το πρόβλημα ήταν όταν το σκαλοπάτι έγινε προορισμός. Όταν αντί να ανέβει κάποιος, κόλλησε στο πρώτο σκαλοπάτι και άρχισε να μοιράζεται συνθήματα αβέρτα. Η ζωή δεν χαρίζεται, ούτε τα βιβλία. Η ζωή θέλει αναβάσεις. Τα βιβλία θέλουν ανάγνωση. Αν κάτι αξίζει σήμερα στα γενέθλιά του, είναι να γυρίσει κανείς σελίδα, όχι να γυρίσει άλλο ένα story.
Μπορείς να του χρεώσεις τον μυστικισμό, μπορείς να τον κατηγορήσεις για new age ύφος, μπορείς να γελάσεις με τους πολεμιστές του φωτός και τα σημάδια. Μπορείς όμως και να παραδεχτείς ότι μέσα στη μεταφορική του εμμονή άνοιξε μια πόρτα σε αναγνώστες που δεν είχαν πατήσει ποτέ σε βιβλιοπωλείο. Αν κάτι έκανε επαναστατικό ήταν ότι πήρε την έννοια της πνευματικότητας και την ξεκόλλησε από το ιερατείο. Την έβαλε στα χέρια ενός βοσκού, μιας νεαρής γυναίκας που παλεύει με την κατάθλιψη, ενός άνδρα που κυνηγά μια απουσία. Έδωσε σε απλές μορφές την άδεια να ζητήσουν τα μεγάλα.
Τα social σε σπρώχνουν να παίζεις ρόλους
Να είσαι λίγο γκουρού όταν ποστάρεις πρωινό, λίγο θύμα όταν δεν σου κάθονται δουλειές, λίγο δικαστής στα σχόλια. Ο Coelho, στις καλές του στιγμές, σου λέει άσ’ το θέατρο και γίνε ο εαυτός σου στο άβολο. Πες πως φοβάσαι, αλλά βγες. Πες πως θες, αλλά δούλεψε. Πες πως έπεσες, αλλά δήλωσε παρών. Αυτά δεν είναι τσιτάτα. Είναι τεχνική ζωής.
Υπάρχει και το άλλο. Η διαστρέβλωση. Να κυκλοφορούν εκατοντάδες προτάσεις με την υπογραφή του που δεν τις έγραψε ποτέ. Η εποχή αγαπά τον εύκολο νονό. Κάθε φορά που μια φράση θέλει νομιμοποίηση, της κολλάνε ένα όνομα. Αυτό δεν τον κάνει ούτε άγιο ούτε ένοχο. Κάνει εμάς πιο απρόσεκτους. Γι’ αυτό λέω άσε τα τσιτάτα και πήγαινε στο πλήρες κείμενο. Στο κείμενο φαίνεται ο χαρακτήρας.
Πίσω από τα μύθια του κρύβεται ένας παλιός κανόνας. Ότι η ζωή δεν επιβραβεύει πάντα τους έξυπνους. Επιβραβεύει τους συνεπείς. Δεν έχει σημασία αν ξεκινάς από φαβορί ή από σκοτάδι. Σημασία έχει αν μένεις στον δρόμο όταν φυσάει, αν επιστρέφεις όταν χάνεσαι, αν δεν προδίδεις το μέλλον σου για ένα φτηνό παρόν.
Ο Αλχημιστής δεν είναι συνταγή επιτυχίας και αν βλέπεις πάνω του μόνο το hashtag του, τότε κοιτάς τη λάθος πλευρά.
Υπάρχει και η αγάπη. Λίγες φράσεις αντέχουν την αλήθεια της. Δεν χωρά σε quote ή σε story. Είναι υπομονή. Είναι να κάνεις πίσω όταν το Εγώ θέλει μπροστά. Είναι να διαλέγεις το μαζί αντί για τη δική σου σκηνή. Είναι να ξέρεις πότε περιμένεις και πότε αφήνεις.
Στα εβδομήντα οκτώ τον ορίζει η πορεία, όχι οι τίτλοι
Συνεχίζει να γράφει, να σχολιάζει, να ενοχλεί όσους πιστεύουν πως η λογοτεχνία πρέπει να είναι κλειστό κλαμπ και να κλείνει το μάτι σε όσους έχουν ακόμα την παιδική ικανότητα να πιστεύουν.
Θα μπορούσες να πεις πως η εποχή δεν χρειάζεται άλλα παραμύθια. Κι όμως χρειάζεται παραβολές. Ο Coelho έπιασε αυτή τη γλώσσα και την έκανε προσβάσιμη. Δεν έσωσε τον κόσμο. Δεν άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας. Έδωσε όμως σε εκατομμύρια ανθρώπους την πρώτη σπίθα για να γράψουν τη δική τους μικρή ιστορία όπως τη θέλουν.
Αν γυρίσεις στο σπίτι και αφήσεις το κινητό στο τραπέζι για μία ώρα, αν ανοίξεις έναν από τους τίτλους του και διαβάσεις χωρίς παρεμβολές, θα δεις κάτι να μετακινείται. Όχι το σύμπαν. Εσένα. Το σύμπαν απλώς θα ακολουθήσει. Το βιβλίο δεν σου υπόσχεται ότι όλα θα γίνουν εύκολα. Σου υπόσχεται ότι θα καταλάβεις τι αξίζει να γίνει δύσκολο. Εκεί είναι η διαφορά που σώζει.
Και κάτι ακόμη που συνήθως ξεχνάμε
Η ελευθερία. Κανένα σύμπαν δεν συνωμοτεί για μια επιθυμία που δεν σε ελευθερώνει. Αν αυτό που ζητάς σε κάνει μικρότερο, δεν είναι επιθυμία. Είναι φόβος ντυμένος ωραία. Αν αυτό που θες σε ανοίγει, σε κάνει γενναιότερο, πιο ευθύ, πιο τρυφερό με τους άλλους, τότε είσαι στο σωστό δρόμο. Εκεί το σύμπαν χαμογελά γιατί βλέπει κίνηση με νόημα. Όταν βλέπει πόζα, βαριέται. Όταν βλέπει ευθύνη, βοηθά.
Σήμερα που κλείνει τα εβδομήντα οκτώ του, κοίτα για λίγο τον καθρέφτη και πες την αλήθεια σου χωρίς θεατρινισμούς. Θέλεις κάτι πολύ. Το ήξερες πάντα. Το έκρυψες πίσω από δουλειές και δικαιολογίες, από όμορφες εικόνες και δάνεια φράσεις. Δώσε του χρόνο. Δώσε του πείσμα. Δώσε του τη σιωπή που χρειάζεται για να σου πει τι ζητά. Και μετά κίνησε. Μικρά. Σταθερά. Χωρίς ανακοίνωση. Χωρίς χειροκρότημα.
Αν θες να κρατήσεις μία φράση σήμερα, κράτα την χωρίς υπερβολές. Όταν θέλεις κάτι πολύ, άκου τα αληθινά σου θέλω, δούλεψε με αντοχή, κυνήγησε τους οιωνούς με καθαρό βλέμμα, προστάτευσε τους ανθρώπους σου και μείνε πιστός στην αλήθεια σου όσο κι αν κοστίζει. Τότε θα δεις το σύμπαν να κάνει χώρο. Όχι επειδή του το ζήτησες ευγενικά αλλά διότι είδες ποιος είσαι και κινήθηκες σαν αυτόν.
