Η μέρα που με ξέχασαν σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων

Δέσποινα Καμπούρη
Η μέρα που με ξέχασαν σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων

Τη μέρα που συνέβη το παράδοξο ήθελα να κλάψω. Τώρα, που έχουν περάσει μέρες και μπορώ να σας διηγηθώ την ιστορία μου, μάλλον θέλω να γελάσω…

Δεν μπορεί να μην γνωρίζετε αυτόν τον ξακουστό μαγνήτη που έχουν κάποιοι άνθρωποι στη ζωή τους. Άλλοι σε μόνιμη βάση και άλλοι περιστασιακά. Αυτός ο μαγνήτης που δεν θέλω να κατονομάσω εδώ διότι πάνω απ’ όλα είμαι chic, έλκει κοντά μας ανισόρροπους ανθρώπους που φημίζονται για το πόσο αδαείς, ανεγκέφαλοι και ανόητοι είναι.

Εγώ λοιπόν, θα έλεγα ότι έχω φάει με το κουτάλι τέτοιους ανθρώπους γύρω μου, αλλά αρνούμαι να αποδεχτώ ότι με κάποιον μαγικό τρόπο τους έλκω. Γι’ αυτό λοιπόν θα θεωρήσω ότι το τελευταίο περιστατικό που μου συνέβη ήταν μία απλή σύμπτωση.
Είναι απόγευμα και μόλις έχω επιστρέψει από το λιμάνι του Λαυρίου μετά από οικογενειακό τριήμερο στη Τζια. Μέσα στο αυτοκίνητό μου επικρατεί ένας πραγματικός χαμός. Πεθερός, πεθερά, παιδιά, καροτσάκι και 35 βαλίτσες, άλλες μικρές κι άλλες μεγάλες. Ως γνήσιο ψυχαναγκαστικό και υποχόνδριο άτομο με έμφαση στην καθαριότητα του σπιτιού και του αυτοκινήτου μου, από το λιμάνι της Κέας μου έχει καρφωθεί στο μυαλό με το που θα φτάσω στην Αθήνα να πλύνω το ταλαιπωρημένο μου αυτοκίνητο, γεμάτο σκόνη, άμμο και σκουπίδια. Παρατάω όπως όπως πεθερούς και τέκνα, ξεφορτώνω σε χρόνο dt και κατευθύνομαι στο πλησιέστερο βενζινάδικο για να προλάβω να πλύνω το αυτοκίνητο.

«Κυρία μου στο τσακ προλάβατε γιατί στις 7 κλείνουμε!». Ευτυχώς ο Θεός με αγαπάει λίγο παραπάνω και ενώ είναι Κυριακή σχεδόν 6 και μισή το απόγευμα, ο υπάλληλος βάζει το αυτοκίνητο για πλύσιμο. Κάθομαι αναπαυτικά στην καρέκλα έξω από το παντοπωλείο του βενζινάδικου τελείως ανακουφισμένη αφού σε λίγα λεπτά θα επέστρεφα στο σπίτι μου με πεντακάθαρο αυτοκίνητο! Η αφόρητη ζέστη και ο ήλιος με αναγκάζουν να μπω μέσα που υπάρχει κλιματισμός. Μετά από λίγο ξαναβγαίνω γιατί εκεί μέσα είναι Ανταρκτική και έχω αρχίσει να χάνω τη φωνή μου. Ύπουλη φαρυγγίτιδα…

Καθώς χαζεύω στο κινητό μου, βλέπω μαύρα σύννεφα στον ουρανό. «Αποκλείεται! Δε μπορεί να είμαι τόσο γκαντέμω!» λέω από μέσα μου. Κι όμως, ο καυτός καλοκαιρινός ήλιος χάνεται μονομιάς και ακούω αστραπές και κεραυνούς.



Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σκοτεινιάζει ο ουρανός και χοντρές ψιχάλες βροχής πέφτουν στα πόδια μου.



Η βροχή γίνεται καταιγίδα. Τρέχω κάτω από το υπόστεγο για να προστατευτώ από την μπόρα. Εκεί που έσκαγα από τη ζέστη, κρυώνω!



Ξαφνικά σκάει μπροστά μου ο υπάλληλος ο οποίος με ενθουσιασμό μου λέει «Το αυτοκίνητό σας κυρία είναι έτοιμο!». Και γιατί χαίρεσαι; Μου ήρθε να του πω αλλά καταλάβαινα ότι ένας πιτσιρικάς Κυριακάτικα το μόνο που θέλει είναι να βάλει λουκέτο στο βενζινάδικο και όπου φύγει φύγει. «Μπορώ παρακαλώ να περιμένω μέσα στο αυτοκίνητο μέχρι να σταματήσει η βροχή;», τον ρωτάω, αλλά για απάντηση παίρνω ένα βλέμμα επιδοκιμασίας που αν είχε λέξεις θα ήταν η εξής πρόταση: «Δεν μας μπιπ εσύ κι ο γρύλλος σου Κυριακάτικα;».



Τρέχοντας φτάνω στο πλυντήριο. Μπαίνω μέσα στο αυτοκίνητο, κλείνω τις πόρτες και τσεκάρω αν έγινε καλό καθάρισμα εσωτερικά. Είπαμε, αυτά τα κολλήματα δεν φεύγουν με τίποτα.



Μιλάω στο τηλέφωνο με μία φίλη μου όταν ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να διακρίνω τα λευκά πλακάκια του πλυντηρίου καθώς δεν υπάρχει ίχνος φωτός. Κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω πίσω ένα ηλεκτρικό ρολό να κλείνει σιγά σιγά. Πετάγομαι έξω από το αυτοκίνητο μπας και προλάβω να το μπλοκάρω, αλλά μάταια. Αυτό κλείνει ερμητικά…



«Να δεις που κάποιος μου κάνει φάρσα. Αποκλείεται αυτό να συμβαίνει στην πραγματικότητα!», λέω μπας και πείσω τον εαυτό μου να χαλαρώσει. Είναι θεοσκότεινα, έχει πολύ υγρασία και κρύο και συνειδητοποιώ ότι δεν έχω internet στο κινητό μου. Μα και να είχα τι θα μπορούσα να κάνω; Πώς θα εξηγούσα στην υπάλληλο του 11880 σε ποιο από τα 20 βενζινάδικα που έχει η Αλίμου, βρισκόμουν εγώ κλειδωμένη και ξεχασμένη μέσα στο πλυντήριο αυτοκινήτων;

Αρχίζω να κορνάρω επίμονα αλλά οι βροντές και οι αστραπές δυσκολεύουν το έργο μου. Δεν ακούγεται τίποτα έξω. Χτυπάω με τα χέρια μου το ρολό. Ποιος Χριστιανός να κόβει βόλτες έξω από το πλυντήριο κάτω από τη βροχή; Κανείς! Κανείς;;;; Ω Θεέ μου. Μόλις συνειδητοποιούσα ότι θα περνούσα τη νύχτα μου κλεισμένη μέσα σε σκοτεινό πλυντήριο αυτοκινήτων.

Κι αν θα με ψάχνουν οι δικοί μου; Θα βγάλουν silver alert; Θα ανησυχούν για εμένα. Γαμώτο… Δεν έχω ούτε μία πετσέτα στο πορτ μπαγκάζ για να σκεπαστώ. Τις έβαλα όλες για πλύσιμο πριν πάω το αυτοκίνητο για πλύσιμο. Η φωνή αρχίζει να κλείνει σταδιακά. Λίγο η φαρυγγίτιδα, λίγο το σοκ, άρχισα να μιλάω σαν τον Ταμπάκη. Ουρλιαχτά. Τι να μιλάω δηλαδή; Να βρίζω την τύχη μου.

Παράλληλα συνεχίζω πότε να κορνάρω και πότε να χτυπάω με τις γροθιές μου στο ρολό. Έχουν περάσει 20 λεπτά αλλά νομίζω ότι έχει περάσει ένας αιώνας. Ξαφνικά ως δια μαγείας ανοίγει το ρολό. Βλέπω μπροστά μου έναν οδηγό παπί που είχε σταματήσει κάτω από το υπόστεγο του βενζινάδικου για να προστατευτεί από τη βροχή και δίπλα του τον πιτσιρικά που μέχρι πριν λίγο μάλλον με μισούσε για την καθυστέρηση. «Άντε! Τυχερή ήσουν που σε άκουσα εγώ!», αποκρίνεται ο οδηγός του παπακίου. Το βλέμμα μου στον υπάλληλο είναι κάτι παραπάνω από δολοφονικό. Θέλω να του ορμήσω αλλά κρατιέμαι. Του ρίχνω τρία γαλλικά και φεύγω με παντιλίκια.

Φτάνω σπίτι μου κατάκοπη. Αγκαλιάζω τα παιδιά μου και με ρωτά με απορία ο πεθερός μου: «Πού ήσουν τόση ώρα κορίτσι μου; Ανησυχήσαμε. Δεν έπιανε και το κινητό σου…». Άντε τώρα να του εξηγήσεις…

Καλή σας μέρα!

Περιμένω τα μηνύματά σας εδώ!

Μπορείτε να με βρείτε και στο φυσικό μου περιβάλλον, εδώ αλλά και εδώ.