Η ανυπότακτη Jane Fonda έγινε 88: «Δεν θα δεχόμουν ποτέ να ξαναγίνω 20, όσα χρήματα & αν μου έδιναν»
Στα 88 της, η Jane Fonda δεν «αψηφά την ηλικία», δεν χωρά σε φράσεις τύπου «για τα χρόνια της» και δεν οφείλει να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Και όταν λέει «δεν θα δεχόμουν ποτέ να ξαναγίνω είκοσι, όσα χρήματα κι αν μου έδιναν», ξεγυμνώνει ένα ολόκληρο σύστημα που θεοποιεί (για τους λάθος λόγους) τη νεότητα και τρέμει τη γυναικεία εμπειρία. Γιατί αυτό που πραγματικά ενοχλεί δεν είναι ο χρόνος αλλά μια γυναίκα που μεγαλώνει, μένει παρούσα, δεν συρρικνώνεται και δεν ζητά ποτέ άδεια να συνεχίσει.
Γεννημένη σαν σήμερα 21 Δεκεμβρίου, πριν από 88 χρόνια, η Jane Fonda δεν «αψηφά» την ηλικία της, γιατί αυτή η λέξη ανήκει σε τίτλους που προσπαθούν να μετατρέψουν τον χρόνο σε εμπόδιο, ώστε μετά να χειροκροτούν όποιον δεν εξαφανίζεται. Εκείνη δεν κάνει ακροβατικά πάνω στα χρόνια της, δεν τα νικά, δεν τα διαψεύδει, δεν τα καμουφλάρει. Τα κουβαλά με τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνείας, και αυτό ακριβώς είναι που ενοχλεί. Γιατί μια γυναίκα που κουβαλά τον χρόνο της χωρίς να τον απολογείται, χωρίς να τον εξηγεί, χωρίς να τον μεταφράζει σε έμπνευση τύπου αυτοβελτίωσης, χαλάει μια ολόκληρη αφήγηση πάνω στην οποία έχουμε μάθει να κοιτάμε τις γυναίκες όσο μεγαλώνουν.
Η βραβευμένη με Όσκαρ Ά Γυναικείου Ρόλου ηθοποιός -με τις παραπάνω από 6 δεκαετίες καριέρας, όταν λέει ότι δεν θα δεχόταν ποτέ να ξαναγίνει είκοσι, όσα χρήματα κι αν της έδιναν, δεν μιλά από θέση άνεσης ούτε από το ασφαλές ύψος της καταξίωσης. Μιλά από το μέσα της διαδρομής, από τη μνήμη μιας ηλικίας που εξιδανικεύεται ακριβώς επειδή ξεχνιέται πόσο άβολη, αμήχανη και συχνά βίαιη μπορεί να είναι για μια γυναίκα που ακόμα μαθαίνει πώς να υπάρχει. Η άρνησή της δεν στρέφεται εναντίον της νεότητας. Στρέφεται εναντίον της υποχρέωσης να τη νοσταλγείς, ειδικά όταν αυτή η νοσταλγία χρησιμοποιείται για να σου ζητηθεί σιωπή στο παρόν.
Η Fonda υπήρξε από νωρίς ένα σώμα πάνω στο οποίο γράφτηκαν περισσότερα από ρόλοι
Κόρη του Henry Fonda, μεγάλωσε μέσα σε ένα οικογενειακό τοπίο όπου η δημόσια εικόνα συνυπήρχε με βαθιά ρήγματα, και έμαθε νωρίς ότι η λάμψη δεν προστατεύει ούτε σε προετοιμάζει για τη σκληρότητα του βλέμματος. Όταν το Χόλιγουντ την ανέδειξε σε σύμβολο του σεξ, δεν έκανε την ανήξερη ούτε την παγιδευμένη. Κατάλαβε πως η εικόνα δεν είναι ουδέτερη και πως, αν δεν τη διαχειριστείς συνειδητά, θα σε καταπιεί. Γι’ αυτό και δεν έμεινε ποτέ εκεί. Διέσχισε αυτή την εικόνα, τη χρησιμοποίησε όσο χρειαζόταν και μετά την έσπασε, χωρίς ρομαντισμούς και χωρίς δράμα.
Οι ρόλοι που τη σημάδεψαν δεν ήταν μόνο καλές ερμηνείες
Ήταν επιλογές που κουβαλούσαν κόπωση, πολιτική ένταση και εσωτερική σύγκρουση. Από το Klute και το Coming Home μέχρι το They Shoot Horses, Don’t They?, το The China Syndrome, το Julia και αργότερα το Nine to Five, το σώμα της έπαψε να λειτουργεί ως επιφάνεια προβολής και έγινε φορέας εμπειρίας, επιθυμίας, θυμού και αντίστασης. Ακόμα και όταν το πλαίσιο έμοιαζε πιο «ανάλαφρο», η επιλογή της δεν ήταν ποτέ ουδέτερη. Δεν την ενδιέφερε η ασφάλεια της εικόνας αλλά η ένταση του ρόλου. Αυτές οι αποφάσεις απομάκρυναν συνειδητά το βλέμμα από το εύκολο και το κατεύθυναν προς το άβολο. Και αυτό είχε κόστος, γιατί αμφισβητούσε ευθέως τι επιτρέπεται να κάνει μια γυναίκα όταν παύει να υπάρχει για να ευχαριστεί και επιλέγει να εκτίθεται.
Ο ακτιβισμός της εμβληματικής ηθοποιού -που κατέρριψε κάθε κλισέ περί ηλικίας, δεν προστέθηκε στη διαδρομή της σαν παράσημο. Ήρθε ως ρήξη. Το «Hanoi Jane» δεν υπήρξε στιγμιαίο επικοινωνιακό επεισόδιο, αλλά συλλογική τιμωρία. Ήταν το μήνυμα ότι μια γυναίκα μπορεί να είναι ορατή μόνο μέχρι το σημείο που δεν μιλά πολιτικά χωρίς έγκριση. Εκείνη δεν ανασκεύασε, δεν εξευγένισε, δεν αναθεώρησε τον πυρήνα της στάσης της για να ξαναγίνει αποδεκτή. Κράτησε το κόστος και συνέχισε, γνωρίζοντας ότι η αποδοχή είναι πάντα προσωρινή όταν δεν χαρίζεις τη φωνή σου.
Όταν η καριέρα της 88χρονης σήμερα ηθοποιού, πέρασε φάσεις υποχώρησης, δεν έσπευσε να απολογηθεί ούτε να επανασυστήσει τον εαυτό της με όρους πιο εύπεπτους. Βρήκε άλλους τρόπους να υπάρξει δημόσια, άλλες μορφές ελέγχου πάνω στο σώμα και την παρουσία της.
Το fitness, που αντιμετωπίστηκε συχνά επιφανειακά, υπήρξε μια ακόμη πράξη διεκδίκησης αυτονομίας σε μια εποχή που το γυναικείο σώμα παρουσιαζόταν ως μόνιμο πρόβλημα προς διόρθωση. Δεν μίλησε για τελειότητα. Μίλησε για δύναμη, αντοχή και πειθαρχία, λέξεις που τότε δύσκολα επιτρέπονταν στις γυναίκες χωρίς ειρωνεία.
Η ηλικία, σε όλη αυτή τη διαδρομή, δεν λειτούργησε ποτέ ως παραίτηση
Με τα χρόνια δεν της έμεναν λιγότερα να πει, της έμεναν λιγότερα να αποδείξει. Αυτό άλλαξε τον τρόπο που μιλά. Πιο ευθύς, πιο καθαρός, χωρίς την ανάγκη να πείσει ή να αρέσει. Και κάπου εκεί αρχίζει η ενόχληση. Όχι στο σώμα που αλλάζει, αλλά στη γυναίκα που δεν μικραίνει, δεν αποσύρεται και δεν δέχεται να μετατραπεί σε μια ακίνδυνη φιγούρα «σοφίας» για να μην ενοχλεί.
Αυτή ακριβώς τη δυσανεξία εκφράζει ο ηλικιακός ρατσισμός, που σπάνια εμφανίζεται ως ανοιχτή επίθεση. Συνήθως έρχεται ντυμένος κομπλιμέντο. Σε φράσεις που την παρουσιάζουν ως εξαίρεση, σε λόγια που προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί μια γυναίκα άνω των ογδόντα εξακολουθεί να είναι παρούσα, ενεργή, πολιτική. Κάτω από όλες αυτές τις διατυπώσεις κρύβεται η ίδια παραδοχή: ότι κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι εδώ. Η Jane Fonda δεν μπαίνει στη διαδικασία να διαπραγματευτεί αυτή τη γλώσσα. Την ακυρώνει στην πράξη, αρνούμενη να απολογηθεί για την παρουσία της.
Από την ίδια στάση ξεκινά και ο τρόπος που μιλά για το σώμα της, την υγεία της, τις απώλειες. Δεν τα χρησιμοποιεί για να παράγει συγκίνηση ούτε για να χτίσει αφήγημα υπέρβασης. Δεν ζητά ρόλο, μήνυμα ή χειροκρότημα. Τα αφήνει να υπάρχουν όπως είναι, με ακρίβεια και ψυχραιμία. Και αυτή η ψυχραιμία, σε μια ηλικία όπου από τις γυναίκες απαιτείται είτε σιωπή είτε γλυκύτητα, λειτουργεί σχεδόν προκλητικά. Όχι γιατί είναι σκληρή, αλλά γιατί δεν ζητά άδεια.
Η δήλωσή της για τα είκοσι δεν αφορά το παρελθόν
Αφορά τη γνώση που έρχεται μόνο αφού έχεις ζήσει αρκετά ώστε να μη χρειάζεται να εξηγείς τον εαυτό σου. Όσο περνούν τα χρόνια και δεν αποσύρεσαι, δεν μικραίνεις, δεν εξωραΐζεις τη διαδρομή σου για να γίνει εύπεπτη, τόσο καθαρίζει και το βλέμμα. Η εμπειρία παύει να είναι βάρος και γίνεται φίλτρο, όχι φίλτρο ωραιοποίησης αλλά φίλτρο αλήθειας.
Η Fonda δεν χρειάστηκε ποτέ να μετατρέψει την ηλικία της σε αφήγημα αντοχής
Δεν την αξιοποίησε ως απόδειξη σοφίας ούτε ως επιχείρημα υπεροχής. Την άφησε να φανεί όπως είναι: γεμάτη στρώσεις, αντιφάσεις, επιλογές που δεν εξηγούνται όλες εκ των υστέρων. Και αυτό είναι που κάνει την παρουσία της τόσο αδιαπραγμάτευτη. Δεν προσφέρει παράδειγμα. Δεν ζητά ταύτιση. Δεν επιδιώκει επιβεβαίωση.
Μεγάλωσε χωρίς να παραδώσει τη φωνή της, χωρίς να χαμηλώσει τον τόνο για να γίνει ανεκτή, χωρίς να εξηγήσει γιατί παραμένει. Κι έτσι, χωρίς θόρυβο και χωρίς στόμφο, καταρρίπτει κάθε κλισέ γύρω από την ηλικία όχι επειδή αντιστέκεται, αλλά επειδή δεν συμμορφώθηκε ποτέ.
Αυτό είναι που μένει.
Για τη σοφία
«Ένα κομμάτι της σοφίας είναι να αναγνωρίζεις τι δεν σου χρειάζεται πια και να το αφήνεις πίσω σου».
Για την επιτυχία
«Δεν μαθαίνεις από τις επιτυχίες ούτε από τα βραβεία ούτε από τη διασημότητα. Μαθαίνεις μόνο από τις πληγές, τις ουλές, τα λάθη και τις αποτυχίες. Αυτή είναι η αλήθεια».
Για τη νεότητα
«Δεν θα δεχόμουν ποτέ να ξαναγίνω είκοσι, όσα χρήματα κι αν μου έδιναν».
Για την πλαστική χειρουργική
«Είπα στον χειρουργό “Μην εξαφανίσεις τις ρυτίδες μου”. Δεν ήθελα ένα πρόσωπο που να μη συμφωνεί με το υπόλοιπο σώμα μου».
Για τον γάμο
«Μπορώ σήμερα να κοιτάξω τον Tom και τον Ted και να καταλάβω γιατί τους αγάπησα, αλλά και να απορώ πώς κατάφερα να περάσω τόσα χρόνια μαζί τους».
Για την ηλικία
«Συνεχίζουμε να βλέπουμε την ηλικία σαν καμπύλη: γεννιέσαι, κορυφώνεσαι στη μέση ηλικία και μετά φθίνεις. Μια πιο αληθινή εικόνα είναι η σκάλα. Η σταδιακή άνοδος του ανθρώπινου πνεύματος προς τη σοφία, την πληρότητα και την αυθεντικότητα».
Για τον φεμινισμό
«Για χρόνια, αν έλεγες ότι είσαι φεμινίστρια, θεωρούσαν ότι είσαι εναντίον των αντρών. Αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει αλλάξει. Ο αγώνας για την ισότητα ωφελεί τους πάντες και είναι προς το συμφέρον όλων να μοιράζονται άντρες και γυναίκες τις ίδιες ευθύνες σε κάθε επίπεδο της ζωής».
Για το πώς ζεις ουσιαστικά
«Αντί να παρασύρεσαι παθητικά, χρειάζεται να ξέρεις ποια είσαι, πώς επηρεάζεις τους άλλους και τι αποτύπωμα αφήνεις στον κόσμο, ώστε στο τέλος να νιώθεις ότι έκανες μια θετική διαφορά».
Για την τελειομανία
«Η ανάγκη να είσαι τέλεια είναι τοξική. Το κατάλαβα αργότερα στη ζωή μου. Η πρόκληση δεν είναι η τελειότητα, αλλά η πληρότητα».
Για το να μένεις πιστή στον εαυτό σου
«Δεν χρειάζομαι έναν άντρα για να νιώθω ολοκληρωμένη. Στους γάμους μου έχασα κομμάτια του εαυτού μου, γιατί προσπαθούσα να γίνω αυτό που πίστευα ότι ήθελε ένας άντρας».
