«Στα ουράνια ο Γαρύφαλλος, βρίσκεται τώρα και με τους αγγέλους μιλάει»: 21 χρόνια χωρίς τον Βλάσση
Από τον «Γαρύφαλλο» των Πελόμα Μποκιού και τον Τσε της Εβίτα, στις φάρσες που αποδημούσαν κάθε σοβαροφάνεια, στις εξαρτήσεις που σημάδεψαν τη διαδρομή του και στο «φοβερό, τρομερό» που έγινε συλλογικό απόφθεγμα. Ο Βλάσσης Μπονάτσος έφυγε σαν σήμερα, σε ηλικία μόλις 54 ετών.
«Στα ουράνια ο Γαρύφαλλος, βρίσκεται τώρα και με τους αγγέλους μιλάει». Στίχος -φυσικά- των Πελόμα Μποκιού και μέρος της πιο παράξενης συνέχειας που θα μπορούσε να γράψει η ζωή του. Αν ήταν φάρσα, θα είχε ήδη πεταχτεί λέγοντας «φύγε σύ, έλα σύ» για να σπάσει την αμηχανία. Δεν είναι φάρσα, όμως, και σήμερα κλείνουν 21 χρόνια από τον θάνατό του. Κι όμως, η αίσθηση είναι ότι αυτός ο τύπος που δεν καθόταν ποτέ σε ησυχία εξακολουθεί να παίζει με τα νεύρα μας, να κοιτάει από κάπου ψηλά και να δοκιμάζει αν θυμόμαστε ακόμη τι σημαίνει αυθεντικότητα, πλάκα, θράσος και ζωή στην πέμπτη ταχύτητα.
Χωρίς αμφιβολία, ο Βλάσσης Μπονάτσος υπήρξε μια προσωπικότητα ακατηγοριοποίητη, ένας καλλιτέχνης που δεν χωρούσε σε ένα επάγγελμα και σε έναν τίτλο, ένας άνθρωπος που δημιούργησε έναν κόσμο ολόκληρο γύρω του, άλλοτε τραγουδώντας, άλλοτε παίζοντας, άλλοτε αυτοσχεδιάζοντας, πάντοτε ζώντας, όμως, με τον τρόπο του.
Σήμερα, συμπληρώνονται 21 χρόνια από τον θάνατό του του ανθρώπου που έκανε βήμα πιο γρήγορο από τη φθορά
Γεννημένος στις 30 Νοεμβρίου του 1949 στο Ξυλόκαστρο, μέσα σε μια οικογένεια που συνδύαζε την αυστηρότητα του πατέρα δικαστικού και την καλλιτεχνική φύση της μητέρας του που δίδασκε πιάνο, ο Βλάσσης έμαθε από νωρίς να ζει σε έναν κόσμο με αντιθέσεις που δεν τον φόβισαν αλλά τον οδήγησαν να αναζητήσει το δικό του δρόμο. Η εφηβεία του τον βρήκε με κιθάρα στα χέρια, με συγκροτήματα που πειραματίζονταν και με μια ανυπομονησία που ξεχείλιζε.
Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα και στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα σχηματίστηκαν οι Πελόμα Μποκιού, το συγκρότημα με το παράξενο όνομα που κουβαλούσε μέσα του τα αρχικά των μελών του. Εκεί γεννήθηκε ο θρύλος του «Γαρύφαλλου», ενός τραγουδιού που δεν έμεινε μόνο στη μουσική ιστορία αλλά έγινε σημείο αναφοράς για μια γενιά που διεκδικούσε διαφορετικούς ήχους και διαφορετικές εμπειρίες.
Ο Βλάσσης δεν έμοιαζε με κανέναν από τους τραγουδιστές της εποχής. Η φωνή του είχε χαρακτήρα, η παρουσία του ήταν ακατέργαστη δύναμη και κάθε εμφάνιση έμοιαζε με δήλωση ότι δεν προσαρμόζεται σε κανέναν κανόνα.
Η μουσική συνέχισε να αποτελεί για εκείνον σταθερό σημείο αναφοράς. Ακόμη και όταν η φήμη τον οδήγησε σε άλλες διαδρομές, η φωνή του κατέγραφε με τραγούδια τα πάθη και τις μεταμορφώσεις του. Από το «Μεταμορφώσεις» και το «Εμένα» μέχρι το «Η ζωή είναι μια τρύπα», από τη «Λολίτα το νυμφίδιο» μέχρι το «Αγαπάω», κάθε δίσκος και κάθε ερμηνεία ήταν αποτύπωση της δικής του ιδιοσυγκρασίας.
Τα ντουέτα του με την Αλέξια, τον Κώστα Τουρνά, τον Γιώργο Μαρίνο, έδειχναν την ευκολία με την οποία μπορούσε να συνδεθεί με διαφορετικούς καλλιτέχνες και να φέρει τη δική του χροιά στο έργο τους.
Ακόμη και οι διασκευές που τόλμησε, όπως το «Χειροκρότημα» ή ο «Γουίλι, ο μαύρος θερμαστής», είχαν το στίγμα του, γιατί πολύ απλά τις ερμήνευε σαν να ήταν δικές του εξομολογήσεις.
Η δεκαετία του ογδόντα τον βρίσκει στη θεατρική σκηνή, σε συνεργασία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην Εβίτα, στον ρόλο του Τσε Γκεβάρα.
Στην Εβίτα του 1981 ο Βλάσσης δεν ανέβηκε στη σκηνή σαν ένας ηθοποιός που μελετάει τον ρόλο του Τσε Γκεβάρα αλλά σαν ένας τύπος που πήρε τον χώρο και τον έκανε δικό του, με τον ίδιο αυθορμητισμό που έμπαινε σε τηλεοπτικό πλατό ή σε συναυλία. Δίπλα στην Αλίκη η χημεία δεν χρειαζόταν εξηγήσεις. Ήταν δύο φωνές που δεν ήξεραν να χαμηλώνουν και συγκρούονταν κάθε βράδυ μπροστά στο κοινό. Αυτό το μπλέξιμο σκηνής και ζωής δεν ήταν παράξενο για εκείνον, ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε να υπάρξει, και έτσι η συνεργασία τους κατέληξε να γράψει κεφάλαιο στον μύθο και των δύο.
Έρωτας για θέατρο και τηλεόραση
Από τον «Αγαπητικό της Δημητρούλας» έως πιο σατιρικά και ανατρεπτικά έργα, η θεατρική παρουσία του δεν έμοιαζε με την παραδοσιακή του ηθοποιού που επιδιώκει να κρυφτεί πίσω από τον ρόλο. Ο Βλάσσης κουβαλούσε τον εαυτό του στη σκηνή και τον έκανε κομμάτι της παράστασης, με αποτέλεσμα οι θεατές να βλέπουν και τον χαρακτήρα και τον ίδιο μαζί, σαν ένα σώμα που αλλάζει μορφές χωρίς να χάνει την ταυτότητά του.
Η τηλεόραση τον υποδέχθηκε τη δεκαετία του ενενήντα και εκεί άφησε αποτύπωμα αξεπέραστο. Στη θρυλική σειρά Οι Απαράδεκτοι ο Βλάσσης μετέφερε την ίδια του την προσωπικότητα στην οθόνη.
Ο τρόπος που μιλούσε, οι κινήσεις του, η αμεσότητα, το χιούμορ του, δημιούργησαν μια φιγούρα που οι θεατές αναγνώριζαν ως δικό τους άνθρωπο. Δεν υπήρχε απόσταση ανάμεσα στον ηθοποιό και στο κοινό. Η δημοφιλία του έγινε τεράστια και καθιέρωσε τη σειρά ως σταθμό της ελληνικής τηλεόρασης.
Παράλληλα, τα τηλεπαιχνίδια που παρουσίασε έδειξαν μια άλλη πλευρά του. Ο ροκάς Μπονάτσος δεν ήταν οικοδεσπότης με την τυπική έννοια. Στα «Με το κλειδί στο χέρι», στις «Κόντρες», στα «Άλλα Κόλπα», στο «Με φόρα» και στο «Πάμε γι’ άλλα» αναποδογύριζε τη ροή, έστηνε φάρσες που γίνονταν viral πριν υπάρξει το ίντερνετ, πετούσε ατάκες που έμεναν στη γλώσσα των τηλεθεατών και έκανε το πλατό να μοιάζει περισσότερο με χαοτική παρέα παρά με τηλεοπτικό στούντιο.
Οι φράσεις του, «φύγε συ, έλα συ» ή «φοβερό, τρομερό, πάρα πολύ ωραίο», δεν ήταν σλόγκαν που γράφτηκαν εκ των υστέρων, αλλά αυθόρμητες εκρήξεις που αποτυπώθηκαν στο συλλογικό λεξιλόγιο.
Πίσω από τα φώτα υπήρχε ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις
Η δημόσια εικόνα του ήταν πληθωρική, γεμάτη αυτοπεποίθηση και χιούμορ, η προσωπική του ζωή όμως έκρυβε τρυφερότητα και ανάγκη για σταθερότητα.
Ο γάμος του με τη Μάρθα Κουτουμάνου το 1996 και η γέννηση της κόρης τους Ζένιας το 1997 έδειξαν μια πλευρά του που δεν ήταν συνηθισμένη να προβάλλεται. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά μιλούν για έναν τρυφερό πατέρα, για έναν άνθρωπο που αγαπούσε βαθιά τους φίλους του και που είχε πάντοτε την ανάγκη να μοιράζεται.
Στην ίδια του τη ζωή όμως δεν έλειψαν οι υπερβολές, οι εξαρτήσεις, οι καταχρήσεις που συσσώρευαν βάρος και έδειχναν την αδυναμία του να βάλει όρια. Το πάθος με το οποίο ζούσε κάθε στιγμή είχε συνέπειες που έγιναν ορατές με τον πιο σκληρό τρόπο.
Η 14η Οκτωβρίου 2004 ήταν η ημέρα που η ζωή του σταμάτησε
Μόλις πενήντα τεσσάρων ετών, πέθανε από αποφρακτική οιδηματώδη λαρυγγίτιδα, επιπλοκή του κληρονομικού αγγειοοιδήματος από το οποίο έπασχε. Η απώλειά του σόκαρε την Ελλάδα, γιατί δεν ήταν μόνο η ηλικία που έκανε τον θάνατό του πρόωρο, αλλά και το γεγονός ότι ο Βλάσσης είχε συνδεθεί με την έννοια της ίδιας της ζωής, με τη χαρά, με την αίσθηση ότι τίποτα δεν είναι στατικό.
Η κηδεία του στο Α’ Νεκροταφείο με δημόσια δαπάνη υπήρξε μαρτυρία της συλλογικής συγκίνησης.
21 χρόνια μετά, ο Μπονάτσος παραμένει σημείο αναφοράς για την ελληνική ποπ κουλτούρα επειδή -προφανώς- υπήρξε φορέας μιας στάσης ζωής που δεν συναντάται συχνά.
Ο Βλάσσης δεν θα δεχόταν ποτέ επέτειο θανάτου με βαρύγδουπες λέξεις και επιμνημόσυνες αναφορές. Ο Βλάσσης πιθανότατα θα έκανε φάρσα στην ίδια του την κηδεία ή στο μνημόσυνό του, θα ξεφούρνιζε μια ατάκα που θα έσπαγε την αμηχανία, θα έβαζε τους πάντες να γελάνε ακόμη και την πιο ακατάλληλη στιγμή. Και σίγουρα, από κάπου κοιτάει αυτή τη στιγμή, κάνοντας το χαρακτηριστικό του νεύμα, κλείνοντας το μάτι και λέγοντας με εκείνη τη χαρακτηριστική φωνή: «φοβερό, τρομερό, πάρα πολύ ωραίο».
