Όχι άλλες τρίχες

Όχι άλλες τρίχες

Διότι για «τρίχες» τσακωνόμαστε συνήθως. Και καμιά φορά και για... τρίχες.

The King

Ένα από τα «κλασικά-εικονογραφημένα» θέματα τσακωμού μας ανά διήμερο. Τότε που βάζω τον οδηγό της ξυριστικής μηχανής μου στα πέντε χιλιοστά και περιποιούμαι κάτι που είναι προσωπικό, δικό μου και αποκλειστικά στη μούρη μου. Τα γένια μου.

Αυτά που προκειμένου να μην είμαι σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο στο βιβλικό ερημονήσι ή τον Tom Hanks στο «Ναυαγό» (χαρακτηρισμοί που έχω ακούσει από το στοματάκι σου ανά τακτά χρονικά διαστήματα) κάνω ό,τι ακριβώς και άλλοι, εκατομμύρια, συνομήλικοί μου άντρες με γένια. Στο συγκεκριμένο στατιστικό δείγμα δεν γνωρίζω επακριβώς αν οι συμβίες τους παθαίνουν την ίδια φρίκη με σένα μόλις αντικρίσουν το λεπτό στρώμα από τα κατάλοιπα που πετάγονται με κάθε πέρασμα της μηχανής από τα μάγουλά μου. Αυτές τις «ελεεινές μικροσκοπικές τριχούλες» που εν βρασμώ ψυχής διατείνεσαι πως πέφτουν σε κάθε μπουκαλάκι σου το οποίο κατοικοεδρεύει στα βέγκε ραφάκια που με κόπο βίδωσα πάνω από το νιπτήρα του wc μας.

Κι εσύ επιμένεις ότι βρήκες τα γένια μου μέσα στην πανάκριβη ενυδατική για το πρόσωπό σου. Προς ενημέρωσή σου, αυτά δεν εμπεριέχουν το οξύ του σιχαμερού Alien που διαπερνάει τα κλειστά, γυάλινα βαζάκια αποκλειστικής ιδιοκτησίας σου με την ίδια ευκολία που το υγρό-βιοχλαπάτσα του διαστημικού τέρατος τρυπούσε τα τοιχώματα του διαστημοπλοίου της Sigourney Weaver. Και εξακολουθείς να αντιμετωπίζεις τα τριμαρισμένα γένια μου σαν ένα αυτόνομο μικροοργανισμό που επιτίθεται στο καλλυντικό οικοσύστημά σου, απειλώντας το pΗ της ευαίσθητης επιδερμίδας σου. Εγώ μετά τη θητεία μου βρίσκομαι σε εμφύλιο πόλεμο με τα ξυραφάκια και το προτσές «κόντρα ξύρισμα». Εσύ δεν φαντάζομαι να θέλεις να ξυρίζομαι πάνω από τη λεκάνη ή να βγαίνω στο μπαλκόνι...

The Queen

Quid pro quo, αγαπημένε μου. Ή, για να στο πω πιο λαϊκά, μία σου και μία μου. Και, για να τονώσω και το θρησκευτικό σου αίσθημα, μέρες που είναι: ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω. Πώς τολμάς να μου γκρινιάξεις που σου γκρινιάζω για τα σκληρά, αντιπαθητικά γένια σου που μου τρυπάνε τα πατουσάκια όποτε τολμώ να περπατήσω ξυπόλητη στα πλακάκια του πεντακάθαρου μπάνιου μας, όταν η γκρίνια σου για τις μαλακές, ήρεμες τριχούλες μου που πέφτουν στην μπανιέρα (βλ. ξύρισμα/ αποτρίχωση/ silkepil) και τα μεταξωτά μαλλάκια μου που κολλάνε στο νιπτήρα όταν περιποιούμαι τις γεωμετρικά τέλειες αφέλειές μου (βλ. trimming) γίνεται τριχιά και με πνίγει.

Αναρωτιέμαι, κιόλας, σε ποιο στο καλό μάθημα ανθρωπολογίας (;) διδάχτηκαν οι άνδρες πως τα θηλυκά γεννιούνται άνευ τριχώματος, με δέρμα αλαβάστρινο, λείο, στιλπνό και 100% άτριχο. Κάποιος, κάπου, κάποτε πρέπει να τους κάρφωσε αυτή την ιδέα στο μυαλό, δεν εξηγείται αλλιώς η καθολική άρνηση σύσσωμου του ανδρικού φύλου να δεχτεί το ότι η τριχοφυΐα δεν αποτελεί αποκλειστικά δικό τους προνόμιο και για να κατακτηθεί πρέπει να δοθούν αγώνες με τις ανεπιθύμητες τριχούλες που πάνε και φυτρώνουν όπου βρουν και νικητής να βγει η mademoiselle που, με όπλο το silkepil, το ξυραφάκι και τα κεριά έχει αρχίσει αυτόν τον πόλεμο, από την εφηβεία της και τούδε.

Και σαν να μην φτάνει η μάχη με τα ανεπιθύμητα στοιχεία κερατίνης (aka τρίχες) παράλληλα πρέπει να εμπλακούμε -παράλληλα- και σε μία ακόμα: σε αυτήν που λέγεται «τιθασεύω-την-μακριά-και-ανυπάκουη-κώμη». Θυμάμαι μια φορά που είδα στα περίχωρα της Μαδρίτης να μεταφέρουν έναν ταύρο σε ένα βανάκι και ρουθούνιζε ο δύσμοιρος με μανία αντιδρώντας βίαια στα χαλινάρια. Ακριβώς αυτό το θυμωμένο ζωντανό μου έρχεται στο νου κάθε φορά που τολμώ να ξεστομίσω την ιδέα να αποχωριστώ την μακριά μου κώμη και κοντεύεις να βγάλεις φλύκταινες, να πάθεις αναφυλαξία, κατεβάζεις τα μούτρα σου μέχρι να φιλήσουν το πάτωμα και δηλώνεις συντετριμμένος.

Πες μου, λοιπόν, πώς θέλεις να διατηρήσω αυτές τις αφέλειες -που τόσο χαριτωμένες βρίσκεις- στο ύψος τους αν δεν τις τριμάρω που και που; Ναι, με το ψαλίδι μου στο μπάνιο. Που αλλού; Και πώς να σου προσφέρω το αλαβάστρινο, λείο δέρμα μου απαλλαγμένο από κάθε ίχνος τριχοφυΐας δίχως να γεμίσω τη μπανιέρα με μικροσκοπικές τριχούλες που ούτε με μεγεθυντικό φακό δε μπορώ να δω (ούτε και η καθαρίστρια, παρεμπιπτόντως) για να συμμαζέψω; Μήπως προτιμάς να ξεκινήσουμε τα παιχνίδια ρόλων; Βαμβακούλας εγώ, Ροβινσώνας Κρούσος εσύ.

*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.