Την ημερομηνία που γεννήθηκε η Ειρήνη Παπά, πέθανε η Λαμπέτη- Η μία έχασε τη φωνή της, η άλλη ξέχασε
Γιατί μιλάμε ακόμη γι’ αυτές τις γυναίκες; Γιατί την εποχή που οι γυναίκες έπρεπε να απολογούνται για τις επιλογές τους, εκείνες έζησαν χωρίς συγγνώμες. Γιατί έζησαν σαν τις ηρωίδες που ενσάρκωσαν. Με πάθος, με ομορφιά, με καταστροφές, με θριάμβους. Κι όταν ήρθε η στιγμή να φύγουν, το έκαναν όπως έζησαν. Χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν. Γιατί υπάρχουν μορφές που, όσο κι αν σωπάσουν, όσο κι αν ξεχάσουν, όσο κι αν χαθούν, μένουν για πάντα σαν υπόσχεση ότι η ζωή –και η τέχνη– αξίζουν μόνο όταν δεν χωράνε σε κανόνες. Γιατί η φωνή και η λήθη μπορεί να τις πρόδωσαν, αλλά ο χρόνος δεν τα κατάφερε.
Η 3η Σεπτεμβρίου συνδέει δύο γυναίκες με μια σχεδόν ειρωνική συμμετρία. Η Ειρήνη Παπά γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου το 1926 και η Έλλη Λαμπέτη πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983. Η πρώτη μπήκε στη ζωή με φωνή που θα γινόταν θρύλος. Η δεύτερη έφυγε χάνοντάς τη από τον καρκίνο και τις συνεχείς μεταστάσεις του. Δεκαετίες αργότερα, η Παπά θα βυθιζόταν στη σιωπή του Αλτσχάιμερ. Φωνή και μνήμη -ό,τι θεωρούμε αυτονόητο- τις εγκατέλειψαν. Μα όχι πριν προλάβουν να χαράξουν τις πιο ανυπότακτες πορείες του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.
Οι δύο ηθοποιοί, δεν απέκτησαν παιδιά. Η γεννημένη ως Ελένη Λούκου, ήθελε πολύ να γίνει μητέρα και αν και προσπάθησε να υιοθετήσει, αυτή η διαδικασία δεν εξελίχθηκε όπως θα ήθελε. Η Ειρήνη Λελέκου, όπως ήταν το πραγματικό επίθετο της Παπά, έζησε με τους δικούς της όρους, χωρίς να ταιριάξει ποτέ στα καλούπια που ήθελαν γυναίκες με καριέρα να γίνονται στο τέλος «σύζυγοι» και «μητέρες». Και οι δύο αυτές γυναίκες όμως δεν ήθελαν ποτέ να μπουν σε βιτρίνα. Και βεβαίως, ποτέ δεν επιδίωξαν να κάνουν θόρυβο σαν τα ψώνια που μπερδεύουν την τέχνη με το μάρκετινγκ. Δεν χρειάστηκαν ποτέ ντεσιμπέλ για να υπάρξουν. Αρκούσε η σιωπή μετά από μια ατάκα τους, αρκούσε ένα βλέμμα.
Δεν κέρδισε ποτέ Όσκαρ και τα Όσκαρ δεν κέρδισαν ποτέ την Ειρήνη Παπά
Όταν ο Δημήτρης Χορν τραγουδούσε το «ηθοποιός σημαίνει φως» σίγουρα την Έλλη Λαμπέτη κοιτούσε
Οι ρόλοι που τις σημάδεψαν
Η Έλλη Λαμπέτη, με εκείνη τη χροιά που έμοιαζε να ραγίζει ακόμα και στις χαρές, πέρασε από τον Χάουπτμαν και τον Λόρκα στον Τσέχωφ και τον Ουίλιαμς, σαν γυναίκα που αναζητά στο κείμενο ένα καταφύγιο που πάντα γκρεμίζεται. Η Ιρίνα στις Τρεις Αδελφές -το κορίτσι που ονειρεύεται μια Μόσχα όπου δεν θα πάει ποτέ- λειτούργησε σχεδόν σαν προφητεία: η ίδια θα ζούσε με φλόγες που έσβηναν πάντα νωρίτερα απ’ όσο τους άξιζε. Και στο τέλος, η ειρωνεία έγινε ανυπόφορη. Η τελευταία της παράσταση ήταν στον ρόλο της Σάρα, μιας κωφής γυναίκας στο Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού, όταν η δική της φωνή είχε ήδη σιγήσει για πάντα από την ασθένεια.
Η Ειρήνη Παπά, αντίθετα, είχε κάτι από τη γη που δεν μετακινείται. Δωρική, αγέρωχη, με βλέμμα που μπορούσε να σταθεί δίπλα στον Άντονι Κουίν ή στον Τζέιμς Κάγκνεϊ και να γεμίσει ολόκληρη την οθόνη, ενσάρκωσε τις Αντιγόνες, τις Κλυταιμνήστρες, τις Ηλέκτρες σαν να μιλούσε για λογαριασμό όλων των γυναικών που η Ιστορία έθαψε πρόωρα. Από τα Κανόνια του Ναβαρόνε και τον Ζορμπά μέχρι την Επίδαυρο και τον Κακογιάννη, η Παπά δεν «ερμήνευε», υπαγόρευε. Η ίδια η παρουσία της ήταν κείμενο.
Και οι δύο, τόσο διαφορετικές, γέννησαν δύο όψεις της ελληνικότητας: η Λαμπέτη, εύθραυστη, η Παπά, μνημειακή. Οι πορείες τους ενώθηκαν στη σκιά της ίδιας ειρωνείας, η φωνή που χάνεται, η μνήμη που σβήνει, το θέατρο που γράφει τη ζωή ακόμη κι όταν η αυλαία έχει πέσει.
Αντισυμβατικές μέχρι το τέλος - Καμία τους δεν βολεύτηκε στη μετριότητα
Η Λαμπέτη πέρασε από έρωτες θυελλώδεις –με τον Χορν, με τον Πλωρίτη– από καριέρα που γκρέμιζε τα δεδομένα, από μάχη με την αρρώστια που δεν την άφησε να μιλήσει στο τέλος. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983, στα πενήντα επτά της, έφυγε στη Νέα Υόρκη, σαν να ήξερε πως η ίδια ημερομηνία θα κουβαλούσε για πάντα το όνομά της.
Η Παπά αρνήθηκε τον ρόλο της «Ελληνίδας σταρ» που ήθελαν να της φορέσουν, συνεργάστηκε με τους κορυφαίους, ταξίδεψε τον κόσμο, απέκτησε διεθνή φήμη, φλέρταρε με τον Μάρλον Μπράντο, χάθηκε και ξαναβρέθηκε μέσα σε ταινίες που έγραψαν Ιστορία. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2022, ύστερα από χρόνια σιωπής που της επέβαλε το Αλτσχάιμερ, η μορφή της έφυγε από τον κόσμο στα 96 της, όπως ακριβώς είχε ζήσει, χωρίς καμία εξήγηση, σαν τελευταία σκηνή που δεν γράφτηκε ποτέ.
Σε μια τεράστια ζωή σε εμπειρίες, που δεν χωρά σε αφιερώματα, καμία τους δεν ζήτησε άδεια για να ζήσει όπως ήθελε. Και καμία δεν έκλεισε εισιτήριο για ασφαλή ζωή.
Η φωνή και η λήθη
Υπάρχει κάτι το σχεδόν μεταφυσικό στον τρόπο που έφυγαν. Η Λαμπέτη, που είχε φωνή πολλών κυβικών, μέσα και έξω από το σανίδι, έσβησε από καρκίνο στον λάρυγγα. Η Παπά, που τη μεγάλη μνήμη και την τεράστια ευφυΐα, χάθηκε μέσα στην ομίχλη του Αλτσχάιμερ. Σαν να διάλεξε κάποιος τον πιο σκληρό τρόπο για να τις απογυμνώσει από τα όπλα τους.
Κι όμως, καμία τους δεν έγινε θύμα. Η Λαμπέτη έπαιζε μέχρι που δεν μπορούσε να μιλήσει πια. Η Παπά αποτραβήχτηκε διακριτικά όταν είδε τη μνήμη της να την εγκαταλείπει. Αυτή η άρνηση να συνθηκολογήσουν είναι που τις κάνει μεγαλύτερες από την τραγωδία τους.
Σήμερα ζούμε σε μια εποχή που τα μηδενικά κάνουν θόρυβο
Που χρειάζεται κάθε μέρα ένα καινούργιο σκάνδαλο, μια νέα κραυγή, ένα ακόμη viral. Η Λαμπέτη και η Παπά θα γελούσαν μ’ όλα αυτά. Εκείνες δεν είχαν ανάγκη από σκηνοθετημένα stories. Η σιωπή τους ήταν πιο εκκωφαντική από όλα τα hashtags του κόσμου. Κι ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο μάθημα. Πως η πραγματική αξία δεν κάνει θόρυβο. Δεν ζητά επιβεβαίωση. Δεν γυρεύει ακροατήριο κάθε δευτερόλεπτο. Υπάρχει, ακόμη κι όταν χάνει τη φωνή της. Υπάρχει, ακόμη κι όταν χάνει τη μνήμη της.
Στην 3η Σεπτεμβρίου λοιπόν, η Ελλάδα αποκτά και χάνει ταυτόχρονα δύο γυναίκες που έζησαν έξω από τα όρια. Η Παπά γεννιέται το 1926 και η Λαμπέτη φεύγει το 1983. Ανάμεσα σε γέννηση και θάνατο χωράει μισός αιώνας ελληνικής Ιστορίας, θέατρο, κινηματογράφος, έρωτες, απώλειες, επαναστάσεις, εξορίες, διεθνείς θρίαμβοι.
Μα πάνω απ’ όλα, χωράει η απόδειξη ότι η τέχνη δεν είναι για τους «βολεμένους». Είναι για εκείνους που δεν φοβούνται να πληρώσουν τίμημα.
Γιατί μιλάμε ακόμη γι’ αυτές τις γυναίκες;
Γιατί την εποχή που οι γυναίκες έπρεπε να απολογούνται για τις επιλογές τους, εκείνες έζησαν χωρίς συγγνώμες. Γιατί έζησαν σαν τις ηρωίδες που ενσάρκωσαν. Με πάθος, με ομορφιά, με καταστροφές, με θριάμβους. Κι όταν ήρθε η στιγμή να φύγουν, το έκαναν όπως έζησαν. Χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν. Γιατί υπάρχουν μορφές που, όσο κι αν σωπάσουν, όσο κι αν ξεχάσουν, όσο κι αν χαθούν, μένουν για πάντα σαν υπόσχεση ότι η ζωή –και η τέχνη– αξίζουν μόνο όταν δεν χωράνε σε κανόνες.
Γιατί η φωνή και η λήθη μπορεί να τις πρόδωσαν, αλλά ο χρόνος δεν τα κατάφερε.
Έλλη Λαμπέτη
«Το μυστικό στο θέατρο; Να πρωτολές τα λόγια σου, σαν να μη τα έχεις πει χτες. Πρώτη φορά, πάντα».
«Ξέρω πως αν παραδεχτώ ότι πονάω, θα με ρωτήσουν πόσο. Τι απάντηση να δώσω; Με ποια μονάδα μετριέται ο ανθρώπινος πόνος; Με το ένα, το πέντε, το δέκα; Τους λέω λοιπόν ότι δεν πονάω και ξεμπερδεύω».
«Ήμουν ένα σεμνό – σωστότερα, ένα μαζεμένο κορίτσι. Η καρδιά μου πετούσε τότε στα ύψη, αλλά προσπαθούσα με κάθε τρόπο ν’ αποφύγω τον έρωτα, τον φοβόμουν».
«Θυμάμαι πως έμαθα να κάνω βουτιές. Με τη θεωρία: αναπνοή, κεφάλι μέσα… Ώσπου ανακάλυψα λεπτομέρειες που δεν μου είχαν πει κι άρχισα να εφαρμόζω τις δικές μου ανακαλύψεις. Την ίδια επιμονή είχα και στο θέατρο».
«Τι περίεργο – δεν είναι; Που η αρρώστια μου πήρε πρώτο ό,τι ωραιότερο είχα: ωραίους ώμους, ωραίο στήθος… τώρα είμαι άδεια εδώ, κουρεμένη, όλα. Είχα ωραία μαλλιά, και τα μαλλιά μου έπεσαν. Και μετά η φωνή. Τώρα δεν μπορώ πια να παίξω. Τέλος».
Ειρήνη Παππά
«Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως υπάρχει μόνο μία αριστοκρατία, του πνεύματος. Δεν υπάρχουν κύριοι και επίσημοι, αλλά άνθρωποι. Με έμαθε ότι ο σεβασμός με υποτιμάει, ενώ η αγάπη με εξυψώνει».
«Ποτέ δεν κέρδισα ένα Όσκαρ και τα Όσκαρ ποτέ δεν κέρδισαν την Ειρήνη Παππά».
«Με ρωτήσανε εμένα; Αν είμαι εγώ Σταχτοπούτα και αν θέλω να γίνω εγώ ποτέ πριγκίπισσα; Εγώ θέλω να τα κερδίσω όλα με τη δικιά μου την αξία και με το σπαθί μου. Ε, λοιπόν εγώ θεωρώ το παραμύθι της Σταχτοπούτας το πιο χυδαίο που υπάρχει».
«Εγώ θα γεράσω άνετα και ωραία και χωρίς ντροπή και καμία ενοχή γιατί αυτή είναι η μοίρα μου. Αλλά το “δεν επιτρέπεται να γεράσω” και “δεν μπορώ να γεράσω” είναι αυτά που αναθέτουν στη γυναίκα. Δεν επιτρέπεται σε εμάς που κάνουμε αυτή τη δουλειά να γεράσουμε κι αυτό είναι λίγο άγριο για τη γυναίκα».
«Μου αρέσει που ήμουν όμορφη. Αλλά εγώ αγαπώ τον χαρακτήρα μου. Τα πάω καλά με μένα. Δεν έχουμε κάνει λαδιές. Όταν ζεις 24 ώρες με έναν άνθρωπο που είσαι εσύ, τι θα κάνεις; Δεν μπορείς να του πεις ψέματα».
