Το Εβραΐκό Μουσείο του Βερολίνου

Το Εβραΐκό Μουσείο του Βερολίνου

Ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα των τελευταίων εκατό ετών συνεχίζει να προκαλεί δέος.

Το συγκεκριμένο μουσείο έχει αποκομίσει πλείστες κριτικές, θετικές αλλά και αρνητικές. Το σχήμα του έχει παρομοιαστεί με αυτό του κεραυνού, ενώ έχει χαρακτηριστεί ως τρομακτικό και υπερβολικά μοντέρνο για να στέκεται δίπλα στα υπόλοιπα κτίρια του Βερολίνου, αλλά και στο παλιό Μπαρόκ κτίριο του Philip Gerlach, το «Collegienhaus» στο οποίο στεγαζόταν το Μουσείο του Βερολίνου.


Από την άλλη, το εν λόγω κτίριο όχι μόνο έχει προκαλέσει θαυμασμό και δέος αλλά κέρδισε και το Γερμανικό διεθνές βραβείο αρχιτεκτονικής, το 1999. Ενδεικτικό μάλιστα είναι πως έγινε από την αρχή πόλος έλξης τουρισμού, πριν ακόμα τοποθετηθεί οποιοδήποτε έκθεμα στο εσωτερικό του. Πολλοί μάλιστα ήταν εκείνοι που υποστήριξαν πως το κτίριο αυτό έπρεπε να παραμείνει κενό, σαν μνημείο για τους αδικοχαμένους του ολοκαυτώματος.


Ο αρχιτέκτονάς του Daniel Libeskind συνδέεται άμεσα με το όλο εγχείρημα, τόσο πρακτικά όσο και συναισθηματικά, καθώς είναι Εβραίος και οι γονείς του ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να σωθούν από τους Ναζί μεταναστεύοντας στην Αμερική. Αντίθετα, όλοι τους οι συγγενείς, στο σύνολο ογδόντα πέντε άτομα, δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος.


Η έμπνευση του χαρισματικού αρχιτέκτονα προήλθε από τον συνθέτη Arnold Schoenberg, ο οποίος δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη μοναδική όπερά του λόγω της επικράτησης των Ναζί. Το «Μωυσής και Ααρών», ήταν ένας ύμνος προς τους Εβραίους του οποίου όμως το τρίτο μέρος είναι κείμενα χωρίς να έχουν ποτέ μελοποιηθεί. Ο Libeskind θέλησε να ολοκληρώσει το έργο αρχιτεκτονικά.


Το επίσημο όνομα του κτιρίου είναι «Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου», όμως ο Libeskind το ονόμασε «Between the lines» γιατί έχει να κάνει με δυο γραμμές σκέψης την οργάνωση και τη συγγένεια. Η μία είναι ευθεία αλλά διακεκομμένη και η άλλη λυγισμένη αλλά συνεχής.


Η γεωμετρία και το σχήμα του κτιρίου θυμίζουν το «κίρινο αστέρι» που φορούσαν οι Εβραίοι, αλλά σπασμένο και προέκυψε από τις διευθύνσεις σημαντικών Εβραίων διανοούμενων που βρήκε σε ένα προ-πολεμικό χάρτη του Βερολίνου.


Η είσοδος του Εβραϊκού Μουσείου βρίσκεται στο παλιό Μπαρόκ κτίριο «Collegienhaus» στο οποίο στεγαζόταν το Μουσείο του Βερολίνου.
Τα δύο κτίρια, μοιάζουν εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους, αφού το μόνο σημείο επαφής τους βρίσκεται υπόγεια, διατηρώντας έτσι μια φαινομενική αυτονομία. Η μετάβαση αυτή αντικατοπτρίζει τη σχέση Γερμανών – Εβραίων και σκοπεύει στη δημιουργία σύνδεσης μεταξύ των δύο κόσμων.

Η εξωτερική όψη του κτιρίου δεν επιτρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με το εσωτερικό του κτιρίου. Υπάρχουν μόνο στενές λωρίδες που επιτρέπουν τον φυσικό φωτισμό του κτιρίου. Ο σχηματισμός αυτών των ανοιγμάτων δημιουργείται και εδώ με την ένωση των διευθύνσεων γνωστών Εβραίων του Βερολίνου με αυτές συμπολιτών τους, πάνω σε χάρτη της πόλης.


Η βασική δομή του νέου κτιρίου του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου αποτελείται από «voids», δηλαδή κενά. Από το παλιό Μπαρόκ κτίριο, μια σκάλα σε οδηγεί στο υπόγειο, μέσα σε ένα «Void» από οπλισμένο σκυρόδεμα και μετά στο καινούργιο κτίριο.


Άλλα πέντε Voids τέμνουν κάθετα το κτίριο σχηματίζοντας μια νοητή, τέμνουσα, διακεκομμένη ευθεία κατά μήκος του κτιρίου. Όλα είναι κτισμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα, δε θερμαίνονται ούτε έχουν κλιματισμό. Φωτίζονται με φεγγίτες και είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο κτίριο. Τα κενά αυτά έχουν μαύρους τοίχους και παρεμποδίζουν την ομαλή ροή της έκθεσης, υπενθυμίζοντας τα εμπόδια που συνάντησαν οι Εβραίοι κατά την διάρκεια της ζωής τους στο Βερολίνο.


Ο Libeskind, ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ για τα ονόματα των εκδιωχθέντων Εβραίων του Βερολίνου, που πήρε από τη Βόννη τους δύο τεράστιους τόμους (Gedenkbuch) που τα ονοματεπώνυμα των θυμάτων του ολοκαυτώματος, τις ημερομηνίες γεννήσεως τους, τις πιθανές ημερομηνίες και περιοχές της θυσίας τους. Τα ονόματά τους βρίσκονται αναρτημένα πάνω σε πανό στο εσωτερικό των «Voids» προς τιμή τους.


Σε ένα από τα «Voids», ο Menashe Kadishman τοποθέτησε ένα έργο του, εις μνήμη των αδικοχαμένων Εβραίων του Ολοκαυτώματος και το ονόμασε «The fallen leaves». Το πάτωμα του είναι καλυμμένο με στρογγυλά μεταλλικά προσωπεία, εκ των οποίων το κάθε ένα συμβολίζει ένα άτομο που χάθηκε στο Ολοκαύτωμα. Οι επισκέπτες μπορούν να περπατήσουν πάνω σε αυτά τα προσωπεία, προκαλώντας ένα ανατριχιαστικό, εκκωφαντικό θόρυβο που αντηχεί στους τσιμεντένιους τοίχους.

Το σκοτεινό «void» του Ολοκαυτώματος αποτελείται από τοίχους που. Κατά μήκος του διαδρόμου του υπάρχουν εκθέματα προσωπικών αντικειμένων και εγγράφων των Εβραίων, που μαρτυρούν την εξαφάνισή τους. Το "Κενό του Ολοκαυτώματος" είναι το μοναδικό «void» που βρίσκεται εκτός του κεντρικού κτιρίου. Εχει ύψος 27 μέτρα, δε θερμαίνεται, στερείται οποιουδήποτε μονωτικού υλικού και φωτίζεται μόνο με ένα μικρό άνοιγμα στην κορυφή του. Εδώ συμβολίζονται για άλλη μια φορά όλοι όσοι χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα.


Στο εξωτερικό του υπάρχει «ο κήπος της εξορίας και της μετανάστευσης» που συμβολίζει ένα «ναυάγιο» της ιστορίας και προσπαθεί να κάνει τον επισκέπτη να νιώσει την αστάθεια, την αβεβαιότητα και τον αποπροσανατολισμό που ένιωσαν οι εκδιωχθέντες Εβραίοι. Αποτελείται από 49 κολώνες πάνω σε μια τετραγωνισμένη βάση. Οι 48 κολώνες περιέχουν χώμα από το Βερολίνο, συμβολίζοντας τη γέννηση του Ισραήλ το 1948 , και μια κολώνα περιέχει χώμα από την Ιερουσαλήμ, αντιπροσωπεύοντας την πόλη του Βερολίνου. Ολόκληρος ο κήπος παίρνει μια κλίση 12 μοιρών αποπροσανατολίζοντας έτσι τον επισκέπτη. Στην κορυφή κάθε κολώνας υπάρχουν φυτεμένες αγριελιές που είναι σύμβολο ελπίδας. Σε αυτό το σημείο συμβολίζεται κατά το δημιουργό το τέλος της ιστορίας του βερολίνου.


Το Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου θεωρείται μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο επίτευγμα του Daniel Libeskind, ενώ συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία κτίρια όλων των εποχών.


Μιλώντας ο ίδιος για αυτό δήλωσε, «δημιούργησα αυτό το μουσείο ως κομμάτι της ιστορίας του καθώς είμαι Εβραίος γεννημένος από ανθρώπους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος. Πάντα πίστευα πως το μουσείο αυτό θα πρέπει να αναπαριστά το μέλλον, όχι μόνο το παρελθόν. Ήθελα να σχεδιάσω ένα έργο που θα προκαλέσει στον επισκέπτη διανοητική αλλά και συναισθηματική φόρτιση, κάνοντάς τον κοινωνό του εβραϊκού κεφαλαίου στη Γερμανική Ιστορία».