Σκέψου πως ο Λειβαδίτης έλεγε «Τὰ πιὸ ὡραῖα ποιήματα δὲ θὰ γραφτοῦν ποτέ»: 37 χρόνια χωρίς εκείνον
Η νεότερη γενιά τον ανακαλύπτει ξανά μέσα από στίχους που γίνονται share στα social, χωρίς να έχει ζήσει ούτε την εποχή του ούτε τους αγώνες του, κι όμως βρίσκει σε αυτούς μια καθαρή ιδέα για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ο Λειβαδίτης έγραφε ενώ γύρω του κατέρρεαν σώματα και ιδέες, μα συνέχιζε να πιστεύει πως η αγάπη είναι η μόνη επανάσταση που νικά. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν έκανε πίσω, υπέγραψε μόνο μια άγραφη συμφωνία με την αλήθεια, κι έτσι ο κόσμος του δεν γνώρισε ποτέ διαχωρισμούς, γιατί ο αγωνιστής και ο ερωτευμένος υπήρξαν πάντα το ίδιο πρόσωπο. Στίχοι του σπουδαίου ποιητή για να διαβάσεις σήμερα με αφορμή την επέτειο θανάτου του.
«Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.
Θά ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου,
αγάπη μου, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω,
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…».
37 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα χωρίς τον Τάσο Λειβαδίτη και η φωνή του μοιάζει να επιβιώνει μέσα στη σιωπή που ο ίδιος προφήτεψε. Η ποίησή του συνεχίζει να κυκλοφορεί ανάμεσα σε γενιές που δεν έζησαν ούτε την Αντίσταση ούτε τη Μακρόνησο, που δεν άκουσαν ποτέ από κοντά τον παλμό μιας πορείας ή τη σιωπή μιας εξορίας, κι όμως αναγνωρίζουν σ’ εκείνον την αλήθεια που λείπει σήμερα από κάθε δημόσιο λόγο. Ο Λειβαδίτης δεν έγραψε για την επανάσταση σαν πολιτικό γεγονός ούτε για τον έρωτα σαν προσωπικό βίωμα.
Έγραψε για τη ζωή σαν ένα ατέλειωτο πεδίο μάχης ανάμεσα στην απώλεια και την ελπίδα.
Γεννημένος στην Αθήνα στις 20 Απριλίου του 1922, το βράδυ της Ανάστασης, κουβαλούσε από το πρώτο δευτερόλεπτο της ζωής του, το δίπολο φως και σκοτάδι που θα χαρακτήριζε όλο το έργο του. Σπούδασε στη Νομική Σχολή, μα γρήγορα εγκατέλειψε τον νόμο των ανθρώπων για τον άγραφο νόμο των λέξεων. Κατά την Κατοχή υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Τότε ο έρωτας και η επανάσταση έγιναν ταυτόσημα στη συνείδησή του. Δεν υπήρχε τρόπος να σωθεί η γλώσσα αν δεν σωζόταν πρώτα ο άνθρωπος. Κι εκείνος πάλευε και για τα δύο.
Οι εξορίες του -Μούδρος, Μακρόνησος, Αη Στράτης- δεν έγιναν ποτέ σταθμοί μαρτυρίου αλλά σχολείο αντοχής. Εκεί έγραψε τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και το «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Έγραφε ενώ γύρω του κατέρρεαν σώματα και ιδέες, κι όμως συνέχιζε να πιστεύει πως η αγάπη είναι η μόνη επανάσταση που νικά. Δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας, μονάχα το συμβόλαιο του ποιητή με την ανθρώπινη μοίρα. Από τότε, ο κόσμος του Λειβαδίτη δεν είχε πια διαχωρισμούς. Ήταν ξεκάθαρο πως ο αγωνιστής και ο ερωτευμένος ήταν το ίδιο πρόσωπο.
Αν δεν έχεις ερωτευτεί με Τάσο Λειβαδίτη τότε ίσως δεν ξέρεις «εκείνον» τον επαναστατικό έρωτα
Το 1952 εκδίδει την πρώτη του ποιητική σύνθεση. Από εκεί ξεκινά μια διαδρομή που θα διαρκέσει ως τον θάνατό του το 1988. «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο», «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια», «Βιολί για μονόχειρα», «Εγχειρίδιο ευθανασίας». Κάθε συλλογή κι ένας διαφορετικός τρόπος να σταθεί ο άνθρωπος απέναντι στο άπειρο. Για τον Λειβαδίτη η ποίηση δεν ήταν προνόμιο των ευαίσθητων, ήταν το καθήκον των ζωντανών. Γι’ αυτό και ο λόγος του έγινε ταυτόχρονα μαλακός και αιχμηρός, τρυφερός και πολιτικός, με μια μουσικότητα που μπορούσε να γίνει τραγούδι χωρίς να χάσει το φιλοσοφικό του βάθος.
Η συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους κορυφαίους συνθέτες δεν ήταν απλώς μελοποίηση, αλλά διάλογος ανάμεσα στη λέξη και τη μουσική. Μέσα από αυτά τα τραγούδια, ο Λειβαδίτης πέρασε από τη σελίδα στη συλλογική μνήμη. Έγινε ο ποιητής που τον τραγουδούν άνθρωποι που δεν διάβασαν ποτέ τα βιβλία του, μα ένιωσαν τη δόνηση της φωνής του. Το παράδοξο είναι πως ένας άνθρωπος τόσο συνδεδεμένος με την Ιστορία κατόρθωσε να γίνει υπεριστορικός. Η ποίησή του δεν γέρασε, γιατί δεν περιέγραψε γεγονότα αλλά καταστάσεις ψυχής.
Στην «Καντάτα», στο «Βιολί για μονόχειρα» και στο «Εγχειρίδιο ευθανασίας» η ποίησή του φτάνει στην πιο εσωτερική της στιγμή, εκεί όπου ο θάνατος παύει να είναι τέλος και γίνεται συνομιλία, ο χρόνος αποκτά υφή και μνήμη, κι ο έρωτας μεταμορφώνεται σε τρόπο κατανόησης του κόσμου. Στα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου» η φωνή του μοιάζει να επιστρέφει στον εαυτό της, στο πρώτο φως που την γέννησε, με μια ηρεμία που μοιάζει με λύτρωση. Στο σύμπαν του, κάθε τέλος ανοίγει μια συνέχεια που δεν χρειάζεται εξήγηση.
Ο Λειβαδίτης πίστευε βαθιά πως ο άνθρωπος είναι προορισμένος να υπερβαίνει τον εαυτό του
Η πίστη του δεν ήταν θρησκευτική αλλά οντολογική. Γι’ αυτό και μιλούσε με τέτοια ένταση για τη φθαρτότητα. Όχι για να τη φοβηθεί, αλλά για να την εξανθρωπίσει.
Ο πόνος, η απώλεια, ο έρωτας, η μοναξιά, όλα όσα οι άλλοι ποιητές εξιδανίκευαν, εκείνος τα τοποθετούσε στο κέντρο της καθημερινής ζωής. Έβλεπε στην αδυναμία του ανθρώπου το μόνο του μεγαλείο. Ο έρωτας για τον Λειβαδίτη δεν ήταν λυτρωτικός ούτε καταστροφικός αλλά η έσχατη απόδειξη ότι υπάρχουμε.
Γι’ αυτό και οι στίχοι του επιβιώνουν σήμερα στα κοινωνικά δίκτυα με τρόπο που ο ίδιος δεν θα φανταζόταν. Νέοι άνθρωποι αντιγράφουν αποσπάσματα, συνοδεύουν φωτογραφίες με λόγια του, χρησιμοποιούν τις φράσεις του για να περιγράψουν έρωτες, απώλειες, ψυχικές διαδρομές. Ο ποιητής που δεν πρόλαβε να ζήσει στην εποχή του διαδικτύου έγινε ο πιο ψηφιακά παρών απ’ όλους. Είναι σαν η γενιά που ψάχνει στο χάος της πληροφορίας μια φράση που να αντέχει, να βρήκε τον ποιητή της.
Σαν σήμερα πεθαίνει ο σπουδαίος ποιητής
Ο Λειβαδίτης έφυγε στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, ύστερα από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Την εποχή εκείνη η χώρα άλλαζε, η ποίηση υποχωρούσε από το προσκήνιο, κι όμως η απώλειά του βύθισε τη γλώσσα σ’ ένα πένθος που δεν τελείωσε ποτέ. Ο θάνατός του δεν σηματοδότησε το τέλος ενός ποιητή, αλλά το τέλος μιας εποχής όπου οι λέξεις μπορούσαν να κουβαλήσουν την ελπίδα ενός ολόκληρου λαού.
«Συγχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω»: 37 χρόνια χωρίς τον Τάσο Λειβαδίτη
Κι όμως, τριάντα επτά χρόνια μετά, δεν μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν, γιατί καμία εποχή δεν κατάφερε να τον χωρέσει ούτε να εξαντλήσει το εύρος της φωνής του, μιας φωνής που εξακολουθεί να πάλλεται μέσα στη γλώσσα σαν μνήμη και σαν υπόσχεση, σαν ένα κομμάτι του ανθρώπινου χρόνου που αντιστέκεται στη φθορά. Σε έναν κόσμο όπου η ταχύτητα έχει γίνει συνώνυμο του κενού, η ποίησή του υψώνεται σαν σιωπηλή πράξη αντίστασης, θυμίζοντας πως η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται στην εικόνα αλλά στο νόημα, κι εκεί όπου όλα διαλύονται σε θόρυβο, εκείνος εξακολουθεί να μιλά με τη δύναμη της σιωπής.
Ο ίδιος γνώριζε πως τα ποιήματα που σώζουν τον κόσμο είναι εκείνα που δεν γράφονται ποτέ. Τα πιο ωραία ποιήματα δεν έχουν λέξεις, γιατί είναι ήδη πράξεις. Είναι η μητέρα που περιμένει το παιδί της από την εξορία, ο σύντροφος που επιστρέφει, ο άνθρωπος που επιμένει να ελπίζει. Ο Λειβαδίτης δεν τα έγραψε όλα, γιατί ίσως ήξερε πως η πραγματική ποίηση που εκπροσωπούσε δεν ολοκληρώνεται αλλά συνεχίζεται μέσα στους ανθρώπους που τη διαβάζουν.
Γι’ αυτό και τα πιο ωραία ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ
Διότι ίσως γράφονται κάθε μέρα αλλιώς, σε άλλες εποχές, με άλλες φωνές, από εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν πως ο έρωτας και η επανάσταση είναι η ίδια λέξη. Ο Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε ο ποιητής αυτής ακριβώς της πίστης. Ότι όσο υπάρχει άνθρωπος που αγαπά, υπάρχει ποίηση. Και πως ό,τι δεν προλαβαίνουμε να πούμε, ίσως είναι αυτό που μας κρατά ζωντανούς.
Τάσος Λειβαδίτης - Ποιήματα
(1921-1988) ποιητὴς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Συγχώρα με, αγάπη μου
Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου…
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια
αν ολάκερη έχεις δοθεί…
Όλα μπορούσανε να γίνουνε
στον κόσμο αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες…
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωη μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
αγαπημένη μου…
Μα και τι να πει κανείς…
Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός
και τα μάτια σου τόσο μεγάλα..
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου
έζησα όλη τη ζωή…
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα
και τότε όλα τα βράδια
κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας…
Θάθελα να φωνάξω τ’ονομά σου,αγάπη,
μ’ όλη μου τη δύναμη…
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
καμιά ελπίδα να μη πεθάνει…
Θε μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο
μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων
Συχώρα με, αγάπη μου,
που ζούσα πριν να σε γνωρίσω…
Μισώ τα μάτια μου,
που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου..
Θα σ’ ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής
σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό,
που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
σ’ενα σπίτι που’ πιασε φωτιά,
α, για να γεννηθείς εσύ
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι αυτό έγινε ο κόσμος…
Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις,
κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο..
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,
είμαστε κιόλας νεκροί…
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό
έξω απ’ την πόρτα σου,
εσύ θα ξέρεις,
πως πέθανε σφαγμένος
απ’ τα μαχαίρια του φιλιού,
που ονειρευότανε για σένα…
Ποδοπάτησε με,
να έχω τουλάχιστον την ευτυχία
να μ’αγγίζεις…
Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας
V
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ᾿ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.
IV
Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
Σὲ περιμένω παντοῦ
Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!
Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει
Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…
Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…
Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια
Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;
Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…
Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…
Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…
Ὁ ἐπίλογος
Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν
κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,
……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπομεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες ζοῦμε
καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ. Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος
σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),
……ἢ κάποιον ποὺ ντύνεται γυναῖκα γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ —
μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο
……ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,
……ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸ σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.
Τάσος Λειβαδίτης, Ὁ ἐπίλογος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Ἐκκρεμότητες, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 362
Καντάτα
Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της. Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
— ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.
Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της.
Ἐκμυστήρευση
Κι μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνορα
μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ
……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.
Τάσος Λειβαδίτης, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὰ χειρόγραφά του φθινοπώρου (1990)
Ἐπιστροφὴ ἀπ᾿ τὸ φαρμακεῖο
Συνέβη χωρὶς ποτὲ νὰ καταλάβω πῶς — ἡ μητέρα εἶχε πονοκέφαλο,
……θυμᾶμαι, καὶ μ᾿ ἔστειλαν στὸ φαρμακεῖο,
στὸ γυρισμό, εἶναι ἡ ἀλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα ἕναν γέρο,
……τρόμαξα μὲ μιὰ πέτρα δύο πουλιὰ
κι ὥσπου νὰ στρίψω πάλι τὸ δρόμο
οὔτε σπίτι, οὔτε νεότητα πιά.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἐπιστροφὴ ἀπ᾿ τὸ φαρμακεῖο (Coming home from the Pharmacy), ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 302
Τὸ δεῖπνο
……..Ἄντρες μὲ μακριὲς λόγχες κρατοῦσαν ἀκόμα καὶ τὴν ἀναπνοὴ μᾶς μακριὰ ἀπ᾿ τὸ στρωμένο τραπέζι. Μὰ ἐκεῖνον, ποὺ τόλμησε καὶ προχώρησε, τὸν κάρφωσαν καὶ τὸν σήκωσαν ψηλά,
……..πάνω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς συνδαιτυμόνες.
Τάσος Λειβαδίτης, Τὸ δεῖπνο, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 35
Ταξίδι
Στὴ Λοῦλα, ποὺ δὲ θὰ τὸ διαβάσει
……Ζοῦσε τὴν τελευταία του ὥρα. Στὸ σταθμό, νύχτα, περίμενε τὸ τρένο, ποὺ θὰ ᾿πέφτε μπροστά του νὰ τελειώνει. Ἄξαφνα, ἀπὸ μιὰ παλιὰ ξεχασμένη παρόρμηση ἀνέβηκε στὴ γραμμὴ νὰ περπατήσει, ὅπως ἄλλοτε, ποὺ ἦταν ἕνα αἰώνιο παιδί. Τότε, μ᾿ ἔκπληξη, εἶδε τὴ μικρὴ πεθαμένη ἐξαδέλφη νὰ περπατάει στὴν ἄλλη γραμμή, ἀπλώνοντας τοῦ τὸ χέρι, γιὰ νὰ κρατηθοῦν, πιὸ στέρεα, πάνω ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο.
……Περπάτησαν ὥρα, χαμογελώντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, κι ὅταν πέρασε τυφλὸ τὸ τρένο, βουίζοντας, τὰ δύο παιδιὰ χειροπιασμένα συνέχιζαν νὰ προχωρᾶνε πάνω στὶς ρᾶγες,
……ἐνῷ τὸ πτῶμα ἑνὸς ἄντρα κείτονταν πιὸ ἐκεῖ.
Τάσος Λειβαδίτης, Ταξίδι, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 34
Περιπέτεια
……Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό, ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔβγαζε ἀπ᾿ τὴν ψυχή της καὶ τὰ κάρφωνε στὸ ἀστεῖο καπέλο τῆς — εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τὶς νύχτες ἡ παλιὰ ντουλάπα ἀνοίγει μόνη της καὶ βγαίνει ἡ λαιμητόμος, ἐγὼ παλεύω μαζί της, παίρνω τὸν μπαλντὰ καὶ τὴν κάνω κομμάτια, ὕστερα καταπίνω τὶς σανίδες γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν, πολλοὶ ναυαγοὶ σώθηκαν ἔτσι.
……Χρόνια ἔζησα τρέμοντας τὶς πόρτες, ὥσπου μάζεψα τὰ χαρτιά μου, τὶς τύψεις μου κι ἔφυγα. Μὰ στὸν πρῶτο σταθμὸ εἶδα πάλι ἐκεῖνο τὸ παιδικὸ φτερὸ καὶ κατέβηκα.
……Ἀπὸ τότε ἔμεινα γιὰ πάντα στὴν Κόλαση.
Τάσος Λειβαδίτης, Περιπέτεια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 30
Γυμνὰ χέρια
……Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια
……καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο,
……ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.
Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80
Γυμνὰ χέρια
……Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια
……καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο,
……ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.
Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80
Περιμένοντας τὸ βράδυ
Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μας – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.
Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση
Ἄ, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα,
ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.
Ὁ μουσικὸς
……Συχνὰ τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἔφτανα σὲ μιὰ ἄλλη πόλη, δὲν ὑπῆρχε παρὰ μόνο ἕνας γέρος, ποὺ ὀνειρευόταν κάποτε νὰ γίνει μουσικός, καὶ τώρα καθόταν μισόγυμνος μὲς στὴ βροχὴ – μὲ τὸ σακάκι τοῦ εἶχε σκεπάσει πάνω στὰ γόνατα τοῦ ἕνα παλιό, φανταστικὸ βιολί, «τὸ ἀκοῦς;» μοῦ λέει, «ναί, τοῦ λέω, πάντα τὸ ἄκουγα»,
……ἐνῷ στὸ βάθος τοῦ δρόμου τὸ ἄγαλμα διηγόταν στὰ πουλιὰ τὸ ἀληθινὸ ταξίδι.
Τάσος Λειβαδίτης, Ὁ μουσικός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 40
Βιβλικὸ τοπίο Β´
……Βάρβαρες φυλὲς μὲ μεγάλα πέλματα ἀνασκαψαν τὴν πατρικὴ γῆ καὶ μόνο ἕνα χάνι ἐρειπωμένο ἔστεκε ἀκόμα πλάι στὸ δρόμο, ὅπου ἄφηναν τὶς ψεῖρες τοὺς οἱ περαστικοί,
……σὰν τὸν ποιητὴ στὸ ἔλεος ὅλου του κόσμου.
Τάσος Λειβαδίτης, Βιβλικὸ τοπίο Β´, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 28
Συμφωνία ἄρ. 1
Ὕστερα εἴδαμε πὼς δὲν ἤτανε πρόσωπα
μὰ οἱ σιωπηλὲς χειρονομίες τοῦ ἡλιοβασιλέματος…
σὰν ἕνας θεὸς ποὺ τὸν ξέχασαν κι ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου
καλοῦσε βοήθεια.
Ὁ οὐρανὸς ἀμίλητος καὶ σταχτὺς
τὸ ἴδιο ἀδιάφορος καὶ γιὰ τοὺς νικητὲς καὶ γιὰ τοὺς νικημένους.
Εἶδες ποτέ σου μὲς στὰ μάτια τῶν νικημένων στρατιώτων
τὴν πικρὴ θέληση νὰ ζήσουν!
Ἡ δυστυχία σὲ κάνει πάντα νὰ ἀναβάλεις – ἔφυγε ἡ ζωή.
οἱ φίλοι εἶχαν χαθεῖ
κι οἱ ἐχθροὶ ἦταν μικρόψυχοι γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τρέφεσαι ἀπ᾿ τὸ μῖσος σου…
…καὶ τὰ μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικὰ
ἀπὸ τοὺς παλιοὺς λησμονημένους θεοὺς καὶ τὶς παντοδύναμες
παιδικὲς εὐπιστίες…
Πάνω στὰ ὑγρὰ τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν τὸ γέλιο
τῶν ἀγέννητων παιδιῶν…
καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.
Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.
Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.
Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα…
Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς
ὀχετούς.
Ά, ἐσὺ δὲν εἶδες ποτὲ τὸ ἴδιο τὸ χέρι σου νὰ σὲ σημαδεύει ἀλύπητα
ἀπ᾿ τὸ βάθος τῶν περασμένων.
…Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο μιὰ παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων…
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου, ποὺ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω.
Μισῶ τὰ μάτια μου ποὺ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου…
Ἡ πλατεῖα θὰ μείνει ἔρημη
σὰ μιὰ ζωὴ ποὺ ὅλα τάδωσε, κι ὅταν ζήτησε κι αὐτὴ
λίγη ἐπιείκεια
τῆς τὴν ἀρνήθηκαν.
Χωρὶς ὄνειρα νὰ μᾶς ξεγελάσουνε καὶ δίχως φίλους πιὰ
νὰ μᾶς προδώσουν…
Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Ή
ἕνα θάνατο
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων…
[Ἀπόσπασματα]
Μυστικὴ πύλη
……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τὰ ἔπιπλα, καὶ στὸ βάθος ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἔκανε τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ μεγαλώσουν,
……ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ κατέβω, μὰ ἐμένα ἦταν ἡ μοῖρα μου νὰ περπατάω στὸ ταβάνι, μιὰ μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρὸς ἤμουν ἐγώ.
……Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τὴ μυστικὴ ὑπόγεια πύλη.
Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 21
Ποῦ εἶσαι
Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε
ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε; ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…
«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε
Ζευγάρια ἀγκαλιασμένα κάτω ἀπ᾿ τὶς ὀμπρέλες τους
σὲ λίγο θὰ ἀνάβουνε τὸ φῶς
Θὰ κοιτάζονται στὰ μάτια καὶ θὰ πετᾶν ἀπὸ πάνω τους ὅλη τὴ μοναξιὰ
Οἱ φωτεινὲς ρεκλάμες ἀνοιγοκλείνουνε τὰ μάτια τους
Ὅλα στὴν ἐποχὴ μᾶς διαφημίζονται γιατί ὄχι καὶ αὐτὸ …
Ἔβρεχε
«Ἀγαπῶ ἄλλον!»
Μὲ κόκκινα πελώρια γράμματα θὰ ᾿τᾶν ὑπέροχη διαφήμιση
γιατί ὄχι καὶ αὐτό: «Ἀγαπῶ ἄλλον!»
«Θὰ ἀγαπῶ ἄλλον»;
Ποῦ εἶσαι;
Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει κρυώνω
Ποῦ εἶσαι;
Ἀλλὰ τὰ βράδια
Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα
Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα
Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!
Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου
Ἐνοχὴ
……Τὸ ζητοῦσαν, λοιπόν, σὲ τί εἶχα φταίξει, ἐμένα τὸ μόνο μου ἔγκλημα ἦταν ὅτι δὲν μπόρεσα νὰ μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, ποῦ νὰ βρεῖς καιρό, ἔτσι ἔμεινα εὔπιστος κι ἀγκάλιαζα τὸ κρύο σίδερο τῆς γέφυρας.
……Ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βάθος, μακριά, μὲ κοίταζε σὰν ξένο ἡ πιὸ δική μου ζωή.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἐνοχή, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 25
Χωρὶς ἐπάγγελμα
……Βράδιαζε καὶ χτυποῦσαν ἀκόμα τὰ σφυριὰ στήνοντας τὸ ἰκρίωμα, δὲν εἶχαν ἀκούσει τὴ μεγάλη εἴδηση τοῦ αἵματος, δὲν ξέρανε πὼς εἶχα δραπετεύσει κι ἔγλειφα κιόλας τὴ χυμένη ζάχαρη στὸ πάτωμα, μὴν τρίξουν τὰ βήματα τῆς παραδουλεύτρας καὶ τὴ διώξουν.
……Ὅμως ἔπρεπε κι ἐγὼ νὰ ζήσω, νὰ κάνω ἕνα ἐπάγγελμα, πῆγα στοὺς ἀργυραμοιβοὺς καὶ μ᾿ ἔδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τὰ πουλιὰ καὶ τρώγαν τὸ χρυσάφι μέσα στὰ χέρια μου, κάθισα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ μοῦ ᾿ριξαν τὶς τρῦπες τῶν ματιῶν τοὺς μὲς στὸ καπέλο μου.
……Ὅλα τέλειωσαν στὸ νεκροταφεῖο, μὲ μιὰ σιγανὴ βροχή, μὲ λίγο φτηνὸ κονιὰκ στὰ ἐρειπωμένα μικρομάγαζα, ποὺ αὔριο θὰ ἔχουν κι ἐκεῖνα τὴ θέση τους στὸ ὑπερπέραν.
……Θυμᾶμαι τὴ νύχτα ποὺ παρίστανα τὴν κοῦκλα στὸ φτωχὸ μοδιστράδικο κι οἱ καρφίτσες ποὺ μοῦ κάρφωσαν, ὅταν πεθάνω, θὰ ᾿ναὶ τὰ σημάδια γιὰ νὰ μὲ ξαναβρίσκουν.
……Ἀπὸ τότε μου ᾿μεῖνε αὐτὸς ὁ ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκύλου ποὺ τρελαίνεται. Ὅταν τὸν βροῦν νεκρό, ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη, ἔχει λίγο ἀφρὸ στὸ στόμα καὶ τὸ μαχαῖρι μιᾶς ἀνείπωτης εἰκόνας στὰ μάτια,
……ὅπως οἱ ἥρωες.
Τάσος Λειβαδίτης, Χωρὶς ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 24
Ἀλκοολισμὸς
……Κρατοῦσα μιὰ λάμπα καὶ κατέβαινα τὴ σκάλα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνακαλύψω ποιὸς εἶμαι, τί εἶχα κάνει στὸ παρελθόν, καὶ τὸ σπίτι πῶς ἔστεκε ἀκόμα, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴχαμε κάποτε γκρεμίσει ὅλους τοὺς τοίχους, γιὰ νὰ χωρέσουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφευγαν,
……στὸ βάθος, σακάτηδες χωρὶς χέρια παῖζαν τὴν τύχη μου στὰ χαρτιά, ὁ Ἰησοῦς τῶν μεθυσμένων περνοῦσε τὸ βράδυ μὲς στὰ θαμπὰ φανάρια, κι ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω τὸ φονιὰ σκουπίζοντας τὰ ἴχνη τοῦ πάνω στὸ χιόνι, γιατί τώρα ἤξερα,
……κι ἡ γυναῖκα, ὅταν πῆγα νὰ τὴν ἀγκαλιάσω, ἔκανε μιὰ μικρὴ κίνηση καὶ μπῆκε σὲ μιὰ δική της πόρτα, κλειστή, ἀφήνοντάς με ἔξω.
……Δῶσε μου, Κύριε, νὰ ᾿μαὶ νεκρὸς καὶ μεθυσμένος.
……Ἄσε μου μόνο τ᾿ ἄστρα, ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο φιλικὰ ἀκόμα καὶ στοὺς δρόμους ποὺ πυροβολοῦσαν.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἀλκοολισμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 19
Ἐπίλογος (Φυσάει)
Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.
Ποῦ νὰ πάω
Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.
Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν
Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.
Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.
Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι
Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.
Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.
Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
Sos, sos, sos, sos
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.
Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,
δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου
Ἡ ἕκτη ἡμέρα
……Ἦταν ἡ ἕκτη μέρα τῆς δημιουργίας, ἡ μητέρα εἶχε ντυθεῖ στὰ μαῦρα, φοροῦσε καὶ τὸ καλὸ καπέλο της μὲ τὸ βέλο, «δὲν ἔπρεπε νὰ μᾶς τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Θεὸς» εἶπε, στὸ βάθος χλωμοὶ ἄντρες στήναν τὴ μεγάλη σκηνὴ τοῦ τσίρκου,
……«γύρισε σπίτι, εἶναι ἀργά», «ποιὸ σπίτι;» εἶπα κι ἀγκάλιασα τὸ φανάρι τοῦ δρόμου,
……ἡ μικρὴ ξαδέλφη ὅπου νὰ ᾿ναὶ θὰ πέθαινε, τὴν ἔσπρωξα πίσω ἀπ᾿ τὴν ντουλάπα, «σ᾿ ἀγαπάω» ἔλεγε, μὰ ἐγὼ τὴν ἔγδυνα κιόλας σὰν πόρνη — κι ὅταν τὴ θάψαμε, ἐγὼ ἔμεινα γιὰ πάντα ἐκεῖ, πίσω ἀπ᾿ τὴν ντουλάπα, μισοφαγωμένος ἀπ᾿ τὰ ποντίκια,
……κι ἦταν ἡ ἕκτη μέρα τῆς δημιουργίας,
……οἱ τροχαλίες γρύλιζαν καθὼς ἀνέβαζαν τὸ πρῶτο ρολόι στὴ στέγη τοῦ σταθμοῦ,
……κάθισα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, τόσο θλιμμένος, ποὺ οἱ τυφλοὶ μ᾿ ἔβλεπαν.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἡ ἕκτη ἡμέρα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 20
Σὲ μιὰ γυναῖκα
Θυμᾶσαι τὶς νύχτες; Γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ γελάσεις περπατοῦσα πάνω
……στὸ γυαλὶ τῆς λάμπας.
«Πῶς γίνεται αὐτό;» ρώταγες. Μὰ ἦταν τόσο ἁπλὸ
ἀφοῦ μ᾿ ἀγαποῦσες
Τάσος Λειβαδίτης, Σὲ μιὰ γυναῖκα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 331
Κανεὶς δὲν εἶναι μόνος
«Ἦρθα», ἔλεγες πάντα μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν
……σὲ περίμενε κανείς.
Ὅμως ἀκριβῶς αὐτό σου ἔδινε μιὰ βαθύτερη ἀπάντηση.
Τάσος Λειβαδίτης, Κανεὶς δὲν εἶναι μόνος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 310
Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος
Νύχτα. Μονάχα τ᾿ ἄστρα. Καὶ πέρα τὸ βάθος τοῦ ὁλάνοιχτου ὁρίζοντα—
ἐκεῖ ποὺ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὰ ὀνόματά τους.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 313
Ὁ ἑπόμενος
……Τὰ παιδιὰ κοιμόντουσαν ὠχρά, δαγκωμένα ἀπ᾿ τὰ γαβγίσματα τοῦ ταξιδιοῦ, τὰ χωράφια ἦταν ξέσκεπα καὶ ἡ μέρα τόσο γαλάζια, ὁ ὁδοστρωτῆρας ἀγκομαχοῦσε τυραννισμένος ἀπ᾿ τὶς μῦγες, στὶς ἄγρυπνες νύχτες μου μάρτυς μονάχα ὁ Θεὸς κι ἡ πεθαμένη ὑπηρέτρια, ποὺ ἀκούγοντας ἕνα περαστικὸ κουδοῦνι σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸν τάφο τῆς ν᾿ ἀνοίξει.
……Καὶ εἶδα ὅτι εἶχα φτάσει σὲ ἀκτὲς οὐράνιες, ναυαγισμένος μέσα στὰ παπούτσια μου.
……Τώρα, κάθε φορᾷ ποὺ θὰ δῶ μιὰ σκάλα κάθομαι χάμω καὶ κλαίω, γιατί ξέρω πὼς δὲ θὰ ξαναβρεθῶ — κι ἕραβα τὶς πληγές μου γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁ θησαυρὸς ποὺ μοῦ ἐμπιστεύτηκαν, γιὰ νὰ γεννήσω ἕναν ἀκόμα στεναγμό, γιὰ νὰ μὲ συχωρέσει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσέλγησε πάνω μου, μὴν ξέροντας πῶς αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμή μου, σὰν τὶς μηλιὲς ποὺ ἀνθίζουν ὅταν ἀκούσουν τὸ λάλημα τοῦ τρελοῦ.
……Ὅταν τέλος ἀποφάσισα νὰ παραδοθῶ, ἔφερα μεγάλες ἀγκαλιὲς ἄχυρο καὶ σκέπασα τὰ ἴχνη μου,
……γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἐρχόταν πίσω.
Τάσος Λειβαδίτης, Ὁ ἑπόμενος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 16
Ἐρήμωση
……Ὅσο θυμᾶμαι τὴ ζωή μου, δὲν εἶχα τίποτα δικό μου, ἔξω ἀπ᾿ τὸ φόβο, κι ἕνα τουφέκι, πού, νύχτα, μὲ σημάδεψαν μ᾿ αὐτό.
……Σιωπή. Οἱ νεκροὶ ἂς μᾶς συχωρέσουν.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἐρήμωση, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 46
Ἔρημος σταθμὸς
……Μόλις πέθανα, βγῆκα ἀπ᾿ τὸ μεγάλο καθρέφτη τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, τὸ σούρουπο εἶχε μιὰ παράφορη οἰκειότητα, ἡ Τερέζα ἔλεγε τὸ παλιὸ τραγοῦδι τῶν ἀλλοπαρμένων σταθμῶν ποὺ ἀκολούθουσαν τὰ τρένα, κι ἐγὼ δὲν εἶχα ποῦ νὰ πάω κι ἀποκοιμήθηκα στὰ χέρια τῶν τυφλῶν, ποὺ ἐντούτοις ἀναβαν τὴ λάμπα,
……ἦταν σκοτεινὴ ἐποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλὰ πάνω στὶς γέφυρες, τραυματιοφορεῖς τρέχανε καὶ πάνω στὰ φορεῖα κείτονταν μεγάλοι στεναγμοὶ ἀπὸ παλιὲς ἐξεγέρσεις,
……ὅταν τέλος ἔφτασα στὸ σταθμό, εἶχαν ὅλοι φύγει, ἤμουν τόσο φοβισμένος ποὺ ἂν μ᾿ ἄγγιζες θὰ ράγιζα, ἀφήνοντας νὰ φάνει ὁ θεός, στὸ ἀπάνω πάτωμα ἔμεναν οἱ Φ. κι ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ κάνουμε ἡσυχία, γιατί ἡ μεγάλη κυρία εἶχε πυρετὸ κι ἡ μητέρα ποὺ τὴν ὑπηρετοῦσε εἶχε μάθει νὰ πετάει, γιὰ νὰ μὴν τῆς λερώνει τὸ χαλί,
……φέρανε, μάλιστα, καὶ τὸν ἐπιστάτη νὰ καταθέσει, ἀλλὰ δὲν εἴχανε καμιὰ ἀπόδειξη, γιατί τὸ παλιὸ σχολικὸ κουδοῦνι ἦταν πιὸ μακριὰ κι ἀπ᾿ τοὺς νεκροὺς κι ὁ ἅμαξας τῶν παιδικῶν καιρῶν ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόρτα μάταια χτυποῦσε ἀπελπισμένα τὰ τέσσερα μαρμαρωμένα ἄλογα.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἔρημος σταθμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 15
Ἐξόφληση
……Ἡ παιδικὴ ἡλικία μου γλίστρησε ἀνάμεσά σε παλιὰ ἑρμάρια, οἱ ἁμαξάδες βλαστημοῦσαν καθὼς παίρνανε τὴ στροφή, ἀργά, λυγισμένοι ἀπ᾿ τὴ σκόνη κι ἡ κοιλιά μου σκουλήκιαζε ἀπὸ ἀναρίθμητες πεῖνες.
……Στὸ ὑπόγειο ὀνειρευόταν τὸ ραχητικὸ παιδί, ἐγὼ πίστευα στοὺς πλανόδιους ὀργανοπαῖχτες, ποὺ ἡ δυστυχία τους εἶναι πιὸ οὐράνια κι ἀπ᾿ τοὺς οὐρανούς, πλαγιάζοντας μὲ γυναῖκες κωφάλαλες, γιὰ νὰ μὴ χάσω οὔτ᾿ ἕναν ἦχο ἀπ᾿ τοὺς στεναγμοὺς ποὺ ἄκουγα γύρω μου.
……Σὲ τί χρησίμεψαν, λοιπόν, οἱ ἁμαρτίες μου; Ἔβρεχε καὶ κανεὶς δὲ μ᾿ ἄκουγε, μονάχα ὁ κούφιος ἀντίλαλος ἀπ᾿ τοὺς σταύλους, ἐκεῖ ποὺ εἶδα τὸ γέρο, καθόταν στὸ βρεγμένο στρῶμα κι ἔκλαιγε, ζητώντας νὰ τοῦ δώσουν τὴν κοῦκλα του — τότε κατάλαβα πὼς δὲν εἶμαι μόνος, καὶ πὼς ὅταν θὰ ᾿ρθεῖ ἡ μέρα τῆς Κρίσεως, ἐγὼ θὰ ἔχω ὅλο τὸ χρυσάφι νὰ πληρώσω.
……Τὸ τέλος ἦταν ἀπροσδόκητο, μὲ τὸν καπνὸ νὰ μοῦ γνέφει πάνω ἀπ᾿ τὸ σταθμό, μὲ τοὺς τρελοὺς ποὺ ψάχνανε γιὰ ἕνα μικρὸ κομμάτι κιμωλία κι ἐκείνους τοὺς χλωμοὺς ἄντρες μὲ τὰ τύμπανα ποὺ φτάνουν ὅταν δὲν ὑπάρχει ἔλεος πιά.
……Κι ὕστερα, ὅταν βράδιασε, ἄδειασα τὰ παπούτσια μου ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους κι ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, ἐνῷ τὰ ὑγρὰ σιωπηλὰ χωράφια ταξίδευαν μὲ τοὺς τυφλοπόντικες.
Τάσος Λειβαδίτης, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 14
Ἐνέδρα
……Βασίλευε ὁ ἥλιος πίσω ἀπ᾿ τοὺς στρατῶνες, οἱ ζητιάνοι ψάχνανε γιὰ λίγο νερό, μὰ ὅλα τὰ λαγήνια ἦταν ἀναποδογυρισμένα στὴν πόλη Κανά, οἱ γυναῖκες φεύγανε κλαίγοντας μέσα στὸ κίτρινο σούρουπο, ἐγώ, κυνηγημένος, μοίραζα πάνω στὸ λόφο τὸ κρασί μου μὲ λῃστὲς καὶ ψευδομάρτυρες, ἐνῷ ὁ σταυρὸς δάγκωνε κιόλας τὴν ἄκρη τοῦ παλτοῦ μου.
……Ποιὸν ν᾿ ἀγαπήσω; Σὲ ποιὸν νὰ ἐξομολογηθῶ; Μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι μ᾿ ἄκουσε νὰ παραπονιέμαι, ἤπια ὅλο τὸ βοῦρκο στὸν ὑπόνομο ποὺ μ᾿ ἔριξαν, τ᾿ ἄντερά μου ἔγιναν οἱ δρόμοι ποὺ κυλᾶνε ἁμάξια θριάμβου, ἔβγαλα τὰ φτερά μου καὶ τὰ κάρφωσα στὴ γριά, ποὺ τὴ θάβαν ὁλομόναχη μ᾿ ἕνα σπουργίτι στὸ γειτονικὸ δέντρο, μὲ μιὰ παλιὰ κασετίνα γεμάτη στάχτη — θυμηθεῖτε μὲ ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα.
……Ἐργόχειρα φυλακισμένων στέγνωναν στὸ τζάκι, ἦταν φθινόπωρο κι εἶχαν ἐρημώσει τὰ χωράφια, ἄκουγα τὸ βῆμα τῶν καραγωγέων καταβροχθίζοντας τὸν κλεμμένο σανό.
……Τότε εἶδα τὸ μεγάλο ἰκρίωμα, ὅπου ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβῶ, ἄγνωστο ἂν θὰ στεφθῶ βασιλιὰς ἢ θὰ κυλήσω στὸ καλάθι τῶν ἀποκεφαλισμένων.
Τάσος Λειβαδίτης, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 13
Τάσος Λειβαδίτης
Τὰ πιὸ ὡραῖα ποιήματα δὲ θὰ γραφτοῦν ποτέ
Κάποτε μιὰ νύχτα
θ' ἀνοίξω τὰ μεγάλα κλειδιὰ τῶν τρένων
γιὰ νὰ περάσουν οἱ παλιὲς μέρες
οἱ κλειδοῦχοι θὰ ‘χουν πεθάνει,
στὶς ράγιες θὰ φυτρώνουν μαργαρίτες
ἀπ' τὰ παιδικά μας πρωινά
κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτὲ πῶς ἔζησα,
κουρασμένος ἀπὸ τόσους χειμῶνες
τόσα τρένα ποὺ δὲ σταμάτησαν πουθενά,
τόσα λόγια ποὺ δὲν εἰπώθηκαν,
οἱ σάλπιγγες βράχνιασαν,
τὶς θάψαμε στὸ χιόνι
ποὺ εἶμαι;
γιατὶ δὲν παίρνω ἀπάντηση στὰ γράμματά μου;
κι ἂν νικηθήκαμε
δὲν ἦταν ἀπ' τὴν τύχη ἢ τὶς ἀντιξοότητες,
ἀλλὰ ἀπ' αὐτὸ τὸ πάθος μας γιὰ κάτι πιὸ μακρινό
κι ὁ ἀγέρας ποὺ κλείνει ἀπότομα τὶς πόρτες
καὶ μένουμε πάντοτε ἔξω
ὅπως ἀπόψε σὲ τοῦτο τὸ ἔρημο τοπίο
ποὺ παίζω τὴν τυφλόμυγα
μὲ τοὺς νεκρούς μου φίλους.
Ὅλα τελειώνουν κάποτε.
Λοιπόν, ἀντίο!
Τὰ πιὸ ὡραῖα ποιήματα
δὲ θὰ γραφτοῦν ποτέ…
