Η Άννα Κυριακού έφυγε από τη ζωή στα 96 της: Γιατί η θρυλική Μπεμπέκα ήταν η cool θεία της νεολαίας
Και ο θεός έπλασε τη Μπεμπέκα - Τρεις Χάριτες - Επεισόδιο 49: Η Άννα Κυριακού δεν ήταν μόνο η Μπεμπέκα από τις Τρεις Χάριτες, αλλά και η θεία Μάρω που μπήκε σε κάθε σπίτι και έμεινε στην καρδιά όλων. Η έξω καρδιά cool θεία που όλη η νεολαία ήθελε να κάθεται μαζί, ήταν ταυτόχρονα μια κωμική φιγούρα, μια οικογενειακή υπενθύμιση, μια κοινωνική αλληγορία και ένα σχόλιο πάνω στις γυναίκες που δεν χώρεσαν ποτέ σε καλούπια, αλλά κινούνταν στο περιθώριο με την ίδια άνεση που άλλοι πατούν στη σκηνή.
Έφυγε από τη ζωή η αγαπημένη ηθοποιός Άννα Κυριακού σε ηλικία 96 ετών.
Την είδηση έκανε γνωστή ο πρόεδρος του ΣΕΗ, Σπύρος Μπιμπίλας, με ανάρτησή του στα social media:
«Ένα αντίο γεμάτο αγάπη στη λατρεμένη μας Άννα Κυριακού, που έφυγε σήμερα το πρωί από τη ζωή, στα 95 της χρόνια. Ένας τόσο ζεστός, χαρισματικός και ταλαντούχος άνθρωπος της τέχνης μας, που κόσμησε με την παρουσία του το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση για περισσότερα από 70 χρόνια. Η θρυλική θεία Μπεμπέκα των Τριών Χαρίτων, που αγαπήθηκε από το κοινό και η τελευταία επιζώσα από τις θρυλικές ταινίες του σπουδαίου Βασίλη Λογοθετίδη. Θα την έχουμε πάντα στην καρδιά μας όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου και το κοινό. Πρόσφατα ολοκλήρωσε και το βιβλίο της ζωής της. Θα την αποχαιρετήσουμε την Τετάρτη 15 Οκτωβρίου, στο Α’ Κοιμητήριο της Αθήνας, στις 11 το πρωί. Θερμά συλλυπητήρια στον φίλο μας, τον αγαπημένο της γιο Χρήστο».
Πέρα από την καλλιτεχνική της πορεία, η Άννα Κυριακού υπήρξε και μια γυναίκα που έζησε με συνέπεια, συντροφικότητα και αρχοντιά. Το 1949 γράφτηκε στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και λίγο αργότερα παντρεύτηκε τον γνωστό αρχιτέκτονα του μοντερνισμού Μαργαρίτη Αποστολίδη, με τον οποίο μοιράστηκε μια ζωή δημιουργίας και πνευματικού διαλόγου.
Μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον πολιτικό μηχανικό Χρήστο Αποστολίδη, που ακολούθησε τον δικό του δρόμο στη γνώση και την έρευνα, φτάνοντας το 2009 να αναλάβει την προεδρία της Ελληνικής Μένσα. Μέσα από αυτόν τον δεσμό βλέπει κανείς την Άννα Κυριακού όχι μόνο ως ηθοποιό αλλά και ως μητέρα και σύντροφο, που άφησε το δικό της ίχνος σε μια οικογένεια όπου η τέχνη, η σκέψη και η δημιουργία συνάντησαν την καθημερινότητα.
Πριν από περίπου έντεκα μήνες, η ηθοποιός είχε νοσηλευθεί σε κλινική, όπως είχε αποκαλύψει τότε δημοσίευμα της Espresso. Στην εκπομπή «Super Κατερίνα» είχε μιλήσει ο γιος της αγαπημένης ηθοποιού, δίνοντας μια εικόνα για την κατάσταση της υγείας της.
«Η κατάστασή της είναι σταθερή και βαίνει προς το καλό. Είναι πολύ καλύτερα κι έχει καρδιακή ανεπάρκεια. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας της οι θεράποντες γιατροί είπανε ότι πρέπει να πάει στο νοσοκομείο και να κάνει κάποιες εξετάσεις και να βοηθηθεί περισσότερο με την αγωγή της. Δεν είναι κάτι το ανησυχητικό. Είναι σε καλή διάθεση και περιμένει να τελειώσουν όλα αυτά και να επιστρέψει στο σπίτι της. Μιλήσαμε κι έχει πλήρη διαύγεια. Δεν έχει κάποια υποστήριξη. Απλά είναι προβλήματα καρδιακά κι αγγειακά. Πιστεύουμε ότι θα βγει σε καμία δεκαριά ημέρες», είχε δηλώσει τότε ο Χρήστος Αποστολίδης.
Και ο θεός έπλασε τη Μπεμπέκα - Τρεις Χάριτες - Επεισόδιο 49
Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για μια φιγούρα που δεν ανήκε πια σε μία ηθοποιό, αλλά σε μια συλλογική μνήμη.
Για την ιστορία, υπήρχε μάλιστα και ολόκληρο επεισόδιο στην iconic σειρά του Mega με τίτλο «Και ο Θεός έπλασε την Μπεμπέκα», αφιερωμένο αποκλειστικά στη θρυλική θεία, επιβεβαιώνοντας πως ο χαρακτήρας της είχε ξεπεράσει τα όρια του δευτερεύοντος ρόλου και είχε μετατραπεί σε κεντρικό σημείο αναφοράς της σειράς.
Γεννημένη στις 17 Ιανουαρίου του 1929 και παρούσα σε σκηνή, οθόνη και σαλόνι για περισσότερες από επτά δεκαετίες, υπήρξε μια από εκείνες τις σπάνιες μορφές που κατάφεραν να διαπεράσουν τα όρια της τέχνης και να μπουν αθόρυβα μέσα στα σπίτια όλων, με την απλότητα και την ειρωνεία μιας θείας που ποτέ δεν έπαιξε τον ρόλο της ζωής της, αλλά τον έζησε.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, καθώς και στη Σχολή Σαρλ Ντιλέν (Charles Dullin) στο Παρίσι (1954-1956).
Η Μπεμπέκα, η έξω καρδιά θεία από τις «Τρεις Χάριτες», ήταν ταυτόχρονα μια κωμική φιγούρα, μια οικογενειακή υπενθύμιση, μια κοινωνική αλληγορία και ένα σχόλιο πάνω στις γυναίκες που δεν χώρεσαν ποτέ σε καλούπια, αλλά κινούνταν στο περιθώριο με την ίδια άνεση που άλλοι πατούν στη σκηνή.
Η σπουδαία ηθοποιός είχε ήδη προλάβει να γράψει ιστορία πολύ πριν το τηλεοπτικό της απογείωμα
Από το ντεμπούτο της στο Ρεξ δίπλα στη Μαρίκα Κοτοπούλη, τις ταινίες με τον Λογοθετίδη και την ακαταμάχητη παρουσία της στις κομεντί του '50 και του '60, μέχρι το εμβληματικό πέρασμα στη μικρή οθόνη, η καριέρα της αποτυπώνει μια ολόκληρη τοιχογραφία της ελληνικής τέχνης, όπου οι γυναίκες έπρεπε να είναι κομψές, δυνατές και ταυτόχρονα να κρύβουν τις ρωγμές τους με χαμόγελο.
Πέρα από την εντυπωσιακή της τηλεοπτική και θεατρική διαδρομή, άφησε ισχυρό αποτύπωμα και σε άλλα πεδία της τέχνης. Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε σε δεκάδες ταινίες, από τον «Μεθύστακα» του 1950 και τα «Τέσσερα σκαλοπάτια» του 1951, μέχρι τον «Ζητείται ψεύτης» του 1961, τον «Αλέξη Ζορμπά» του 1964 και τον «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» το 1971, ενώ δεν δίστασε να επανεμφανιστεί δυναμικά και στις νεότερες παραγωγές, όπως το «Safe Sex» (1999), «Το κλάμα βγήκε απ’ τον παράδεισο» (2001) και το «Οξυγόνο» (2003). Παράλληλα, υπήρξε από τις πιο αγαπημένες φωνές στο ραδιόφωνο, μέσα από τις εκπομπές «Το θέατρο στο ραδιόφωνο» και «Το θέατρο της Δευτέρας», που σύστησαν στο ευρύ κοινό έργα μεγάλων δημιουργών σε εποχές όπου το ραδιόφωνο λειτουργούσε σαν οικιακή σκηνή. Έτσι, η καριέρα της δεν περιορίστηκε μόνο στις σκηνές και στις κάμερες, αλλά απλώθηκε σε κάθε μέσο που μπορούσε να μεταφέρει την τέχνη της στο κοινό, επιβεβαιώνοντας την πολύπλευρη φύση και τη διαχρονικότητα της παρουσίας της.
Στον ρόλο της θείας Μπεμπέκας, δεν χρειάστηκε να κρύψει τίποτα
Έγινε η ίδια μια ρωγμή στο οικογενειακό σύστημα, μια παρουσία που δεν όριζαν οι οικογενειακοί δεσμοί αλλά η διάθεση να είναι ό, τι πιο cool σε θεία έχουμε δει στην ελληνική τηλεόραση.
Κι ακριβώς για αυτόν τον λόγο, χρόνια αργότερα, ο Χάρης Ρώμας θα τη φέρει ξανά στη μικρή οθόνη ως θεία Μάρω της Ελένης στο «Κωνσταντίνου και Ελένης», αναγνωρίζοντας πως η Κυριακού είχε πλέον συνδεθεί οριστικά στη συνείδηση του κοινού με την ιδανική εικόνα της τηλεοπτικής θείας, εκείνης που με ένα μόνο βλέμμα μπορεί να ενώσει το χιούμορ με την τρυφερότητα και το οικείο με το εμβληματικό.
Και κάπως έτσι, η Μπεμπέκα έγινε θεία όλων μας
Γιατί αυτή η αγαπημένη θεία στην ελληνική οικογένεια δεν είναι μόνο συγγενής αλλά και εκείνη η γυναίκα που γεφυρώνει γενιές, που φέρνει τα γλυκά κους κους -και όχι τα κουτσομπολιά στο τραπέζι, αλλά και τις λύσεις όταν οι κρίσεις χτυπούν την πόρτα, που ξέρει τα μυστικά και τα ξεφουρνίζει όταν η σιωπή βαραίνει, που δίνει στην αγάπη μια διάσταση πιο ελεύθερη, πιο αστεία, πιο τρυφερή.
Στο βλέμμα της Άννας Κυριακού κατοίκησαν όλες οι θείες της Ελλάδας, από τις αυστηρές μέχρι τις απείθαρχες, και μαζί τους μια εποχή που έβρισκε καταφύγιο στις τηλεοπτικές κωμωδίες για να αντέξει την καθημερινότητα.
Στο αποτύπωμά της δεν θα δούμε μόνο τη Μπεμπέκα, αλλά μια γυναίκα που κουβαλούσε την αντίφαση σαν δεύτερο δέρμα. Κομψή και λαϊκή, παραδοσιακή και προοδευτική, αυστηρή και τρυφερή, η Μπεμπέκα δεν ήταν μόνο ρόλος αλλά και η επιβεβαίωση ότι η τέχνη βρίσκει τρόπους να επιβιώνει μέσα σε καθημερινές φωνές.
Η Άννα Κυριακού, εκτός από σπουδαία καλλιτέχνις, κουβαλούσε και το βάρος μιας γενιάς που μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο και στην πείνα
Η προσωπική της ζωή συνδέθηκε με τον αρχιτέκτονα Μαργαρίτη Αποστολίδη, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, όμως οι δικές της αφηγήσεις δεν περιορίστηκαν ποτέ σε οικογενειακές αναμνήσεις. Είχαν πάντα τη βαρύτητα μιας μαρτυρίας για την Ιστορία. Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της είχε πει:
«Κάποτε ήμουν ενεργό μέλος της κοινωνίας και του θεάτρου. Πλέον αποτραβήχτηκα απ’ όλους. Το μόνο που με ενδιαφέρει αυτό το διάστημα είναι να ολοκληρώσω το βιβλίο μου για τον πόλεμο και το Έπος του ’40. Γιατί εγώ είμαι παιδί του πολέμου. Κι αν σήμερα όλοι μιλούν για σύγχρονο πόλεμο, μάλλον δεν έχουν νιώσει στο πετσί τους τι σημαίνει πραγματικός πόλεμος. Να βλέπεις τους γείτονές σου να πεθαίνουν από λιμό, να περπατάς μέσα στα πτώματα, να προσπαθείς να πάρεις ένα κομμάτι ψωμί για να ζήσεις».
Και σε άλλη στιγμή, ανατρέχοντας στα παιδικά της χρόνια, είχε εξομολογηθεί με τον ίδιο απογυμνωμένο λόγο:
«Εγώ έζησα πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο… Είχαμε δεκαπέντε ημέρες να φάμε. Έχω μαρτυρίες. Ήμουν δέκα χρόνων στην πρώτη σειρήνα. Έχω περάσει πολλά. Δύο δικτατορίες».
