Η γενιά των 90s σκέφτεται διαφορετικά από τη Gen Z και ευθύνονται τα video games, λένε οι ειδικοί
Δύο γενιές, δύο διαφορετικοί ψηφιακοί κόσμοι, και ένας εγκέφαλος που έμαθε να λειτουργεί αλλιώς - πολύ πριν το καταλάβουμε.
Υπάρχει μια λεπτή αλλά αισθητή διαφορά στον τρόπο που οι άνθρωποι που μεγάλωσαν τη δεκαετία του ’90 αντιμετωπίζουν τη δυσκολία, την αποτυχία και την αναμονή, σε σχέση με τη Gen Z. Δεν πρόκειται απλώς για νοσταλγία ή για το γνωστό «εμείς παλιά...». Σύμφωνα με σύγχρονους ψυχολόγους και νευροεπιστήμονες, αυτή η διαφορά δεν είναι μόνο πολιτισμική - είναι και νευρολογική. Και έχει τις ρίζες της σε κάτι που τότε φαινόταν απλό και αθώο: στα παιχνίδια που παίζαμε ως παιδιά.
Ο Κοντιζάς έμαθε ότι ανήκει στη γενιά Xennial: Το σπάνιο κλικ από τα παιδικά του χρόνια
Πώς τα παιχνίδια της παιδικής μας ηλικίας διαμόρφωσαν τον εγκέφαλό μας
Τα παιχνίδια των 90s δεν είχαν καμία πρόθεση να μας διευκολύνουν. Ήταν αυστηρά, συχνά άδικα και σίγουρα αμείλικτα. Τρία ζωάκια, καμία αποθήκευση, καμία υπόδειξη, κανένα βελάκι που να σου δείχνει τον δρόμο. Έκανες λάθος; Ξεκινούσες από την αρχή. Έχανες τη συγκέντρωσή σου; Πλήρωνες το τίμημα. Mario, Sonic, Prince of Persia και τόσα άλλα παιχνίδια μάς εκπαίδευσαν σε έναν ψυχολογικό κύκλο που σήμερα αναγνωρίζεται ως εξαιρετικά σημαντικός: αποτυχία, αποδοχή, προσπάθεια ξανά.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο εγκέφαλος μάθαινε ότι η ματαίωση δεν είναι απειλή, αλλά πληροφορία. Ότι η επιμονή έχει νόημα. Ότι η πρόοδος δεν είναι γραμμική. Η ψυχολογία το ονομάζει «επιθυμητή δυσκολία» – προκλήσεις αρκετά απαιτητικές ώστε να ενεργοποιούν τη μάθηση, αλλά όχι τόσο ώστε να οδηγούν στην παραίτηση. Οι Millennials μεγάλωσαν με αυτό το μοτίβο ενσωματωμένο στο νευρικό τους σύστημα.
Gen-Z vs Millennials: Ποια γενιά ξέρει καλύτερα τι είναι αυτό που ψάχνει όταν φλερτάρει;
Στον αντίποδα, πολλά σύγχρονα παιχνίδια έχουν σχεδιαστεί με εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Αυτόματες αποθηκεύσεις, συνεχείς υποδείξεις, tutorials για τα πάντα, διορθωτικοί μηχανισμοί που απορροφούν το λάθος πριν καν γίνει αισθητό. Η εμπειρία είναι ομαλή, γρήγορη, αποδοτική. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.
Απλώς σημαίνει ότι η Gen Z εξασκείται λιγότερο στην αντοχή της ματαίωσης και περισσότερο στην πλοήγηση μέσα σε καθοδηγούμενα, έξυπνα συστήματα. Μαθαίνει να κινείται σωστά, όχι απαραίτητα να αντέχει.
Υπάρχει και μια ακόμη, λιγότερο προφανής διαφορά: ο τρόπος με τον οποίο τα παιχνίδια διαμόρφωσαν τη μνήμη και τον προσανατολισμό. Στα παιχνίδια των 90s δεν υπήρχε χάρτης που αναβόσβηνε ούτε GPS που σε οδηγούσε. Έπρεπε να θυμάσαι διαδρομές, να αναγνωρίζεις μοτίβα, να δημιουργείς εσωτερικούς χάρτες. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τέτοιες δραστηριότητες ενδυναμώνουν τον ιππόκαμπο, την περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με τη μνήμη, τον χώρο και την πλοήγηση. Αντίθετα, τα σύγχρονα παιχνίδια – όπως και η καθημερινότητά μας – συχνά αναθέτουν αυτή τη λειτουργία στην τεχνολογία. Είναι πιο εύκολο, αλλά λιγότερο «εγκεφαλικό».
Και μετά υπάρχει ο χρόνος. Τα παιχνίδια των 90s είχαν αρχή, μέση και τέλος. Τα τελείωνες και έκλειναν. Υπήρχε μια φυσική στιγμή αποσύνδεσης. Τα σημερινά παιχνίδια είναι σχεδιασμένα να μην τελειώνουν ποτέ. Συνεχείς ενημερώσεις, άπειρα rewards, online περιβάλλοντα χωρίς παύση. Δεν είναι ότι οι νέοι δεν έχουν αυτοέλεγχο· είναι ότι το ίδιο το σύστημα δεν τους δίνει χώρο να τον ασκήσουν. Η δυσκολία αποσύνδεσης δεν είναι προσωπική αδυναμία, αλλά αποτέλεσμα διαφορετικής αρχιτεκτονικής ανταμοιβής.
Κάποτε, το gaming ήταν και μια σωματική εμπειρία. Καναπές, φίλοι, τσακωμοί για το ποιος θα παίξει πρώτος, συνεργασία, γέλιο. Σήμερα, η εμπειρία είναι πιο μοναχική, ακόμη κι αν περιβάλλεται από χιλιάδες online παρουσίες. Η ψυχολογία είναι ξεκάθαρη: η ψηφιακή σύνδεση δεν αντικαθιστά τη φυσική εγγύτητα. Και αυτό επηρεάζει βαθιά τον τρόπο που νιώθουμε, σχετιζόμαστε και αντέχουμε.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η μία γενιά είναι καλύτερη από την άλλη. Οι Millennials τείνουν να είναι πιο υπομονετικοί, πιο ανεκτικοί στην αβεβαιότητα, πιο άνετοι με τη βαρεμάρα και την αργή πρόοδο. Η Gen Z είναι εξαιρετικά ευέλικτη, τεχνολογικά πανέξυπνη, γρήγορη στην προσαρμογή και στην εκμάθηση πολύπλοκων συστημάτων. Είναι δύο διαφορετικά γνωστικά στυλ, διαμορφωμένα από δύο διαφορετικούς κόσμους.
Ίσως, τελικά, το ζητούμενο δεν είναι να συγκρίνουμε ποιος αντέχει περισσότερο ή ποιος κινείται πιο γρήγορα. Ίσως είναι να αναγνωρίσουμε ότι κάθε γενιά κουβαλά τα νευρωνικά της ίχνη με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε να επιβιώσει στην εποχή της. Και αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλον, είναι αυτό: λίγη περισσότερη υπομονή από τους παλιότερους, λίγη περισσότερη ευελιξία από τους νεότερους – και περισσότερη κατανόηση και αγάπη ανάμεσα μας.
