Αυτός ο αγώνας θα κριθεί στον πόντο

Αυτός ο αγώνας θα κριθεί στον πόντο
Να ανέβει καμία στα τακούνια της ή να μην ανέβει; Ιδού η αντιδικία.

The King

Όση αναγούλα μου προκαλεί το κρεσέντο χαζοβιολοσύνης (ναι, είναι νεολογισμός) που βράζει στα εγκεφαλικά κύτταρα της κοριτσοπαρέας που οργώνει στο repeat το Manhattan με τα τακούνια της τόσο ευγνωμονώ το βαθυσέβαστο εκπαιδευτικό χαρακτήρα του «Sex And The City». Οι άπειρες επαναλήψεις του από διαφορετικά ιδιωτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας λειτούργησαν προς όφελος των αντρών αφού καλλιέργησαν ακόμα και στην πιο ανυποψίαστη κορασίδα (αυτή που αποκαλείς με το αγαπησιάρικο χαϊδευτικό «βλάχα») το ότι η σεξουαλικότητά της μπορεί να απογειωθεί με ένα ζευγάρι σωστά, ψηλοτάκουνα Μanolo's (ορθά έπραξες Carrie και ξόδευες το μηνιάτικό σου σε αυτά). Όπως εκείνα τα ωραία γκομενάκια που ο κολλητός μου φίλος Συμεών (που δεν χωνεύεις) σκανάρει στα hot στέκια βορείων και νοτίων προαστίων, φωνάζοντάς μου στο αυτί: «ρε εσύ την είδες; αυτή είναι εντελώς Nylon γκόμενα» (όπου στη δική του πραγματικότητα, Nylon είναι το απόλυτο περιοδικό για τα it girls-fashionistas. Ο Συμεών είναι διαφημιστής και του κάθεται λιγάκι στραβά να χρησιμοποιήσει το λήμμα «θεογκόμενα», για να μην πω τίποτα πιο χύμα). Γιατί, όμορφό μου κορίτσι, υπέροχο το sexy avatar σου στο twitter, θεά είσαι με το μαγιό σου στην profile pic σου στο facebook (την οποία έχεις ελαφρώς φωτοσοπάρει, ομολόγησέ το, είμαστε αρκετό καιρό μαζί), αλλά είναι ανάγκη να σε βγάζω έξω με αυτές τις ντεκαυλέ φλαταδούρες; Tι έχεις σκοπό να κάνεις στο bar-resto απόψε, να γυαλίσεις το παρκέ τους; Δέχομαι το επιχείρημά σου ότι δεν έχω ιδέα από μόδα, το ειρωνικό τσιτάτο-μπηχτή «πού να μας καταλάβετε εσείς οι άντρες», ότι τα συγκεκριμένα «παπά» κοστίζουν μια περιουσία και ότι με το ψηλοτάκουνο πεθαίνεις στον πόνο. Αλλά - sorry κιόλας- αυτά τα σινιέ Μarc Jacobs ισόπατα είναι πιο ξενέρωτα και από ντεκαφεϊνέ καφέ ή virgin μοχίτο. Πίνεται το σωστό κοκτέιλ χωρίς αλκοόλ; Δεν πίνεται. Και μην με πρήζεις κάθε φορά που βάζεις τακούνι να σε σέρνω με το αριστερό μου μπράτσο-κοτσαδόρο επειδή μου έκανες τελικά το χατίρι να ξεμυτίσεις με εκείνο το ωραίο peep toe τακουνάκι που με φτιάχνει. Υπάρχουν και οι πάτοι σιλικόνης για τα ψυχοπονιάρικα πέλματα. ΟΚ;

The Queen

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, λυσσομανούσε ο άνεμος και έσταζε η μπόρα και εγώ σερνόμουν από υποδηματοπωλείο σε υποδηματοπωλείο σε μια μάταιη αναζήτηση για το γοβάκι της (γκλαμουράτης) σταχτοπούτας στην οποία φιλοδοξούσα να μεταμορφωθώ για τα μάτια σου μόνο. Ήταν την εποχή περίπου που είχαμε γνωριστεί και η φρεσκαδούρα του πάθους με γέμιζε με την απαραίτητη προθυμία να χαραμίσω την άνεση στο βωμό της εμφάνισης και να ικανοποιήσω τη φαντασίωσή σου που είχε στήσει το σενάριο «πίνω-σαμπάνια-από-το-ψηλοτάκουνο-γοβάκι-της-την-πρώτη-νύχτα-του-νέου-έτους». Ήταν, επίσης, την ίδια περίοδο που τα καταστήματα σε ολάκερο τον κόσμο είχαν γεμίσει με γόβες τόσο μυτερές που πριν σε στείλουν κατευθείαν στον ορθοπεδικό με κακώσεις στο πέλμα καταφέρνουν να απαλλάξουν τον πλανήτη από κάθε απεχθή κατσαρίδα που τολμά να ξεμυτίσει σε κάποια γωνία -και μέχρι εκεί δεν έφτανε ούτε η αισθητική ούτε και η σωματική μου θυσία. Αλλά είχα πεισμώσει. Θα τα έβρισκα. Και τα βρήκα. Αυτά τα αριστουργήματα με τις στρογγυλεμένες μύτες που στέκονταν αγέρωχα πάνω στα στιλέτο τους φάνταζαν οι ιδανικοί συμπρωταγωνιστές της φαντασίωσής σου. Μπήκα μέσα, τα ζήτησα, σκαρφάλωσα πάνω στους 12 δολοφονικούς πόντους τους, ανακάλεσα στη μνήμη μου τα 10 χρόνια μπαλέτου με βήμα σε πουέντ και αποφάσισα να τα κάνω δικά μου. Ο πωλητής με κοίταξε με συγκατάβαση καθώς επιχειρούσα να ισορροπήσω εκεί ψηλά και προσπάθησε να με προειδοποιήσει. «Δεσποινίς» μου είπε «ποιος θα τολμήσει να σας συνοδέψει εκεί πάνω που ανεβήκατε;». Το γεμάτο αυτοπεποίθηση αγόρι μου, σκέφτηκα, χαμογέλασα, πέρασα στο ταμείο, κατέθεσα τον 14ο μισθό μου και αποχώρησα περιχαρής. Πλύθηκα, ντύθηκα, στολίστηκα και σε περίμενα. Για να βρεθώ αντιμέτωπη -αντί του ενθουσιασμού- με τη φρίκη σου μόλις συνειδητοποίησες πως η συνοδός σου για σήμερα το βράδυ θα στεκόταν λίγο πιο ψηλά, στο ύψος της, από εσένα. Άι σιχτίρ σκέφτηκα και τα έχω ήδη λερώσει περπατώντας πάνω κάτω πάνω κάτω στο σαλόνι για να τα συνηθίσω. Φλαταδούρα και πολύ σου είναι.

*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.