Σαν σήμερα φεύγει ο άνθρωπος που χόρεψε συρτάκι στον θάνατο (και γιατί όλοι κουβαλάμε έναν Ζορμπά)

Ανθή Μιμηγιάννη
Σαν σήμερα φεύγει ο άνθρωπος που χόρεψε συρτάκι στον θάνατο (και γιατί όλοι κουβαλάμε έναν Ζορμπά)

Κατά τον Καζαντζάκη, που έγραψε το Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, «Αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στη ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις-τέσσερις: Τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, τον Νίτσε και τον Ζορμπά». Ποιος ήταν, λοιπόν, ο αντισυμβατικός και ασίκης προπάππος του Παύλου Σιδηρόπουλου, Ζορμπάς, τι σημαίνει το Élan Vital που κουβαλούσε, πώς ο Anthony Quinn έγινε ο Zorbas the Greek ο ίδιος και γιατί, όταν ο Καζαντζάκης περιγράφει το συρτάκι του, δεν είναι ρομαντισμός αλλά ανταρσία: η στιγμή που ο άνθρωπος λέει στον θάνατο και στη μοίρα «Σκότωσέ με, δεν με νοιάζει. Χόρεψα πριν έρθεις».

«Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στη ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις-τέσσερις: Τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, τον Νίτσε και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι –σαν τον δίσκο του ήλιου– που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη ταπάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ’έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι οΖορμπάς μ’έμαθε ν’αγαπώ τη ζωή και να μη φοβάμαι το θάνατο. Αν ήταν στον κόσμο όλο σήμερα να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, “γκουρού” όπως λένε οι Ινδοί, “Γέροντα” όπως λένε οι καλόγεροι στο Αγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα τον Ζορμπά».

Πώς θα μπορούσαν να είναι τυχαία αυτά τα λόγια του Καζαντζάκη;

Ο σπουδαίος Νίκος Καζαντζάκης δεν μιλούσε ποτέ ελαφρά τη καρδία για τα πρόσωπα που τον σημάδεψαν. Ο Ζορμπάς δεν ήταν για εκείνον ένας γραφικός τύπος αλλά πολλά περισσότερα. Ήταν μια αποκάλυψη, ένας άνθρωπος που ζούσε χωρίς να κρύβεται πίσω από τη σοβαροφάνεια, που κουβαλούσε μέσα του μια ελευθερία αρχαϊκή, σχεδόν προϊστορική, που δεν χωρούσε σε καμία θεωρία. Γιατί ο Γιώργης Ζορμπάς –αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα– γεννημένος το 1865 στον Κολινδρό Πιερίας, πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1941 στα Σκόπια, αλλά στο ενδιάμεσο πρόλαβε να γίνει το πρόσωπο εκείνο που θα δίδασκε στον Καζαντζάκη κάτι που ούτε ο Νίτσε ούτε ο Μπέρξονας μπόρεσαν να του διδάξουν: ότι η ζωή δεν είναι για να την εξηγείς αλλά να τη ζεις.

4a35175897aee698711db253eefe9f1dgeneric.jpg

Ο αντισυμβατικός και ασίκης Ζορμπάς ξεκίνησε σαν αγρότης, έπειτα μεταλλωρύχος στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, έζησε πολέμους, φτώχειες, γάμους, χηρείες, αμαρτίες και έρωτες. Παντρεύτηκε την Ελένη, την κόρη του εργοδηγού του, την έχασε νωρίς από αρρώστια, έμεινε με παιδιά, με τύψεις, με μια ζωή που δεν μάθαινε από τα λάθη της αλλά τα συνέχιζε με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη. Ξαναπαντρεύτηκε, έφυγε για τα Βαλκάνια, πλούτισε, ξόδεψε, αγάπησε, πρόδωσε, όλα τα έζησε στα άκρα. Δούλευε μανιωδώς, διασκέδαζε σαν να μην υπήρχε αύριο.

Όταν ο Καζαντζάκης τον γνώρισε το 1915 στον δρόμο για το Άγιο Όρος, κρατούσε στις αποσκευές του τον Νίτσε και τον Μπέρξονα, τις μεγάλες αγωνίες της φιλοσοφίας και τα βάρη του πνεύματος. Ο Ζορμπάς, αντίθετα, κρατούσε μονάχα τον εαυτό του. Στη Μάνη, το 1916-17, όταν προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν μαζί το λιγνιτωρυχείο της Στούπας, ο Καζαντζάκης έμαθε πως υπάρχει μια σοφία που δεν χωράει σε βιβλία. Πως ο άνθρωπος που χορεύει μπροστά στον γκρεμό ξέρει για τη ζωή περισσότερα από εκείνον που γράφει γι’ αυτήν. Το εγχείρημα κατέληξε σε οικονομική καταστροφή, μα ο Καζαντζάκης δεν έφυγε φτωχότερος αλλά με έναν ήρωα.

Ο Ζορμπάς δεν ήταν άνθρωπος της θεωρίας, ήταν άνθρωπος της πράξης, και αυτό δεν σήμαινε πως η ζωή του στερούνταν φιλοσοφίας.

«Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα»

Αντίθετα, με τον τρόπο που ζούσε ανέτρεπε κάθε έτοιμο σχήμα, κάθε αφηρημένη κατασκευή του νου. Δεν μιλούσε για ελευθερία, την ενσάρκωνε. Δεν χρειαζόταν να υψώσει σημαίες ή να γράψει διακηρύξεις. H ίδια του η παρουσία αρκούσε για να θυμίσει σε όλους πως η ελευθερία δεν είναι ιδέα αλλά βίωμα. Για τον Καζαντζάκη, που μεγάλωσε με την αυστηρότητα της Κρήτης και τις μεταφυσικές αγωνίες μιας ψυχής διχασμένης ανάμεσα στον Θεό και τον Άνθρωπο, ο Ζορμπάς ήρθε σαν αποκάλυψη. Ένας διονυσιακός αντίποδας στον απολλώνιο στοχασμό, μια σάρκινη υπενθύμιση ότι πριν από κάθε φιλοσοφία υπάρχει το σώμα που πεινά και διψά, πριν από κάθε ιδέα το κρασί που ζεσταίνει το αίμα, πριν από κάθε φόβο ο χορός που συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τον κόσμο. Στον Καζαντζάκη, που έψαχνε με λέξεις να ξορκίσει τον θάνατο, ο Ζορμπάς απαντούσε με μια κίνηση, με ένα γέλιο, με έναν έρωτα, δείχνοντας ότι η ζωή δεν χρειάζεται να λυθεί για να αξίζει να τη ζεις.

Το Élan Vital του Bergson μιλούσε για τη ζωτική ορμή, τη δύναμη που σπρώχνει τη ζωή να ξεπερνάει τα ίδια της τα όρια

Ήταν η απόπειρα να οριστεί εκείνη η μυστηριώδης δύναμη που αρνείται να εγκλωβιστεί σε νόμους και μηχανισμούς, η ορμή που ωθεί την ύπαρξη να ξεπερνά τον εαυτό της, να δημιουργεί μορφές, να γεννά καινούργιες δυνατότητες εκεί όπου η λογική βλέπει μόνο όρια. Ο Ζορμπάς υπήρξε η σάρκινη εκδοχή αυτής της ορμής. Δεν ενδιαφερόταν να τη διατυπώσει σε προτάσεις, την έζησε ολόκληρη. Γι’ αυτό και τρόμαζε τους ανθρώπους που τον συναντούσαν.

Όταν ο Καζαντζάκης έγραψε το Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά το 1946, έστηνε μια αντίστιξη. Από τη μια, ο αφηγητής, φορτωμένος με ερωτήματα, με τη μεταφυσική αγωνία που ζητάει απαντήσεις και από την άλλη, ο Ζορμπάς, που δεν ρωτούσε τίποτα γιατί τα ζούσε όλα.

Κι ύστερα ήρθε το 1964 η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη

Ο Anthony Quinn έγινε ο Ζορμπάς, ο ίδιος. Στην άμμο της Κρήτης ο Quinn χόρεψε την ίδια την ιδέα της ελευθερίας. Και ο Μίκης Θεοδωράκης, γράφοντας το συρτάκι, έδωσε ήχο σε αυτό που δεν μεταφράζεται. Στην αίσθηση δηλαδή ότι όσο βαριά κι αν είναι η ζωή, όσο κι αν όλα γκρεμίζονται, πάντα μπορείς να χορέψεις απέναντι στον θάνατο.

p4230ih9aa.jpg
Zorba The Greek (1964 USA/UK/Greece) aka Alexis Zorbas Directed, produced and written by Michael Cacoyannis Shown: Anthony Quinn (as Alexis Zorba/Zorba the Greek)©International Classics, Inc.

Ο αξέχαστος Quinn, χωρίς να το ξέρει, εκείνη τη μέρα στην Κρήτη, ένωσε δύο κόσμους: τον πραγματικό Γιώργη Ζορμπά, που έζησε ανάμεσα σε φτώχειες, ορυχεία και γυναίκες, και τον μυθικό Ζορμπά του Καζαντζάκη, που έζησε για να δείξει πως η ελευθερία δεν γράφεται σε διακηρύξεις αλλά σε σώματα που επαναστατούν. Από τότε, ακόμη κι όσοι δεν διάβασαν ποτέ τον «Βίο και Πολιτεία», ακόμη κι όσοι δεν άκουσαν ποτέ το όνομα Γιώργης Ζορμπάς, γνώριζαν τον «Zorba the Greek». Ένα όνομα που ξέφυγε από την Ελλάδα και μπήκε στην παγκόσμια κουλτούρα σαν συνώνυμο μιας ψυχής που δεν σκύβει το κεφάλι. Κι έτσι ο Ζορμπάς έγινε κάτι παράξενο. Ένας αγράμματος μεταλλωρύχος από τη Μακεδονία έγινε η φιγούρα που χόρευε για λογαριασμό όλων μας, για τις ήττες μας, για τις χαρές μας, για τις μέρες που δεν βγάζουν νόημα.

Αλλά τι σημαίνει αυτό το Élan Vital που κουβαλούσε;

Στην εποχή του Μπέρξονα, στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν η απάντηση σε έναν κόσμο που γινόταν όλο και πιο μηχανικός, πιο ωφελιμιστικός, πιο νεκρός από ιδέες. Ήταν η δύναμη της ζωής που ξεπερνά τη λογική και σπάει τα όρια. Ο Ζορμπάς το ζούσε χωρίς να ξέρει τις λέξεις. Ήταν η κίνηση απέναντι στη στασιμότητα, το πάθος απέναντι στη μετρημένη ζωή. Και γι’ αυτό σοκάρει ακόμη. Γιατί σήμερα, σε έναν κόσμο που μιλάει ασταμάτητα για ελευθερία, αυθεντικότητα, εμπειρίες και στιγμές, ο Ζορμπάς θα γελούσε. Γιατί εκείνος δεν «κυνηγούσε εμπειρίες». Ζούσε.

Και γι’ αυτό έγινε ήρωας του Καζαντζάκη. Γιατί ο Καζαντζάκης, με όλες του τις αναζητήσεις, με τις θρησκείες που πλησίασε και τις φιλοσοφίες που δοκίμασε, είδε σ’ αυτόν κάτι που οι στοχαστές δεν καταφέρνουν να ομολογήσουν. Ότι η ζωή δεν θέλει να τη λύσεις σαν πρόβλημα, θέλει να τη ρουφήξεις πριν σε καταπιεί. Γι’ αυτό έγραψε πως, αν διάλεγε ψυχικό οδηγό, δεν θα διάλεγε ούτε τον Όμηρο ούτε τον Νίτσε ούτε τον Μπέρξονα, αλλά τον Ζορμπά.

Προφανώς και ο Ζορμπάς δεν ήταν άγιος

Ο προπάππος του Παύλου Σιδηρόπουλου, είχε ελαττώματα, ζούσε αλήτικα. Ήταν δίγαμος, πότε πλούτιζε και πότε τα έχανε όλα. Είχε πάθη αλλά ήταν αληθινός. Κι αυτό είναι που μας λείπει. Σήμερα οι άνθρωποι μοιάζουν να προτιμούν το ασφαλές ψέμα από την επικίνδυνη αλήθεια. Ο Ζορμπάς έκανε το αντίθετο. Κι ίσως γι’ αυτό τον κουβαλάμε ακόμη μέσα μας. Όλοι έχουμε έναν Ζορμπά που μας σπρώχνει να πετάξουμε τα βαρίδια που μας φορτώσανε και να ζήσουμε πραγματικά. Αλλά τον φοβόμαστε. Γιατί ο Ζορμπάς δεν κάνει εκπτώσεις.

Το συρτάκι του Θεοδωράκη δεν έγινε παγκόσμιο γιατί ήταν χαρούμενο αλλά γιατί είχε τη δομή μιας ύπαρξης που αρνείται να υποταχθεί. Ξεκινά αργά, σχεδόν σαν να κουβαλάει το βάρος μιας ολόκληρης ζωής κι ύστερα, ρυθμό με ρυθμό, επιταχύνει σαν να πετάει από πάνω του τις ήττες, τις ενοχές, τις ήσυχες αναμονές.

Ο Καζαντζάκης είπε πως ο Ζορμπάς τον έμαθε να μην φοβάται τον θάνατο

Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό. Στην πραγματικότητα, ίσως είναι το μόνο που μετράει. Γιατί ο φόβος του θανάτου είναι που μας κάνει να ζούμε λειψά, να κρατάμε δυνάμεις, να αναβάλλουμε, να σωπαίνουμε εκεί που έπρεπε να φωνάξουμε. Ο Ζορμπάς δεν ανακάλυψε κάποιο νόημα που κάνει τον θάνατο λιγότερο τρομακτικό. Ανακάλυψε ότι, αν ζήσεις ολόκληρος, ο θάνατος έρχεται αργά. Γιατί δεν έχει τίποτα να σου πάρει.

Και γι’ αυτό, όταν στο τέλος ο Καζαντζάκης περιγράφει τον χορό του, δεν είναι μια ρομαντική σκηνή. Είναι ανταρσία. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος λέει στον Θεό, στη μοίρα, στο κενό: «Σκότωσέ με, δεν με νοιάζει. Χόρεψα πριν έρθεις». Είναι η ελευθερία στο πιο γυμνό της σημείο.

«… Ο χορός αυτός του Ζορμπά ήταν όλο πρόκληση, πείσμα κι ανταρσία. Θαρρείς και φώναζε : “Τι μπορείς να μου κάνεις Παντοδύναμε; Τίποτα δεν μπορείς να μου κάμεις, να με σκοτώσεις μονάχα. Σκότωσέ με, καρφί δεν μου καίγεται, έβγαλα το άχτι μου, είπα ότι ήθελα να πω, πρόφτασα και χόρεψα, και πια δεν σε έχω ανάγκη”».