Αν η γοητεία είχε όνομα, θα λεγόταν Νίκος Γαλανός -80 χρόνια απ΄τη γέννηση του τελευταίου ζεν πρεμιέ

Ανθή Μιμηγιάννη
Αν η γοητεία είχε όνομα, θα λεγόταν Νίκος Γαλανός -80 χρόνια απ΄τη γέννηση του τελευταίου ζεν πρεμιέ

Ένας ζεν πρεμιέ που δεν έγινε ποτέ θεατής του εαυτού του και δεν φυλακίστηκε στην εικόνα του. Σε μια εποχή που η γυναίκα ήταν παιδί ενός κατώτερου θεού, έλεγε πως την κοιτούσε πάντα πρώτα σαν άνθρωπο. Έζησε με έρωτα, δούλεψε μέχρι τέλους και πέθανε στις 19 Μαΐου. Και έμεινε όρθιος ως το τέλος, με την αξιοπρέπεια ενός άντρα που δεν χρειάστηκε ποτέ να αποδείξει ποιος είναι. «Τα πρώτα χρόνια ασυνείδητα και μετά συνειδητά έβλεπα πάντα τη γυναίκα σαν άνθρωπο. Δεν είπα ποτέ άλλο άντρας, άλλο γυναίκα. Έτυχε να έχω αρκετές σχέσεις και μ’ επηρέαζαν στη ζωή μου. Ακόμη και τώρα πιάνω τον εαυτό μου να επηρεάζεται από τη γυναίκα».

 

Ογδόντα χρόνια από τη γέννησή του, η περίπτωση του Νίκου Γαλανού δεν προσφέρεται για εύκολες αποτιμήσεις ούτε για συγκινησιακά τσιτάτα. Δεν ήταν ποτέ ο ηθοποιός που χρειάστηκε να τον υπερασπιστεί ο χρόνος ούτε εκείνος που απαίτησε επανερμηνεία για να σταθεί στο παρόν. Η διαδρομή του Γαλανού που γεννήθηκε σαν σήμερα 20 Δεκεμβρίου του 1945, έχει ενδιαφέρον όχι μόνο διότι υπήρξε μακρά, αλλά και επειδή υπήρξε συνεπής, με μια εσωτερική γραμμή που δεν λύγισε από τη δημοφιλία, δεν αλλοιώθηκε από την εικόνα και δεν εξαντλήθηκε στην ομορφιά που του αποδόθηκε σχεδόν από την αρχή.

1766180563023-743487025-img0367.jpeg

Από το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην «Οργή» το 1962 και τις πρώτες εμφανίσεις σε ταινίες όπως η «Κραυγή», «Τα δάκρυά μου είναι καυτά» και «Η λεωφόρος του μίσους», ήταν φανερό ότι η κάμερα έβρισκε πάνω του κάτι περισσότερο από ένα πρόσωπο που φωτιζόταν σωστά. Υπήρχε μια αίσθηση ελέγχου, μια οικονομία κινήσεων και βλέμματος που δεν επεδίωκε να καταλάβει τον χώρο, αλλά να τον ορίσει διακριτικά. Αυτή η επιλογή δεν ήταν αυτονόητη για το ελληνικό σινεμά της περιόδου, το οποίο συχνά ευνοούσε την υπερβολή και τη συναισθηματική ένταση ως βασικό εργαλείο ταύτισης.

1766180587851-496267319-img0372.jpeg

Η καθιέρωση ήρθε γρήγορα και με δύναμη. «Ένα αστείο κορίτσι», «Ορατότης μηδέν», «Ο Αστραπόγιαννος», «Η Αλίκη Δικτάτωρ», «Η αμαρτία της ομορφιάς» τον τοποθέτησαν στο κέντρο ενός star system που είχε ανάγκη από πρόσωπα αναγνωρίσιμα και εμπορεύσιμα. Εκείνος, όμως, δεν μετατράπηκε σε μηχανισμό επανάληψης. Δεν φόρτωσε τις ερμηνείες του με εύκολες εξάρσεις, δεν έκανε την κατάκτηση βασικό αφηγηματικό μοτίβο, δεν χρησιμοποίησε την εμφάνισή του ως επιχείρημα. Το μέτρο δεν λειτούργησε ως περιορισμός. Έδωσε διάρκεια.

Ο χαρακτηρισμός «ζεν πρεμιέ» κόλλησε πάνω του με την άνεση που κολλάνε οι ταμπέλες, αλλά ίσως ποτέ δεν εξήγησε πραγματικά την ανδρική του παρουσία. Αν κάτι τον ξεχώριζε, δεν ήταν η επιβολή αλλά η ισορροπία. Στις περισσότερες ταινίες και σειρές όπου πρωταγωνίστησε, η σχέση με τον γυναικείο ρόλο δεν οργανωνόταν γύρω από την υπεροχή, αλλά γύρω από τη συνύπαρξη. Δεν επισκίαζε τις συμπρωταγωνίστριές του, δεν έστηνε την αφήγηση πάνω στην κυριαρχία του, δεν αντιμετώπιζε τη σκηνή ως πεδίο ανταγωνισμού. Αυτό, για τον ελληνικό οπτικοακουστικό χώρο, είχε ουσία.

1766180609105-127949747-img0370.jpeg

Η στάση αυτή αποτυπώνεται καθαρά και στον λόγο του. Σε συνέντευξή του στον Γιάννη Αλεξίου είχε πει ότι από τα πρώτα χρόνια, ασυνείδητα και αργότερα συνειδητά, έβλεπε τη γυναίκα ως άνθρωπο, χωρίς διαχωρισμούς και χωρίς ιεραρχήσεις, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι οι σχέσεις του τον επηρέαζαν, τον μετέβαλλαν και συνέχιζαν να τον μεταβάλλουν όσο μεγάλωνε. Δεν το διατύπωσε ως θέση προς επιδοκιμασία, αλλά ως περιγραφή μιας εμπειρίας που δεν χρειάστηκε ποτέ να εξωραΐσει.

«Τα πρώτα χρόνια ασυνείδητα και μετά συνειδητά έβλεπα πάντα τη γυναίκα σαν άνθρωπο. Δεν είπα ποτέ άλλο άντρας, άλλο γυναίκα. Έτυχε να έχω αρκετές σχέσεις και μ’ επηρέαζαν στη ζωή μου. Ακόμη και τώρα πιάνω τον εαυτό μου να επηρεάζεται από τη γυναίκα. Πιο νέος μπορεί να ήταν τα πράγματα πιο επιδερμικά και σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, γίνονταν πιο ουσιαστικά και επιζητούσα πάντα την καλύτερη επαφή στη σχέση. Δεν ξέρω αν το έχω βρει, αλλά και δεν νομίζω ότι ο έρωτας μπορεί να σου το δώσει. Σου δίνει μια ευχάριστη ζωή, δυσάρεστη, τρελή, γεμάτη εξάρσεις, αλλά δεν ξέρω αν σου δίνει το μάθημα, την εμπειρία».

Στην ίδια συνομιλία, όταν μίλησε για τον έρωτα, δεν τον παρουσίασε ως σταθερό σημείο ή ως εγγύηση ωρίμανσης. Τον περιέγραψε ως δύναμη που κινεί τον άνθρωπο, που τον ανοίγει προς τους άλλους, που τον κάνει παρόντα, χωρίς να του αποδίδει ιδιότητες λύτρωσης. Πρόκειται για παρατήρηση, όχι για σύνθημα, και αυτή η διαφορά είναι κρίσιμη.

1766180634630-667950221-img0368.jpeg

«Ο έρωτας είναι κινητήριος δύναμη στα πάντα. Είναι η αρχή και το φινάλε. Χωρίς έρωτα δεν μπορεί κανείς να ζήσει. Όταν κάποιος είναι ερωτευμένος είναι διαφορετικός, φωτεινός, όμορφος, ζει, μιλάει με τους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος χωρίς έρωτα είναι κατσούφης, περίεργος, δύσκολος. Με τον έρωτα λάμπεις.»

Η σχέση του με τη δημοσιότητα υπήρξε εξίσου ελεγχόμενη. Το 2018, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Κάπα, είχε δηλώσει ότι ποτέ δεν έγινε θεατής του εαυτού του ούτε δέσμιος της εικόνας του, εξηγώντας πώς απέφευγε να παρακολουθεί τις ταινίες του, πώς μπήκε να δει την πρώτη του προβολή μόνο αφού έσβησαν τα φώτα και έφυγε πριν ανάψουν ξανά, από αμηχανία και ντροπή. Η αφήγηση αυτή δεν λειτουργεί ως χαριτωμένο ανέκδοτο. Φωτίζει ένα όριο που κράτησε σε όλη τη διαδρομή του ανάμεσα στη δουλειά και στο είδωλο.

«Ποτέ δεν έγινα θεατής του εαυτού μου, ούτε δέσμιος της εικόνας μου. Ποτέ. Να το γράψετε με κεφαλαία, παρακαλώ. Να σκεφτείτε πως, όταν πήγα να δω την πρώτη μου ταινία, με δύο φίλους, σε έναν κινηματογράφο της Πατησίων, ντρεπόμουν τόσο πολύ, που μπήκα στην αίθουσα μόλις έσβησαν τα φώτα και έφυγα με το που έπεσαν οι τίτλοι τέλους, πριν φωτιστεί και πάλι.»

Η τηλεόραση δεν τον μετέτρεψε σε ανάμνηση. Από το «Ταξίδι» και τη «Μάχη των πελαργών» μέχρι τη «Λάμψη», τα «Κλεμμένα Όνειρα», τους «9 Μήνες» και τη «Γη της Ελιάς», η παρουσία του παρέμεινε ενεργή, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της αφήγησης και όχι στις προσδοκίες της νοσταλγίας. Οι ρόλοι ωρίμασαν, απέκτησαν βάρος, εξουσία, φθορά, χωρίς να ζητήσουν συγκίνηση ως αντάλλαγμα. Η συνέχεια αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα επανεκκίνησης. Ήταν αποτέλεσμα επιλογών.

Παράλληλα, το θέατρο υπήρξε σταθερό πεδίο εργασίας, με συνεργασίες με την Τζένη Καρέζη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ, σε έργα όπως «Η αυλή των θαυμάτων», «Δωδέκατη νύχτα» και «Πόλεμος και Ειρήνη». Η σκηνή δεν χρησιμοποιήθηκε για να αποδείξει κάτι διαφορετικό από αυτό που ήδη ίσχυε. Χρησιμοποιήθηκε ως συνέχεια της ίδιας επαγγελματικής πειθαρχίας, με την ίδια προσήλωση στη λεπτομέρεια και στο μέτρο.

Υπήρξε, επίσης, ένας ηθοποιός που δεν μπήκε στον πειρασμό να μετατραπεί σε σχολιαστή των πάντων. Δεν διατύπωσε γενικές διαγνώσεις, δεν επιχείρησε να συνοψίσει την κοινωνία, δεν μοίρασε συμπεράσματα. Όταν μιλούσε, μιλούσε συγκεκριμένα, από θέση εμπειρίας, χωρίς να ζητά συναίνεση. Αυτή η λιτότητα στον λόγο τον προστάτευσε από την κοινοτοπία που συχνά καταλαμβάνει δημόσια πρόσωπα με μακρά διαδρομή.

Ο θάνατός του το 2025 δεν άφησε την αίσθηση μιας πορείας που διακόπηκε. Η διαδρομή είχε ήδη ειπωθεί μέσα από τη δουλειά, χωρίς θόρυβο, χωρίς ανάγκη απολογισμού. Η παρουσία του μέχρι τα τελευταία χρόνια δεν λειτούργησε ως επίλογος, αλλά ως συνέχεια, κάτι που δίνει στο σύνολο μια σπάνια αίσθηση πληρότητας.

Αυτό που μένει σήμερα δεν είναι μια εικόνα παγωμένη στο παρελθόν ούτε ένα όνομα που επικαλούμαστε από συνήθεια. Είναι μια στάση απέναντι στη δουλειά, στον χρόνο και στο βλέμμα των άλλων, με μέτρο, με ακρίβεια, χωρίς την ανάγκη να εξηγηθεί ή να διορθωθεί εκ των υστέρων.

Η γοητεία του δεν είχε σχέση με την επίδειξη. Είχε σχέση με την άνεση, με την αίσθηση ότι δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα. Αυτός είναι και ο λόγος που αντέχει: επειδή δεν έκανε την ομορφιά του κέντρο του κόσμου του. Την άφησε να συνυπάρξει με τη συνέπεια, τη δουλειά, με τον χρόνο, με τη φθορά και με την εμπειρία. Και αυτό, τελικά, είναι που ξεχωρίζει τους ανθρώπους που περνούν από εκείνους που μένουν.

«Έχω την αίσθηση ότι δεν είμαστε τίποτα πια. Παλιότερα ψηλώναμε σαν άνθρωποι με ένα στίχο, μια κιθάρα, ένα τραγουδιστή και φεύγαμε γεμάτοι. Τώρα δεν είναι αρκετό αυτό».

DPG Network