Pretty in Pink

Pretty in Pink

Το ροζ είναι κάπως σαν το κλάμα, για τα αγόρια: απαγορευμένο.

The Queen

Ήταν η πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο. Εκείνα τα παλιά τα χρόνια που ακόμα φορούσαμε ποδιές. Τα αγοράκια στοιχήθηκαν δεξιά, μέσα στα καρό θαλασσί ζακετάκια τους και τα κοριτσάκια αριστερά φορώντας τα ροζ καρό φουστανάκια τους. Και η συμβατική ταξινόμηση/ ιδιοκτησία των χρωμάτων εντυπώθηκε για πάντα στις συνειδήσεις τους. Οι οποίες είχαν, άλλωστε, ήδη χρωματιστεί σε baby blue και baby pink, αντιστοίχως, στα παιδικά δωμάτιά τους που μόνο στο τσακίρ κέφι των γονέων αποκτούσαν, που και που, και καμιά ουδέτερη πράσινη, κίτρινη άντε και πορτοκαλί πινελιά. Που να τολμήσεις, μετά, ως ανήρ πιστός σε όσα προστάζει η κοινωνία για το φύλο σου να αφήσεις τη ρίγα, τη γραβάτα, το πουά να πλησιάσει το ροζ χρωματικά;

Μα, αγάπη μου, εσύ δεν είσαι που θέλεις να είσαι φιγουρίνι σωστό που ξεπήδησε από τις σελίδες του πιο ψαγμένου editorial μόδας; Εσύ δεν είσαι που δίνεις μανιασμένες κλωτσιές στα στερεότυπα και χαράζεις τον δικό σου δρόμο κλείνοντας τα αυτιά στις σειρήνες των παραδοσιακών αξιών και του κατεστημένου; Εσύ δεν είσαι που αρνείσαι τις ταμπέλες και ξεκολλάς τα αυτοκολλητάκια από τις προσωπικότητες των ανθρώπων προσφέροντάς τους απλόχερα χώρο να είναι ο καθένας διαφορετικός; Πώς γίνεται να αφήνεις ένα τόσο ανόητο cliché να ορίζει τη ζωή σου;

Και μη μου πεις πως, απλώς, δε σου αρέσει το συγκεκριμένο χρώμα ή το ότι σου προκαλεί τάση προς έμετο, εσύ με τη γκαρνταρόμπα στη χρωματική παλέτα του ανθρακωρύχου που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ανανέωση. Έστω για ένα πειραματισμό. Άσε που έχω προσέξει πως λάμπουν τα ματάκια σου κάθε φορά που οι ροζ αντανακλάσεις μιας βιτρίνας χτυπάνε πάνω τους και θυμάμαι πως ενθουσιάστηκες με εκείνο το πουκάμισο magenta που σου έφερα πέρυσι από το Βερολίνο. Τι στο καλό χρειάζεται για να ξεπεράσεις τις προκαταλήψεις και να αφεθείς να «κάνεις το κομμάτι σου» χωρίς να νοιάζεσαι για τις ανόητες συμβατικότητες και τα ανεγκέφαλα σχόλια των κάπως πιο ανεγκέφαλων φίλων σου;

The King

Αγαπημένη μου πασιονάρια της παντονιέρας. Καταρχήν εκείνο το magenta πουκάμισο εκ του βερολινέζικου Mitte ήταν ένα γερό πλήγμα στη σχέση μας. Ένα χρώμα, γροθιά στο στομάχι για τα γούστα μου τα οποία, χωρίς πλέον να βάζω με απόλυτη βεβαιότητα το χέρι μου στη φωτιά, πιστεύω ότι τα γνωρίζεις. Κι επειδή η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως, σου δηλώνω για άλλη μια φορά πόσο πολύ αγαπώ το μαύρο χρώμα, το υπέροχο γκρι, ενώ στο τσακίρ κέφι μου άντε να κάνω τα γλυκά μάτια και στο λαδί. Αλλά magenta πουκάμισο; Eίσαι σοβαρή;

Θυμάσαι τη ντουλάπα του Ρίτσαρντ Γκιρ στο «Αmerican Gigolo»; Eίχε τα πάντα στις ίδιες μονότονες, για σένα αποχρώσεις. Αυτό ακριβώς μου αρέσει και μένα. Το ντύσιμο χωρίς στιλιστικές ακρότητες, χρωματικούς βερμπαλισμούς και μαξιμαλιστικά τερατουργήματα.

Για να μη σχολιάσω αυτή την πρόσφατη, κρυφή εμμονή σου με το πουά. Η οποία προσωπικά με αφήνει αδιάφορο. Κι όχι μόνο για το σίγουρο «δούλεμα» (και με εγγύηση επιστροφής χρημάτων) που θα αντιμετωπίσω από συναδέλφους και κολλητούς, αλλά γιατί μου προκαλεί αναγούλα. Με ενδιαφέρει η μόδα και το καλό ντύσιμο, όμως όπως αυτό ταιριάζει στην προσωπικότητά μου. «Ντύσιμο με μενταλιτέ», όπως αρέσκεσαι κι εσύ να επισημαίνεις. Και νομίζω ότι στα μαύρα με γνώρισες και στα γκρι με ερωτεύτηκες κι όχι στα ροζ, τα ριγέ ή τα πουά.

Αλλιώς μπορείς να προτείνεις στη φίλη σου να βάψει σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ το παιδικό δωμάτιο που ετοιμάζει για την άφιξη του κανακάρη της σε τέσσερις μήνες, ενώ εμείς ως καλοί, μελλοντικοί νονοί του να ξαμοληθούμε σε όλα τα παιχνιδάδικα για να ανακαλύψουμε ροζ, αγορίστικα αυτοκινητάκια και φούξια λούτρινα, μόνο για αγοράκια επαναλαμβάνω, δοκιμάζοντας τις αντοχές των πωλητών που θα μας περάσουν επιεικώς για νούμερα. Όσο για το λαμπύρισμα στο μάτι μου κάθε φορά που αντικρίζω ροζ σε βιτρίνα, αυτό δεν οφείλεται στην επιθυμία μου να αγκαλιάσω την πολυχρωμία σε στιλιστικό επίπεδο, αλλά στη δυσθυμία -θα μπορούσες να το αποκαλέσεις και μικρούς εσωτερικούς πνιγμούς- που μου προκαλεί το συγκεκριμένο χρώμα. Πάνω μου... και πάνω σου.

*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.