Στο βίντεο-ντροπή και στα μισογυνικά σχόλια για τη Μαράια, που σήμερα έγινε 33, το κοινό απάντησε
«Όλοι οι θαυμαστές γέλασαν με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο επειδή άφησε την πιο όμορφη κόρη των ιδιοκτητών των Bucks, την Eden, για να παντρευτεί μια πολύ άσχημη γυναίκα. Η οικογένεια της Mariah ήταν πολύ φτωχή όταν ο Γιάννης μπήκε για πρώτη φορά στο NBA. Εκεί γνώρισε τη Mariah, που τότε ήταν ασκούμενη στους Philadelphia 76ers. Η Mariah ήταν μέτρια εμφανισιακά και οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του». Μέσα στον καταιγισμό της τοξικότητας, υπήρξε μια ρωγμή. Το βίντεο κατακρίθηκε -όχι από φανατικούς θαυμαστές, αλλά από ανθρώπους που είδαν την ασχήμια πίσω από το σχόλιο, που διέκριναν ότι εδώ δεν μιλάμε για γούστο αλλά για ήθος. Για κακοήθεια. «Η ομορφιά έγκειται στην καρδιά του παρατηρητή», επέμενε ο Al Bernstein ενώ η Μαράια που σήμερα γίνεται 33 είχε πει πολύ εύστοχα κατά το παρελθόν για τη φιλοσοφία του brand της, «Το “Unapologetically me” σημαίνει να αποδέχεσαι πλήρως αυτό που είσαι. Η μητέρα μου πάντα μου έλεγε: “Είσαι αρκετή. Δεν χρειάζεται να είσαι τίποτα άλλο απ’ αυτό που είσαι. Όσοι σε αγαπούν, θα σε αγαπούν γι’ αυτό που είσαι”».
«Η ομορφιά έγκειται στην καρδιά του παρατηρητή», επέμενε ο Al Bernstein και σαφώς η εν λόγω φράση δεν αφορά το πρόσωπο που κοιτάζουμε αλλά το βλέμμα που κοιτάζει. Μιλώντας για την ομορφιά, μιλάμε πάντα για εκείνον που την αντιλαμβάνεται, για την ψυχή που αναγνωρίζει ή απορρίπτει, για την εσωτερική διάθεση που αποφασίζει τι θα δει ή τι τον συμφέρει να δει. Κι έτσι, όταν στις 3 Σεπτεμβρίου ανέβηκε το βίντεο που διασύρει τη Μαράια Ρίντλσπρίγκερ, λίγο πριν την κατάκτηση του χάλκινου στο EuroBasket 2025 και το απειλητικό μήνυμα που δέχθηκε για την οικογένειά της, το μόνο που φανερώθηκε δεν ήταν η «αλήθεια» του δημιουργού αλλά η γύμνια του.
Με απίστευτο θρίλερ στο φινάλε η Ελλάδα κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο EuroBasket
Το βίντεο αυτό μίλησε για την «ασχήμια» μιας υπέροχης γυναίκας που δεν έχει ανάγκη από ετεροπροσδιορισμούς, που σπούδασε, που πάλεψε, που μεγαλώνει τέσσερα παιδιά, που δημιούργησε το δικό της brand με τα συνθήματα «Αναμφίβολα άξια -Απροκάλυπτα ο εαυτός μου -Μοναδικά φτιαγμένη», που στάθηκε δίπλα στον Γιάννη Αντετοκούνμπο από την εποχή που κανείς δεν τον αποκαλούσε ακόμα «Greek Freak». Και που, ακόμη κι αν δεν είχε κάνει τίποτα από όλα αυτά, πάλι άξια θα ήταν, γιατί η αξία ενός ανθρώπου δεν χτίζεται με πτυχία και κατορθώματα, ούτε με followers και τσιτάτα. Είναι εγγενής, αδιαπραγμάτευτη, αναφαίρετη από κάθε δικαστήριο γνώμης. Αλλά στην πραγματικότητα, το βίντεο μίλησε για την ασχήμια του βλέμματος που το γέννησε.
Από το μετάλλιο φτάσαμε να απειλούν την οικογένεια του Γιάννη: κάτι πάει λάθος, όχι μόνο στο μπάσκετ
Ιδού η «ομορφιά» του παρατηρητή:
«Όλοι οι θαυμαστές γέλασαν με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο επειδή άφησε την πιο όμορφη κόρη των ιδιοκτητών των Bucks, την Eden, για να παντρευτεί μια πολύ άσχημη γυναίκα. Η οικογένεια της Mariah ήταν πολύ φτωχή όταν ο Γιάννης μπήκε για πρώτη φορά στο NBA. Εκεί γνώρισε τη Mariah, που τότε ήταν ασκούμενη στους Philadelphia 76ers. Η Mariah ήταν μέτρια εμφανισιακά και οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του. Ο Γιάννης ερωτεύτηκε μαζί της από την πρώτη στιγμή. Όταν το 2023 ο Γιάννης υπέγραψε τριετές συμβόλαιο ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων με τους Bucks, το μόνο που αγόρασε στη Mariah ήταν ένα αρκουδάκι, αφού εκείνη κατά λάθος του είπε ότι της αρέσουν τα αρκουδάκια. Η Mariah υπερασπίστηκε τον σύζυγό της στα social media κατά τη διάρκεια μιας βίαιης αντιπαράθεσης μεταξύ του Γιάννη και ενός μέλους του προσωπικού των Philadelphia 76ers. Ο Γιάννης είχε πει κάποτε ότι δεν θέλει έξι πρωταθλήματα όπως ο Jordan, αλλά θέλει να κάνει δέκα παιδιά με τη Mariah».
Την ώρα που κοιτάζεις, κουβαλάς ολόκληρο το αξιακό σου σύστημα
Τις προκαταλήψεις σου, τα απωθημένα, τους φόβους, τις φαντασιώσεις ισχύος. Γι’ αυτό το βλέμμα δεν είναι κάμερα αλλά καθρέφτης. Στον καθρέφτη αυτόν προβάλλεις το μέσα σου πάνω στον άλλον και μετά το βαφτίζεις «αντικειμενικότητα».
Η αισθητική κρίση, που τάχα μοιάζει «αθώα», σπάνια είναι. Στην πράξη λειτουργεί ως argumentum ad personam: αντί για σκέψη επί του περιεχομένου (ή του έργου, του βίου, της στάσης), επιτίθεται στο πρόσωπο. Η «άσχημη», «μέτρια», «μεγαλύτερη» δεν είναι περιγραφές αλλά μηχανισμοί υποτίμησης. Προσφέρουν στον κριτή την ψευδαίσθηση ισχύος: «σε ορίζω εγώ, άρα υπερέχω». Στην ουσία, όμως, αποκαλύπτουν μόνο το δικό του αξιακό έλλειμμα.
Υπάρχει και η γνωσιακή πλευρά: confirmation bias (θα δω ό,τι ήδη πιστεύω) και negativity bias (θα μείνω στο αρνητικό γιατί αποφέρει προσοχή). Στα κοινωνικά δίκτυα αυτά γίνονται νόμισμα. Η υπερβολή, η ειρωνεία, ο εξευτελισμός ανταμείβονται με ορατότητα. Η πλατφόρμα «εκπαιδεύει» το βλέμμα να είναι κυνικό. Το βλέμμα έτσι γίνεται εργαλείο πειθάρχησης. «θα σε μετρήσω με τα δικά μου μέτρα και θα σε αναρτήσω στον τοίχο μου».
Ειδικά για τις γυναίκες, το βλέμμα ενσωματώνει και την ιστορική male gaze συνθήκη: το σώμα ως δημόσιος τόπος κρίσης, η ζωή ως διαρκής οντισιόν. Όταν περιορίζεις μια γυναίκα σε «πρόσωπο–σχήμα–ηλικία», δεν περιγράφεις εκείνη αλλά τον εαυτό σου: τον φόβο σου απέναντι στην αυθεντικότητα, την αμηχανία σου απέναντι στην ανεξαρτησία, την ανάγκη σου να κρατήσεις τον ορισμό της «αξίας» στα χέρια σου.
Συνεπώς, κάθε τέτοια κρίση είναι εξομολόγηση του κριτή.
Σεξισμός, τάξεις, ρατσισμός
Το «κοκτέιλ» που είδαμε -σεξισμός, ταξισμός, ρατσισμός- δεν είναι τρία ανεξάρτητα φαινόμενα αλλά δρουν διαθεματικά, αλληλοτροφοδοτούνται και χτίζουν μαζί έναν μηχανισμό υποτίμησης που παρουσιάζεται ως αυτονόητος ενώ είναι καθαρά ιδεολογικός.
Ο σεξισμός υπαγορεύει πως η γυναίκα κρίνεται πρωτίστως από την εμφάνιση, σαν η αξία της να εξαρτάται από τη συμμετρία ενός προσώπου ή το νούμερο ενός ρούχου. Η αισθητική εδώ λειτουργεί σαν σιωπηρό συμβόλαιο αν δεν ταιριάζεις στο πρότυπο, δεν δικαιούσαι φωνή. Στη συνέχεια έρχεται ο ταξισμός να προσθέσει την ψευδαίσθηση του status, η καταγωγή και η οικονομική επιφάνεια βαφτίζονται αρετές, η πολυτέλεια περνάει για ήθος, και η πιο διαδεδομένη πλάνη της δημόσιας σφαίρας, η εξίσωση «πλούτος ίσον ποιότητα», παρουσιάζεται σαν δεδομένο.
Κι έπειτα ο ρατσισμός -μαζί με τον εθνικισμό και τον ηλικιασμό- ρίχνει τη δική του βαριά σκιά. Η επίκληση καταγωγών και η εμμονή με τις ηλικιακές διαφορές γίνονται σημαδούρες αποκλεισμού, στήνοντας μια αστυνομία ταυτοτήτων που αποφασίζει ποιος δικαιούται αγάπη, σεβασμό, θαυμασμό και ποιος θα μείνει διαρκώς στην απ’ έξω. Έτσι, αντί να συζητάμε πράξεις, βίους και έργα, εγκλωβιζόμαστε σε στερεότυπα που μοιράζουν ρόλους και δικαιώματα σαν να ήταν προνόμια μιας κλειστής λέσχης.
Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ήδη ονόμασες: forma sine essentia -μορφή χωρίς ουσία.
Κριτήρια-βιτρίνα που ζητούν υποταγή σε προσχήματα και διαλύουν κάθε έννοια μέτρου. Χάνεται το κριτήριο αλήθειας. Ο χαρακτήρας, η συνεισφορά, η πράξη, η συνέπεια. Η γυναίκα γίνεται σκιά πίσω από ετικέτες.
Η τριπλή παγίδα δεν πλήττει μόνο τη γυναίκα αλλά πειθαρχεί και τον άνδρα. Του υπαγορεύει «ποια πρέπει να διαλέξει», ποιο αφήγημα «φαίνεται καλύτερο», πώς μετριέται ο ίδιος μέσω της συντρόφου του. Έτσι, η αγάπη -που είναι πράξη ελευθερίας -μετατρέπεται σε κοινωνικό συμβόλαιο βιτρίνας. Όσοι το υπηρετούν, μοιάζουν ισχυροί, στην πραγματικότητα είναι εγκλωβισμένοι.
Για να σπάσει αυτή η παγίδα χρειάζεται αντιστροφή των αξόνων: από το φαίνεσθαι στο είναι. Αντί να ρωτάς «πώς φαίνεται;», να ρωτάς «πώς στέκεται; τι υποστηρίζει; τι δημιουργεί; πώς αγαπά;». Μόνο τότε η κρίση παύει να είναι εργαλείο ταπείνωσης και γίνεται παιδεία.
Η πραγματική Μαράια δεν είναι το κορίτσι που κάποιοι είδαν σε ένα βίντεο και αποφάσισαν να κρίνουν με τα φθηνά μέτρα της ανώνυμης ψηφιακής αγοράς.
Το βιογραφικό της δεν χωράει σε ειρωνικά captions ούτε σε μικρόψυχες συγκρίσεις με κόρες ιδιοκτητών. Είναι μια διαδρομή που ξεκινά από το Φρέσνο της Καλιφόρνια, περνά από πτυχία στη Διοίκηση Αθλητισμού και την Κοινωνιολογία, από γήπεδα βόλεϊ και αίθουσες πανεπιστημίων, από πρακτικές στο NBA Summer League και θέσεις εργασίας στους Philadelphia 76ers, κι έπειτα διακλαδώνεται στην επιχειρηματικότητα με το Sincerely, Mariah. Όμως το brand αυτό δεν γεννήθηκε ως εμπορική ιδέα αλλά μέσα στην πανδημία και η ίδια μίλησε ανοιχτά για την αίσθηση ότι «χάνει τον εαυτό της», για εκείνη τη σιωπηλή πίεση να είναι η τέλεια μητέρα, η τέλεια γυναίκα, η τέλεια δημόσια εικόνα, λες και η ατέλεια είναι αδίκημα.
Και τότε επέλεξε να τυπώσει πάνω σε ρούχα ό,τι η κοινωνία προσπαθούσε να της αρνηθεί: την αξία χωρίς προϋποθέσεις, την αυθεντικότητα χωρίς συγγνώμες, τη διαφορετικότητα χωρίς στίγμα. Δεν ήταν lifestyle αλλά μια πράξη αντίστασης απέναντι στο βλέμμα που ζητάει υπακοή, μια ειρωνική χειρονομία προς όλα εκείνα τα στόματα που ξέρουν να απαιτούν αλλά ποτέ να στηρίζουν. Σε εποχές που απαιτούν τα πάντα φιλτραρισμένα και πειθαρχημένα, εκείνη διάλεξε να εμφανιστεί ωμή, ευάλωτη και ταυτόχρονα αδιαπραγμάτευτη, μετατρέποντας τη δημόσια έκθεση σε πεδίο αλήθειας.
Αλλά, γιατί είναι κακό να είναι κάποια το κορίτσι της διπλανής πόρτας;
Είναι σχεδόν παράδοξο, αλλά στον 21ο αιώνα η απλότητα έγινε κατηγορία. Το «κορίτσι της διπλανής πόρτας» καταδικάζεται γιατί δεν εξάπτει φαντασιώσεις δύναμης, δεν εξυπηρετεί την αφήγηση του παραμυθιού, δεν ανεβάζει τον ήχο στο θέαμα που ζητά ο αλγόριθμος. Η απλότητα μοιάζει ύποπτη, σχεδόν ύβρις, σε μια εποχή όπου όλα πρέπει να είναι επιμελημένα, φιλτραρισμένα, δραματουργικά. Αν δεν προκαλείς φθόνο ή αν δεν ταιριάζεις σε πρότυπα που κάποιοι όρισαν πριν από σένα, τότε σου φοράνε την ετικέτα της μετριότητας, λες και η αξία κρίνεται από το πόσο «απρόσιτη» δείχνεις. Στην πραγματικότητα, αυτό που ενοχλεί δεν είναι η απλότητα, αλλά η αυτονομία της: το ότι δεν έχει ανάγκη τη συνεχή επικύρωση, δεν χτίζει περσόνα για το κοινό, δεν παίζει το παιχνίδι της επίδειξης. Η απλή γυναίκα δεν είναι ποτέ αρκετή για μια κοινωνία που μετρά τα πάντα σε click και σε χειροκρότημα· κι όμως, είναι η μόνη που δεν χρειάζεται ούτε το ένα ούτε το άλλο για να υπάρξει.
Το κοινό στα social media (ευτυχώς!) αντέδρασε
Κι όμως, μέσα στον καταιγισμό της τοξικότητας, υπήρξε μια ρωγμή. Το βίντεο κατακρίθηκε όχι από φανατικούς θαυμαστές, αλλά από ανθρώπους που είδαν την ασχήμια πίσω από το σχόλιο, που διέκριναν ότι εδώ δεν μιλάμε για γούστο αλλά για ήθος. Χιλιάδες φωνές στάθηκαν απέναντι, λέγοντας το αυτονόητο: η ομορφιά της Μαράια δεν χρειάζεται τη βούλα κανενός, η αξία της δεν αποτιμάται σε likes, ούτε μετριέται σε χιλιοστά ηλικιακής διαφοράς με τον Γιάννη.
Μια κοινωνία στα social που σε πολλές περιπτώσεις μοιάζει υπνωτισμένη από την ευκολία του κουτσομπολιού, για μια στιγμή έδειξε πως κάποια όρια εξακολουθούν να υπάρχουν, πως ορισμένες κόκκινες γραμμές δεν μπορεί να τις σβήσει ούτε η ανωνυμία ούτε ο αλγόριθμος.
Ο Σαρτρ έγραψε ότι «η κόλαση είναι οι άλλοι», αλλά στα social και στους δημιουργούς περιεχομένου η κόλαση έχει αναβαθμιστεί
Δεν είναι απλώς οι άλλοι, είναι ο παρατηρητής που νομίζει ότι το βλέμμα του είναι νόμος, ότι η γνώμη του είναι ετυμηγορία, ότι το σχόλιό του μπορεί να ορίζει ταυτότητες. Όμως το βλέμμα δεν είναι ποτέ ουδέτερο. Είναι φτιαγμένο από προκαταλήψεις, ανασφάλειες, απωθημένα. Κι αν ζήσεις γι’ αυτό το βλέμμα, θα καταλήξεις φυλακισμένος σε ένα κελί που έχτισες εσύ ο ίδιος. Η ελευθερία αρχίζει ακριβώς τη στιγμή που αρνείσαι να απολογηθείς σ’ αυτή τη σιωπηρή εξουσία.
Η Μαράια αυτό το πρεσβεύει καθώς δεν γονάτισε, δεν προσπάθησε να καλοπιάσει κανέναν, δεν πέρασε ούτε μια στιγμή να μετρήσει την αξία της με likes.
Το ευρύτερο μήνυμα
Η ιστορία αυτή δεν αφορά μόνο τη Μαράια προφανώς. Είναι κομμάτι ενός μεγαλύτερου παζλ για το πώς μιλάμε για τις γυναίκες, πώς τις στριμώχνουμε σε ρόλους, πώς τις κρίνουμε με όρους που ποτέ δεν θα τολμούσαμε να εφαρμόσουμε σε άντρες. Όμορφη, άσχημη, αδύνατη, χοντρή, πολύ μεγάλη: πάντα μια ταμπέλα, πάντα ένα κουτάκι, πάντα μια απόπειρα να περιοριστεί η ύπαρξη σε τίτλο. Αλλά η ζωή δεν είναι τίτλος.
Είναι η προσωπική μας διαδρομή. Είναι λάθη και ανατροπές και σιωπές και πράξεις. Και η Μαράια δεν είναι «η γυναίκα του Γιάννη». Είναι μια γυναίκα με έργο, με επιλογές, με δική της φωνή και διαδρομή -είτε αρέσει είτε όχι σε εκείνους που θέλουν τις γυναίκες διακοσμητικές, σιωπηλές και ελεγχόμενες.
Στον πυρήνα όλων αυτών υπάρχει μια αλήθεια που όσο κι αν την απεχθάνεται η εποχή των social, μένει αμετακίνητη
Η ομορφιά, η αξία, η αξιοπρέπεια δεν μπαίνουν σε ψηφοφορία. Δεν τις ορίζει κανένα trending hashtag, κανένα τρολάρισμα, κανένα σχόλιο κάτω από ένα βίντεο. Η Μαράια Ρίντλσπρίγκερ το ξέρει και απαντάει όχι με συνεντεύξεις, όχι με εξηγήσεις, αλλά με τρεις φράσεις που έγιναν ταυτότητα: «Αναμφίβολα άξια. Απροκάλυπτα ο εαυτός μου. Μοναδικά φτιαγμένη». Κι αυτό, στο τέλος, είναι το μόνο που χρειάζεται να ειπωθεί.
Για την ιστορία, και όχι ότι έχει κάποια αξία, αλλά η Μαράια γεννήθηκε σαν σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου, και κλείνει τα 33, οπότε παραμένει δεν είναι 8 χρόνια μεγαλύτερη από τον 30χρονο Γιάννη.
Με αφορμή τα γενέθλιά της, ακολουθούν κάποια inspo λόγια της που επιβεβαιώνουν το πόσο όμορφη είναι (και) μέσα της
«Έχανα τον εαυτό μου προσπαθώντας να είμαι αυτό το τέλειο άτομο -και κανείς δεν μπορεί να είναι τέλειος» (μιλώντας για την περίοδο μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού, όταν ένιωθε πιεσμένη από τον ρόλο της μητρότητας).
«Ξεκίνησε επειδή ήμουν πεσμένη και ήθελα να διαδώσω περισσότερη θετικότητα, γιατί ξέρω ότι πολλοί περνούν παρόμοιες καταστάσεις» (αναφερόμενη στη δημιουργία του brand Sincerely, Mariah μέσα στην πανδημία).
«Είπα μέσα μου: αυτό πρέπει να το κάνω για μένα -ξέρω ότι θα με βοηθήσει να ξαναβρώ τον εαυτό μου» (περιγράφοντας την απόφασή της να ξεκινήσει κάτι δικό της για να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της).
«Ένιωθα πως ο κόσμος χρειάζεται περισσότερα θετικά μηνύματα και λιγότερη τοξικότητα. Θεώρησα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να το αγκαλιάσω» (μιλώντας για το πώς η εποχή απαιτούσε ένα πιο ενδυναμωτικό μήνυμα).
«Η μητέρα μου πάντα μου έλεγε: “Είσαι αρκετή. Δεν χρειάζεται να είσαι τίποτα άλλο απ’ αυτό που είσαι. Όσοι σε αγαπούν, θα σε αγαπούν γι’ αυτό που είσαι.”» (εξηγώντας την έμπνευση για το μότο “Undeniably worthy” στα ρούχα της).
«Το “Unapologetically me” σημαίνει να αποδέχεσαι πλήρως αυτό που είσαι… να μην απολογείσαι που είσαι διαφορετική, που θέλεις ροζ μαλλιά ή που αγαπάς όποιον αγαπάς» (περιγράφοντας τη φιλοσοφία πίσω από το δεύτερο μότο της σειράς).
«Το “Uniquely made” σημαίνει πως φτιάχτηκες ακριβώς όπως ήταν να φτιαχτείς -και αυτό είναι απόλυτα ΟΚ» (ως μήνυμα αποδοχής του εαυτού).
«Για μένα η άνεση είναι βασική… Αν με δεις στο Μιλγουόκι, μάλλον θα φοράω κολάν ή φόρμες και φούτερ» (υπογραμμίζοντας ότι η σειρά της βασίζεται σε άνετα, καθημερινά ρούχα).
«Το ότι ο κόσμος πιστεύει αληθινά στο μήνυμά μου είναι συγκλονιστικό» (σχολιάζοντας την ανταπόκριση του κοινού στο brand της).
«Σχεδόν δάκρυσα… βλέποντας κάποιον να το αγαπά όσο κι εγώ» (περιγράφοντας πώς ένιωσε όταν είδε ανθρώπους να φορούν τα ρούχα της).
«Θέλω πραγματικά να βοηθήσω τους ανθρώπους να νιώθουν περισσότερη αυτοπεποίθηση και περισσότερη αγάπη» (για τον τελικό σκοπό της σειράς ρούχων).
