F για τη Femme Fatale της Finos Film που δεν «χώρεσε» στο «τότε»: 3 χρόνια χωρίς τη Μάρθα Καραγιάννη
Σαν σήμερα φεύγει από τη ζωή η αντισυμβατική Μάρθα, της οποίας οι ρόλοι ήταν συχνά γραμμένοι ως δευτεραγωνιστικοί -όχι για να κρατήσουν το βάρος της πλοκής αλλά για να γεμίσουν τα κενά γύρω από την πρωταγωνίστρια. «Ο κόσμος βαρέθηκε να τρώει στη μάπα τις τηλεοπτικές φλούδες αλλά δεν έχει άλλη επιλογή». «Δεν είμαι σνομπ. Ποτέ δεν ήμουνα, δεν ταιριάζει στο Κερατσίνι και στην ποντιακή καταγωγή μου». Όλοι συμφωνούσαν πως η Μάρθα ήταν από τις ελάχιστες ηθοποούς που δεν περνούσαν από δίπλα τους με βλέμμα πρωταγωνίστριας, ίσως γιατί είχε εκείνη την αλητεία που δεν χρειάζεται αγένεια για να αποδείξει κάτι. Που ήξερε να είναι απλή χωρίς να λαϊκίζει, αθυρόστομη χωρίς να γίνεται φτηνή, προσιτή χωρίς να χάνει ποτέ την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία της -ακριβώς η αλητεία που έλεγε κι ο Πουλικάκος: εκείνη που έχει ευγένεια, και δεν καταντάει απλώς τσογλανιά.
«Ο κόσμος βαρέθηκε να τρώει στη μάπα τις τηλεοπτικές φλούδες αλλά δεν έχει άλλη επιλογή», την ατάκα αυτή η Μάρθα Καραγιάννη την είπε για μια ολόκληρη εποχή που συνήθισε να καταπίνει έτοιμα σενάρια, ρόλους αναμενόμενους, με ίδια πρόσωπα, ζωές που παίζονταν ξανά και ξανά με την ίδια προβλέψιμη πλοκή. Και η αντισυμβατική ηθοποιός, γεννημένη στις 6 Νοεμβρίου του 1939 στον Πειραιά, κόρη Ρωσοποντίων που έφεραν μαζί τους το αίσθημα της απώλειας από την Οκτωβριανή Επανάσταση και της εγκατάστασης σε μια Ελλάδα που ήξερε καλά να επιβιώνει αλλά όχι να συγχωρεί, μεγάλωσε ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είχαν χρόνο για ψευδαισθήσεις και που απεχθάνονταν τα ψέματα. Γι’ αυτό ίσως στα δεκαεπτά της, όταν πρωτοβρέθηκε μπροστά στον φακό του Λάσκου στην Άγνωστο, δεν έπαιξε ποτέ την κοπέλα που νομίζει ότι η ζωή της αρχίζει τώρα, αλλά αυτήν που ξέρει ότι η ζωή δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με κανένα πλάνο, ότι η πραγματικότητα είναι πάντα πιο σκληρή και πιο αστεία από τις ταινίες.
Κι όταν ήρθαν τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη, από τις Θαλασσιές τις Χάντρες και το Κάτι να καίειμέχρι τοΜαριχουάνα Στοπ και τις Γοργόνες και Μάγκες, οι ρόλοι της ήταν συχνά γραμμένοι ως δευτεραγωνιστικοί, όχι για να κρατήσουν το βάρος της πλοκής αλλά για να γεμίσουν τα κενά γύρω από την πρωταγωνίστρια. Όμως η Μάρθα δεν τους έπαιξε ποτέ σαν δεύτερους, γιατί ήξερε πως το κοινό θυμάται εκείνους που κουβαλούν προσωπικότητα, όχι απλώς ρόλους, κι έτσι οι ατάκες που της άφηναν, ακόμη κι όταν τις μίκραιναν, γίνονταν δικές της και περνούσαν στην ιστορία, σαν σχόλιο πάνω στην ίδια την αδικία που τις γέννησε γιατί μπορεί να την τοποθετούσαν στα χαρτιά ως «δεύτερη», αλλά έβγαινε από την ταινία με την αδιαπραγμάτευτη πρώτη θέση στη μνήμη του θεατή.
Αυτό ήταν το δικό της μέτρο
Δεν δέχτηκε ποτέ να μπει στο παιχνίδι με τους όρους που το έπαιζαν οι άλλες, δεν την ενδιέφεραν οι φατρίες ούτε το σταριλίκι που ζητούσε συμβιβασμούς, δεν πούλησε ποτέ την ψυχή της για να τη φωνάζουν «πρώτη φίρμα». Προτιμούσε να τη γράφουν δεύτερη στα χαρτιά και να κερδίζει την ελευθερία της, να αφήνει τις πρωταγωνίστριες να σηκώνουν το άγχος της βιτρίνας ενώ εκείνη έπαιρνε τις σκηνές με το ύφος της, με μια ατάκα που ακουγόταν σαν σχόλιο πάνω στο ίδιο το σενάριο, με έναν χορό που δεν χόρευε για την κάμερα αλλά για να θυμίσει ότι η γοητεία δεν είναι ποτέ υπάκουη.
Αυτή η εσωτερική της ανεξαρτησία ήταν που την ξεχώριζε, γιατί εκείνη δεν ανήκε στις γυναίκες που έβλεπες στη μεγάλη οθόνη και τις φανταζόσουν να συνεχίζουν τον ρόλο τους και μετά το γύρισμα, αλλά σε εκείνες που ήξεραν ότι ο κινηματογράφος είναι δουλειά και η ζωή παίζεται αλλού, ότι όταν σβήνουν τα φώτα δεν μετρούν οι ατάκες αλλά το πώς φέρεσαι στον κόσμο, στο συνεργείο, στους τεχνικούς, στους κομπάρσους. Κι όλοι έλεγαν πως η Μάρθα ήταν από τις ελάχιστες που δεν περνούσαν από δίπλα τους με βλέμμα πρωταγωνίστριας, γιατί είχε αυτήν την αλητεία που δεν χρειάζεται αγένεια για να αποδείξει κάτι, που ήξερε να είναι λαϊκή χωρίς να κατεβαίνει στον λαϊκισμό, αθυρόστομη χωρίς να γίνεται φτηνή, προσιτή χωρίς να χάνει ποτέ την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία της -ακριβώς η αλητεία που λέει ο Πουλικάκος: εκείνη που έχει ευγένεια, και δεν καταντάει απλώς τσογλανιά.
Στην προσωπική της ζωή η Μάρθα δεν έπαιξε ποτέ τον ρόλο που της μοίραζαν οι άλλοι
Αν ο κινηματογράφος της έδινε καμιά φορά δευτεραγωνιστικές ατάκες, στη ζωή κρατούσε για τον εαυτό της την πρωτοκαθεδρία με μια σιγουριά που δεν χρειαζόταν κραυγές. Ο γάμος της με τον μεγάλο της έρωτα Μίμη Στεφανάκο το 1960, οι ψίθυροι για το νεογέννητο παιδί που χάθηκε τότε, η μακρά σχέση με τον τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού Βασίλη Κωνσταντίνου, οι τρεις απόπειρες υιοθεσίας πριν τα σαράντα που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ -όλα αυτά θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν σελίδες μελόδραμα για κάποιο λαϊκό περιοδικό.
Όμως η Μάρθα δεν χάρισε ποτέ στην κοινή περιέργεια ούτε την εξουσία ούτε τη συγκίνηση. Προτίμησε να τα ζήσει και να τα κλείσει μέσα της, γιατί καταλάβαινε πως οι απώλειες δεν είναι για δημόσιο θέαμα και οι έρωτες δεν χρειάζονται χειροκρότημα, κι έτσι ακόμη κι όταν η ζωή δεν της φέρθηκε με την ίδια γενναιοδωρία που της έδειχναν τα φώτα, εκείνη αρνήθηκε να υποδυθεί τη γυναίκα-θύμα. Κράτησε την αξιοπρέπειά της ακέραιη και την ελευθερία της αδιαπραγμάτευτη, κι αυτό ήταν ίσως το πιο καθαρό της πρωταγωνιστικό βλέμμα. Να ξέρει πότε να μένει, πότε να φεύγει και πότε να σωπαίνει, χωρίς ποτέ να εκλιπαρεί για τον ρόλο που ήθελε η εποχή να της αρνηθεί.
Κι ίσως γι’ αυτό έχει αξία να μιλάμε για εκείνη όχι σαν σταρ που έζησε επιτυχίες αλλά σαν γυναίκα που αρνήθηκε να φορέσει το κοστούμι που της ετοίμαζαν οι άλλοι. Δεν έπαιξε ποτέ τη χαριτωμένη για να είναι αρεστή, ούτε τη μοιραία για να είναι θεαματική, ούτε τη δήθεν βαθιά για να τη θυμούνται με σεβασμό. Έπαιξε γυναίκες που γελούσαν δυνατά, που έπεφταν και ξανασηκώνονταν χωρίς κορνίζες και μεγάλες κουβέντες, που μπορούσαν να σταθούν στη σκηνή δίπλα σε πρωταγωνίστριες χωρίς να τις καταπίνει η πίκρα ή η ζήλια, κι αυτή ήταν μια στάση ζωής πιο επαναστατική από όσο έδειχνε η ελαφρότητα των μιούζικαλ ή η λάμψη των στούντιο.
Στην τηλεόραση ήρθε αργότερα, στους Μικρομεσαίους ως Μάρθα και στο Κωνσταντίνου και Ελένης ως μητέρα της Ράντου, κουβαλώντας την εμπειρία του κινηματογράφου χωρίς καμία έπαρση, λες και ήξερε ότι κάθε εποχή έχει τις δικές της φούσκες, τις δικές της «τηλεοπτικές φλούδες» όπως τις έλεγε, κι ότι η μόνη σταθερά είναι η αλήθεια με την οποία στέκεσαι απέναντι στους ρόλους και στους ανθρώπους. Γι’ αυτό κι έμεινε στη μνήμη διαφορετικά από τόσες φιγούρες που έζησαν για λίγο και ξεθώριασαν, γιατί η Μάρθα δεν ξεθώριασε ούτε όταν αποσύρθηκε, κι αυτό δεν το εξηγεί καμία νοσταλγία αλλά ο τρόπος που κράτησε για τον εαυτό της την κεντρικότητα χωρίς να τη διαφημίσει ποτέ.
Δεν ήταν οι σκηνές με το μπικίνι ούτε οι χοροί στα μιούζικαλ ούτε οι ατάκες στις κωμωδίες που την όρισαν αλλά η άρνησή της να πιαστεί όμηρος της εικόνας της, η επιλογή να μη ζει για την έγκριση κανενός, η ψυχραιμία με την οποία άφηνε τις ήττες να περάσουν χωρίς κραυγές και τις νίκες χωρίς θριαμβολογίες, η ικανότητα να στέκεται πάντα λίγο έξω από το σκηνικό της εποχής της, γι’ αυτό και το βλέμμα της έμεινε καθαρό όταν τόσοι άλλοι δήθεν πρωταγωνίστησαν.
Χωρίς αμφιβολία, η Μάρθα Καραγιάννη δεν υπήρξε ποτέ «καλή κοπέλα», ούτε «σύμβολο», ούτε «τραγική φιγούρα». Υπήρξε μια γυναίκα που ήξερε ότι η ζωή δεν είναι ούτε κινηματογραφικό μελό ούτε τηλεοπτική σαπουνόπερα, ότι ο κόσμος μπορεί να βαριέται τις τηλεοπτικές φλούδες αλλά τις καταναλώνει έτσι κι αλλιώς, κι ότι η μόνη αντίσταση είναι να μη γίνεις ποτέ φλούδα ο ίδιος, να κρατήσεις την ψυχή σου ολόκληρη ακόμη κι όταν οι ρόλοι σου είναι μισοί.
Κι ίσως αυτό να είναι το πιο ακριβές αντίο για μια γυναίκα που έφυγε σαν σήμερα, στις 18 Σεπτεμβρίου, έχοντας ζήσει χωρίς να χαριστεί σε κανέναν και χωρίς να υποδυθεί ποτέ αυτό που ήθελαν οι άλλοι. Γιατί η Μάρθα που έφυγε στα 83 της, ήξερε να κρατά για τον εαυτό της την τελευταία κουβέντα, κι αυτή ήταν: «Θέλω να γεράσω με την ησυχία μου, δεν θέλω να ξανακάνω τη χαριτωμένη».
Προκειμένου να αποχαιρετήσει η Φίνος Φιλμ την Μάρθα Καραγιάννη πριν από 3 χρόνια δημιούργησε ένα βίντεο – αφιέρωμα με τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές της. Η υπέροχη λεζάντα έλεγε για εκείνη: «Η Μάρθα. Το κορίτσι μας. Πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα της Φίνος Φιλμ όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι, 16 ετών, με τον πρώτο της ρόλο στην ταινία «Η Άγνωστος» (1956) δίπλα στη μεγάλη Κυβέλη.Έμεινε πλάι στον Φίνο για δεκαέξι ακόμα χρόνια και γύρισε μαζί του 19 ταινίες, σημαδεύοντας με την αφοπλιστική της παρουσία τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου.Έβαλε ρυθμό και σκέρτσο στην κωμωδία, εκτίναξε την λάμψη των μιούζικαλ και επιβεβαιώθηκε υποκριτικά μέσα από δύσκολους δραματικούς ρόλους.Ήταν δραστήρια, δυναμική και καπάτσα, γυρίζοντας την πλάτη στο σταριλίκι και τις επιφανειακές σχέσεις. Αυθεντική, πληθωρική και ασύλληπτα γοητευτική, κατάφερε να έχει μόνο θαυμαστές καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας αλλά και της ζωής της. Μοιάζει ακατόρθωτο, αλλά αυτή ήταν η Μάρθα.Μια γυναίκα-σταθμός για εμάς και για τόσους άλλους. Αντίο γοργόνα μας».
30 iconic ατάκες της Μάρθας Καραγιάννη
1. «Ξέρεις, πάντα, από 17 χρονών τους καρατερίστικους ρόλους κιαλάριζα».
— Γυναίκα, 1983, Άννυ Χέρρα-Ζυμαράκη
2. «Χρόνια τώρα περιμένω πώς και πώς να μεγαλώσω, να πάψω να ’μαι όμορφη, να κάνω άλλα πράγματα».
— Ταχυδρόμος, 1983, Άρης Δαβαράκης
3. «Ο χορός ήταν πάντα μέσα μου, στο αίμα μου! Το μουσικό θέατρο με τράβηξε σαν μαγνήτης».
— Εικόνες, 1986, Πέπη Κεφαλά
4. «Και στα πράγματα που έκανα επιτυχία, είναι γιατί κάποιοι άλλοι με σπρώξανε και βρέθηκα μπροστά. Μόνη μου δεν θα τολμούσα. Θέλω πάντα να έχω συμμαχία».
— Απογευματινή, 1986, Εύα Μπίθα
5. «Πιστεύω ότι όταν ένας δεν έχει χιούμορ, δεν αποδέχεται την πραγματικότητα».
— Τραστ, 1987, Γ. Αποστολίδης
6. «Το να βγάζει γέλιο ένας ηθοποιός είναι προσωπική υπόθεση, δεν μαθαίνεται. Ή το έχεις ή όχι».
— Ραδιοτηλεόραση, 1992, Αρετή Μπέσκα
7. «Η TV είναι σαν την ερωμένη. Όλοι τη βρίζουν και όλοι τη θέλουν».
— Σταρ, 1994, Ανδρέας Γερακάκης
8. «Γαμώ την @@@@@@ που λάνσαρε τα αυτόγραφα!»
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
9. «Σιχαίνομαι το ψέμα. Φτάνει που τη μισή μου ζωή την περνάω παίζοντας ψέμα στη σκηνή».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
10. «Το θέατρο είναι η σάρκα του καρπού, η τηλεόραση οι φλούδες».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
11. «Ούτε το χέρι μου να μου πηδήξει δεν θα έδινα σε κάποιον που παριστάνει τον ωραίο!»
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
12. «Όλα τα αρσενικά νομίζουν ότι μόνο μαζί τους “τα ’φερες”. Αυτό είναι το μελανό τους σημείο».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
13. «Ο κόσμος βαρέθηκε να τρώει στη μάπα τις τηλεοπτικές φλούδες αλλά δεν έχει άλλη επιλογή».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
14. «Ο κόσμος έχει συνηθίσει τα πάντα. Μέχρι και το γυμνό. Τώρα βγάζεις το βυζί έξω και δεν τρέχει τίποτα».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
15. «Το θέατρο έχει ημερομηνία λήξεως μόνο για τους ατάλαντους».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
16. «Όλες οι @@@@@@@, όταν γερνάνε, το ρίχνουνε στ’ αγιωτικά!» (λόγια του Δαλιανίδη που συχνά επικαλούνταν γελώντας).
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
17. «Θα ήθελα να γεράσω, γιατί τότε θα καταλάβω ότι έζησα. Δεν θα ήθελα να γίνω μια κακογερασμένη γιαγιά».
— Συνέντευξη στη Νανά Παλαιτσάκη, 1996
18. «Μου λείπει πολύ ένα παιδί… έκανα τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να υιοθετήσω πριν τα 40».
— Συνέντευξη στη Νανά Παλαιτσάκη, 1996
19. «Δεν με ενδιαφέρει κανένας άνδρας, οι μεγάλοι έρωτες έχουν περάσει. Έχω “γεμίσει” ερωτικά».
— Συνέντευξη στη Νανά Παλαιτσάκη, 1996
20. «Θα μπορούσα να παίζω και στο σπίτι μου, αλλά οι θεατρίνοι θέλουμε το κοινό, έχουμε ανάγκη από την αποδοχή».
— Λοιπόν, 1996, Χρήστος Σιάφκας
21. «Ξεκίνησα με ρόλους ωραίας – γιατί να το κρύψουμε άλλωστε; Μετά ήρθαν οι μπουφόνικοι ρόλοι, οι χοροί, τα μπικίνι».
— Αδέσμευτος, 1995, Γ.Ε.Β.
22. «Μόλις κάναμε χορευτικό, εκεί ήταν οι γκρίνιες, γιατί με πίεζε ο Δαλιανίδης. Ήξερε ότι έχω δυνατότητες».
— Αδέσμευτος, 1995, Γ.Ε.Β.
23. «Δεν θεωρώ κανένα δραματικό ηθοποιό καλύτερο από κωμικό. Οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί είναι οι κωμικοί. Εγώ εκτιμώ έναν ηθοποιό για το πώς παίζει, όχι για το τι παίζει».
— Αδέσμευτος Τύπος, 1999, Σόνια Μαγγίνα
24. «Δεν είμαι σνομπ. Ποτέ δεν ήμουνα, δεν ταιριάζει στο Κερατσίνι και στην ποντιακή καταγωγή μου».
— Οι Αταίριαστοι, 2001
25. «Το γέλιο είναι μεγάλη τέχνη. Δεν είναι εύκολο να κάνεις τον κόσμο να γελάσει».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
26. «Θέλω να γεράσω με την ησυχία μου, δεν θέλω να ξανακάνω τη χαριτωμένη».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
27. «Δεν με εντυπωσιάζουν τα παλάτια και τα κότερα. Αν θέλω να δω αξία, πάω σε Μουσείο».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
28. «Είμαι ολιγαρκής· το αγαπημένο μου φαγητό είναι ελιές, κριτσίνια και γάλα».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
29. «Το ταλέντο είναι σαν ποτάμι που δεν το φράζει τίποτα».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
30. «Η επιθεώρηση είναι αρένα. Σε πετάνε μέσα και τα λιοντάρια περιμένουν».
— Συνέντευξη στον Μάνο Τσιλιμίδη, 1994
