Αντίο αγαπημένε μου Θέμο

Δέσποινα Καμπούρη
Αντίο αγαπημένε μου Θέμο

«Ποια είσαι εσύ και τι δουλειά έχεις εδώ;» Με ρώτησε ψαρωτικά μέσα από τα δόντια του καθώς περίμενα στωικά καθισμένη σε έναν δερμάτινο καναπέ μέσα στην εταιρία παραγωγής Άρθρον μέχρι να έρθει η ώρα μου για να περάσω από συνέντευξη με τον παραγωγό των εκπομπών που παρουσίαζε στον Alpha. Εκείνος βγήκε για λίγο από το γραφείο του και με είδε από σπόντα. «Με λένε Δέσποινα και σας έχω φέρει το βιογραφικό μου. Θέλω να γίνω δημοσιογράφος και να δουλέψω στην εκπομπή σας», του απάντησα με σταθερή φωνή. Δεν ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτή τη συνάντηση. Εγώ ήμουν 21 χωρίς καμία εμπειρία ψάχνοντας απελπισμένα για δουλειά κι εκείνος ήδη πολύ ισχυρός άνδρας των Media. «Τι έχεις κάνει;», «Έχω δουλέψει στο Big Brother και στο Fame story αλλά είμαι σίγουρη ότι αν μου δώσετε την ευκαιρία θα βρω πολλές ιδέες να σας προτείνω για νέες τηλεοπτικές παραγωγές. Aν σας κάνω με κρατάτε. Αν δε σας κάνω με διώχνετε.». «Φαίνεσαι έξυπνη, αλλά ελπίζω να μην είσαι εξυπνάκιας». Ευθεία και αριστερά είναι το λογιστήριο. Αύριο στις 9 να είσαι εδώ».

Έτσι ξεκίνησε η πιο σημαντική δεκαετία στην επαγγελματική μου πορεία και η όμορφη δεκαετία των νεανικών μου χρόνων. Δίπλα του. Για εμένα ο Θέμος δεν ήταν απλώς εργοδότης ή μέντορας. Ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε σε εμένα. Με πίστεψε ο άνθρωπος που θαύμαζα, άρα το κίνητρό μου για να τον κάνω περήφανο ήταν η δύναμή μου. Μου έδωσε φτερά και πέταξα. Με άφησε να φάω τα μούτρα μου, με άφησε να εκτεθώ και να αντιμετωπίσω μόνη μου αντιξοότητες και ανοιχτά μέτωπα, δούλεψα ατέλειωτα. Μέρες και νύχτες πάνω από σκαλέτες, μέσα σε μοντάζ, πάνω από τα τηλέφωνα, μπροστά από τον υπολογιστή. Διαθέσιμη οποιαδήποτε ώρα με χρειαζόταν για να κλείσω τον τάδε ακριβοθώρητο καλεσμένο ακόμη και στις 11 το βράδυ για να έρθει την επόμενη μέρα το πρωί στο γύρισμα. «Μα είναι πολύ δύσκολο κύριε Θέμο. Αποκλείεται να έρθει!», «Μη το ξανακούσω αυτό. Εσύ θα τον πείσεις. Και σε παρακαλώ για τον Θεό. Καλύτερα να με λες μαλάκα παρά Κύριε Θέμο!».

Κι όμως. Δεν τον είπα ποτέ Θέμο. Ντρεπόμουν. Δεν ήμασταν ίσοι κι όμοιοι. Ήταν το ίνδαλμά μου. Και πολύ συχνά κοκκίνιζα όταν μου μιλούσε. Ήμουν το ανέκδοτο της εταιρίας. Σε κάθε σύσκεψη αν κάτι δεν είχα κάνει καλά, μόλις με κοίταζε γινόμουν παντζάρι. Δεν μου ύψωσε ποτέ τον τόνο της φωνής του. Δεν με πρόσβαλε ποτέ. Για χρόνια το γραφείο μου ήταν έξω από το δικό του. Είχα δει το σκληρό του πρόσωπο. Είχα ακούσει τις φωνές του. Ήξερα πως για τους εχθρούς του μπορούσε να γίνει ο χειρότερος εφιάλτης. Αμείλικτος. «Δε θα φοβάσαι κανέναν πριγκίπισσα! Δε θα αφήνεις κανέναν να στην πέσει. Θα είσαι πάντα ετοιμοπόλεμη. Είσαι δημοσιογράφος. Μη το ξεχνάς αυτό». Θυμάμαι τη μέρα που γνωστός παράγοντας με είχε απειλήσει για ένα ρεπορτάζ που είχα κάνει στην εφημερίδα. Με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είχε πει να ελέγχω κάθε πρωί τα φρένα του κίτρινου Smart που οδηγούσα τότε, ήξερε και τις πινακίδες μου. Ο Θέμος έλειπε από το γραφείο. Τον κάλεσα στο τηλέφωνο με τρεμάμενη φωνή. «Πες του “μου είπε ο Θέμος να περάσεις μια βόλτα από το γραφείο του”! Κι αν είναι μάγκας, ας έρθει. Μη φοβάσαι κοριτσάκι μου. Εσύ έκανες τη δουλειά σου. Και την έκανες πολύ καλά!», μου είπε με γλυκιά φωνή.

Με αυτούς που αγαπούσε γινόταν βούτυρο. Ήταν από αυτούς τους ευγενείς άνδρες, που αν ήσουν γυναίκα σου τραβούσε την καρέκλα για να κάτσεις, κι αν κρύωνες έβγαζε το σακάκι του και στο έριχνε στους ώμους. Με τον ίδιο τρόπο που υποδεχόταν στο πλατό την Κάτια Δανδουλάκη, υποδεχόταν κάθε καρυδιάς καρύδι που ερχόταν στην εκπομπή. Ηθοποιούς, πολιτικούς, τραγουδιστές, stars πρώτης γραμμής, χορεύτριες, μοντέλα, εστεμμένες, παίκτες reality, δημοσιογράφους, πορνοστάρ. Ο Θέμος είχε την οξυδέρκεια να βγάλει τον καλύτερο εαυτό του οποιουδήποτε συνεντευξιαζόμενου καθόταν απέναντί του. Είτε είχε πανεπιστημιακή μόρφωση, είτε δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό. Δε φοβόταν να ρωτήσει. Δεν φοβόταν να αντιμετωπίσει και τους πιο δύσκολους καλεσμένους. Δε φοβόταν κανέναν και τίποτα. Μόνο τρία πράγματα τον τρόμαζαν: Οι αρρώστιες, τα μικρόβια και τα προβλήματα υγείας των μικρών παιδιών. Τα έβαζε με Θεούς και δαίμονες. Μπροστά σε ένα άρρωστο παιδί ή έναν κατατρεγμένο άνθρωπο λύγιζε.

Η εφημερίδα ήταν η μεγάλη του αγάπη. Το πάθος που είχε για το Πρώτο Θέμα δεν το είχε για καμία εκπομπή στον κόσμο. Τον παρακάλεσα να με αφήσει να γράφω στην εφημερίδα. Με έστειλε σε επικίνδυνες αποστολές. Θυμάμαι το ύφος του μόλις μπήκα στο γραφείο του μετά από ταξίδι στη Θεσσαλονίκη για συγκεκριμένο ρεπορτάζ. «Μπράβο πριγκίπισσα. Έτσι σε θέλω. Ατρόμητη!». Το θέμα μου έγινε χτύπημα στην πρώτη σελίδα. Ήμουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο.

Θυμάμαι και την πρώτη Κυριακή που βγήκαμε στα περίπτερα. Ήμουν στο γραφείο σερί από το προηγούμενο βράδυ γιατί έπρεπε να τελειώσω την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης που είχε πάρει ο Θέμος από γνωστό επιχειρηματία που είχε εμπλακεί σε σκάνδαλο. Με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ και ξύπνησα από το τηλέφωνο που χτυπούσε ασταμάτητα. «Ναι; Ναι σας ακούω. Από πού; Από περίπτερο;», «Κυρία μου έχουν εξαντληθεί όλα τα φύλλα στην Ομόνοια και το Σύνταγμα. Στείλτε εφημερίδες, τις ζητάει ο κόσμος και δεν έχουμε να πουλήσουμε!». Άρχισε να χτυπάει δυνατά η καρδιά μου. Όλη αυτή η ένταση, η αγωνία και το ξενύχτι, απέδωσαν καρπούς. Τα καταφέραμε όλοι. Τα κατάφερε ο Θέμος. Ξεπούλησε. Τον πήρα τηλέφωνο στις 8 το πρωί. «Κύριε Θέμο πρέπει να επικοινωνήσουμε με την διανομή μας. Με παίρνουν περιπτεράδες από όλη την Αθήνα! Σκίσαμε!».

Δέκα ολόκληρα χρόνια στρατιώτης του. Από τους πιο πιστούς του. Κοντά του σε χαρές και λύπες. Σε επιτυχίες και αποτυχίες. Πάντα «ετοιμοπόλεμη» έξω από το γραφείο του για να τον υπερασπιστώ, για να ακολουθήσω τις οδηγίες του. Για να του κάνω παρέα κάποια βράδια που ήταν κουρέλι από την κούραση και είχε τους καημούς του. Καθώς έπινε το ουίσκι του μου έλεγε «Πάλι δεν πρόλαβα να δω τα παιδιά σήμερα… Ευτυχώς που με αντέχει η Βασιλική. Ευτυχώς που την έχω!».

Κι όταν ήταν χαρούμενος, έφερνε στο γραφείο τα αγαπημένα του παστάκια. «Έλα να φάμε!» μου έκλεινε το μάτι και προχωρούσε αγέρωχος προς το γραφείο του. ‘Ηταν η μικρή μας συνωμοσία. Όλο ήθελε να χάσει κιλά και ακολουθούσε δίαιτες, κι όλο ήθελε να τρώει γλυκά και σοκολάτες. Μετά έπινε μία coca cola light και πιπίλαγε ένα malox. Και το βράδυ έμπαινε στο αυτοκίνητό του και έτρεχε με χίλια στην εθνική οδό για να εκτονωθεί. Τα γρήγορα αυτοκίνητα ήταν ένα ακόμη μεγάλο του πάθος. Όπως και ο Ολυμπιακός. Πριν τα κρίσιμα ματς με έπαιρνε τηλέφωνο χωρίς λόγο. Γενικολογούσε. Μέχρι που κατάλαβα ότι το είχε σαν γούρι. «Ναιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαι! Γκολλλλλλλλλ!!!». Ήταν αρκετά προληπτικός και κάποιους τους θεωρούσε κατσικοπόδαρους. Γι' αυτό και ήξερα πάντα ποιους θα καλέσουμε στις εκπομπές και ποιοι δε θα περάσουν ποτέ το κατώφλι του ΟΛΑ.

Κάπως έτσι πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Έγινα ό,τι είμαι σήμερα γιατί αυτός με έκανε. Σε αυτόν τα χρωστώ όλα. «Πήγαινε ντύσου, βάψου, βάλε μικρόφωνο και σε περιμένω στο πλατό. Τέλος. Δεν ακούω κουβέντα!». Προσπαθούσε να με πείσει να βγω μαζί του στην εκπομπή. «Μα εγώ κύριε Θέμο θέλω να γίνω δημοσιογράφος. Όχι παρουσιάστρια. Κανείς δε θα με παίρνει στα σοβαρά…», «Άρα εγώ είμαι γελοίος κατά τα δικά σου λεγόμενα… Μπράβο πριγκίπισσα... Αυτό δεν το περίμενα ποτέ από εσένα!». Ήπια για πρώτη φορά στη ζωή μου μονορούφι ένα ποτήρι βότκα με πορτοκάλι. Καλωδιώθηκα. Έκατσα στην καρέκλα. Μου φαινόταν ηλεκτρική. Όλα πήγαν καλά. Γιατί ήταν αυτός εκεί.

Το τέλος μας δεν ήταν καλό. Αισθάνθηκα ότι με εγκατέλειψε. Αισθάνθηκα ότι δεν με χρειαζόταν άλλο. Η μέρα που μπήκα στο γραφείο του και του είπα «Φεύγω», ήταν μία από τις δύσκολες στη ζωή μου. «Άσε τις χαζομάρες Δέσποινα. Εκεί έξω είναι ζούγκλα. Είσαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις;», «Τα κατάφερα μαζί σας, δε φοβάμαι κανέναν. Ήρθε η ώρα να προχωρήσω μόνη μου!».

Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ. Όπως γίνεται και με τους μεγάλους έρωτες που τελειώνουν άδοξα. Τόσο πολύ μου κόστισε ο αποχωρισμός. Μόνο μία φορά που έμαθε ότι το μωρό μου ήταν άρρωστο και νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Ξέρεις ότι είμαι δίπλα σου για οτιδήποτε χρειαστείς. Αυτό θα το θυμάσαι πάντα!». Την επόμενη μέρα ήρθε στο δωμάτιό μας η Διευθύντρια του νοσοκομείου με ένα κουτί σοκολατάκια. «Κυρία Καμπούρη εμείς θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για το παιδάκι σας και για όλα τα παιδιά του κόσμου. Ο κύριος Αναστασιάδης πρέπει να σας αγαπάει πολύ…».

Δεν είχαμε επαφές, αλλά πάντα μαθαίναμε ο ένας τα νέα του άλλου. Τα τελευταία με πάγωσαν. «Ο Θέμος είναι άρρωστος». Πίστευα ότι είναι μία από τις χοντροκομμένες πλάκες που μας έκανε πάντα. Δεν ήθελα να πιστέψω τη σοβαρότητα της κατάστασης. Δεν είχα καμία επαφή μαζί του όσο ήταν στη Ζυρίχη. Του έστελνα μηνύματα μέσω της λατρεμένης του Αλίκης. «Αλικάκι μου πες στον μπαμπά σου ότι τον αγαπώ πολύ και η σκέψη μου είναι κοντά του, μη το ξεχάσεις σε παρακαλώ!». Ήταν λες και ξόρκιζα το κακό. Πίστευα μέχρι την τελευταία στιγμή ότι όλα θα πάνε καλά. Το πίστευα πραγματικά. Είχα φοβερή άρνηση να σκεφτώ ότι θα πεθάνει.

Τελικά δεν ήταν φάρσα. Ούτε κακόγουστο αστείο. Ο Θέμος μου έφυγε αθόρυβα… Ο άνθρωπος που έτρεμε τις αρρώστιες έφυγε από την χειρότερη. Άραγε θα πονούσε; Θα φοβόταν;

Αντίο αγαπημένε μου άνθρωπε. Θα σ’ αγαπώ και θα σε τιμώ πάντα.