Έφυγε στα 93, η ποιήτρια Λένα Παππά που έκανε το «Αϊ της αγάπης μαχαιριά» των Κατσιμίχα, κομμάτι μας

Ανθή Μιμηγιάννη
Έφυγε στα 93, η ποιήτρια Λένα Παππά που έκανε το «Αϊ της αγάπης μαχαιριά» των Κατσιμίχα, κομμάτι μας

Το έργο της έγινε διαβατήριο για τα βαθύτερα –χωρίς ποτέ να κρύβεται σε αυτά. «Οι διψασμένοι αγαπούν τη δίψα τους κι ας ξέρουν πως όλες τις θάλασσες και τα ποτάμια κι αν θα πιούν, ποτέ τους δε θα ξεδιψάσουν».

«Αϊ της αγάπης μαχαιριά

στης νιότης το κρουστό κορμί

πληγή που ανάβλυζε ευωδιές

φιλιών και μουσική

ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο».

Αυτό το ποίημα –το εμβληματικό «Του Έρωτα», ή όπως περισσότεροι το γνώρισαν, «Της Αγάπης Μαχαιριά»–που αποτελεί κομμάτι της εφηβείας και νιότης μας είναι η υπαρξιακή φωνή μιας γυναίκας που έγραψε για τη ζωή με τον τρόπο που άλλοι πεθαίνουν: ολοκληρωτικά.

Η Λένα Παππά, που έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιουλίου 2025 σε ηλικία 93 ετών, δεν ήταν ποτέ απλώς μια ποιήτρια αλλά μια γυναίκα του πνεύματος με χειρουργική ματιά στον αθέατο κόσμο.

Η γυναίκα που γεννήθηκε με το σκοτάδι της ποίησης στο αίμα της

Γεννημένη στην Αθήνα το 1932, η Λένα Παππά μεγάλωσε στο Παγκράτι. Από παιδί έγραφε ποιήματα στις ταράτσες της γειτονιάς κοιτώντας τον ουρανό και το φεγγάρι, με ένα τετράδιο στο χέρι και μια ανάγκη να πει αυτό που δεν χωρούσε πουθενά αλλού.

Όπως διηγήθηκε το 2021 στην Αφροδίτη Ερμίδη για το Documento:

«Οι γονείς μου με κυνηγούσαν να βγω να παίξω, αλλά εγώ έγραφα για τα άστρα. Μια καθηγήτρια στο σχολείο έδειξε τα ποιήματά μου στον Στράτη Μυριβήλη. Θυμάμαι ακόμα πώς μου φώναζε: “Να γράφεις και να σκίζεις! Να σκίζεις!”».

Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Αθηνών και Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο, αλλά η ανάγκη της να εμβαθύνει στο ωραίο την οδήγησε και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, απ’ όπου μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, με υποτροφία, στο πεδίο της Μοντέρνας Τέχνης. Το Diplôme d’Études Approfondies που απέκτησε από τη Σορβόννη, ήταν μόνο η ακαδημαϊκή σφραγίδα μιας ήδη ακονισμένης εσωτερικής οξυδέρκειας.

Η επαγγελματική της πορεία πέρασε από τη Γραμματεία του Α.Σ.Δ.Υ. και κατόπιν στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου υπηρέτησε ως έφορος βιβλιοθήκης, βοηθός του Παντελή Πρεβελάκη, και από το 1980 έως το 1990 ως γενική γραμματέας.

Όμως, εκεί όπου ξεδιπλώθηκε ολόκληρη η προσωπικότητά της ήταν στο χαρτί. Ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία. Εντός τους, μια ζωή.

«Η ποίηση είναι δύσκολο πράγμα, αγάπη μου! Με τα ποιήματά μου μεταδίδω τη συγκίνηση και τη μεταφυσική μου αγωνία. Ευτυχώς όμως γράφω απλά και κατανοητά, χρησιμοποιώντας σωστή γλώσσα. Υπάρχουν ποιήματα δυσκολονόητα και αυτό δεν το συγχωρώ. Σοφόν το σαφές», θα έλεγε χαρακτηριστικά στην Αφροδίτη Ερμίδη.

img5792.jpg

Ένα έργο-σώμα

Η πρώτη της ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε το 1956 και τιτλοφορήθηκε λιτά: «Ποιήματα». Ακολούθησαν οι «Λαμπηδόνες» (1960), οι «Ψίθυροι» (1963), τα «Αυτογραφά» (1967). Το 1969, το έργο της ταξίδεψε στη Γαλλία με την έκδοση «Poésies» από τις Éditions Pierre Seghers, στη σειρά Autour du monde. Η γλώσσα της είχε ήδη αρχίσει να σπάει τα σύνορα.

Με την κυκλοφορία των «Αρτεσιανά» (1988) –από όπου και το ποίημα «Του Έρωτα»– θα έρθει και το άγγιγμα της αιωνιότητας: οι αδερφοί Κατσιμίχα βρίσκουν το βιβλίο τυχαία στη βιβλιοθήκη ενός φίλου, και ο Χάρης, συνεπαρμένος, γράφει μουσική στα ποιήματα. Κάπως έτσι ξεκίνησε μια από τις πιο εμβληματικές συναντήσεις ποίησης και τραγουδιού.

Η Παππά το περιγράφει συγκινητικά στον Σπύρο Αραβανή:

«Η κόρη μου είχε δώσει το βιβλίο το 1991 σε μια συναυλία τους, αλλά μάλλον δεν έφτασε ποτέ στα χέρια τους. Το ίδιο αντίτυπο το βρήκε ο Χάρης τυχαία, σε μια βιβλιοθήκη φίλου. Το διάβασε. Έγραψε μουσική. Και μου έστειλαν γράμμα, ζητώντας την άδεια να το κυκλοφορήσουν».

Η ίδια, φανατική θαυμάστρια των Κατσιμιχαίων, ένιωσε πως αυτή η συνεργασία δεν ήταν απλώς επιτυχής:

«Ένιωσα πως “δεν έγραψα στο νερό”. Ένιωσα πως η φωνή μου βρήκε ευήκοον ους. Η μουσική τους έκανε τα ποιήματα μου… μετάξι».

Από το «Του Έρωτα» μέχρι το «Δωμάτιο» και τα «Παλιά Καλοκαίρια», η Παππά ένιωσε πως τα πνεύματά τους ταίριαξαν. Το ίδιο ένιωσε και το κοινό.

«Όταν άκουσα πρώτη φορά το τραγούδι, δεν μου άρεσε. Με ενοχλούσε η παραδοσιακή ηπειρώτικη χροιά –ο πατέρας μου ήταν Ηπειρώτης, είχα χορτάσει τέτοιους ήχους. Όμως στη δεύτερη ακρόαση, συνεπαρμένη, έκλαψα».

Ο έρωτας ως πληγή

Στη συνέντευξή της στο Documento, η Παππά ξετύλιξε τον τρόπο που ο έρωτας διαπερνούσε το έργο της:

«Ο έρωτας ήταν πάντα η ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για μένα. Όχι ο έρωτας των σχέσεων –αλλά της νοερής λατρείας. Από τον Αλέν Ντελόν μέχρι… οποιονδήποτε μπορούσε να με συνεπάρει νοητικά».

«Ακόμα και στην ευτυχία ενός έρωτα, σε διαπερνά η σκέψη του τέλους του. Καταρρακώνεσαι. Αυτό είναι το παράλογο και μαζί το ανθρώπινο. Εγώ ήμουν πάντα μελαγχολική –και το ήξερα. Αλλά μέσα στη σκοτεινιά μου, υπήρχε πάντα η πίστη στην αγάπη και την ομορφιά».

Δεν είναι τυχαίο ότι το ποίημα της «Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου» για τον Διομήδη Κομνηνό, το πρώτο θύμα του Πολυτεχνείου, μπήκε στα σχολικά βιβλία. Ήξερε να γράφει για την Ιστορία όχι με σύνθημα αλλά με τρυφερότητα.

Ποίηση για παιδιά, βραβεία για ενηλίκους

Δεν έμεινε ποτέ σε ένα ύφος ή ηλικιακή στόχευση. Έγραψε για παιδιά –με αγάπη για τη φύση και τα έθιμα του τόπου– στις «Χρυσόμυγες» και στα «Πεντόβολα». Κέρδισε διακρίσεις σε Ελλάδα, Γαλλία και Ιταλία. Το 1995 πήρε το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1981, το βραβείο «Λάμπρου Πορφύρα». Το 1986, το Médaille d’Or από την Académie de Lutèce για τα «Βιορρυθμοί» και «Μέσα σε καθρέφτες».

Το τεράστιο έργο της που δεν χωράει σε ένα απλό άρθρο έγινε διαβατήριο για τα βαθύτερα –χωρίς ποτέ να κρύβεται σε αυτά.

«Οι διψασμένοι αγαπούν τη δίψα τους κι ας ξέρουν πως όλες τις θάλασσες και τα ποτάμια κι αν θα πιούν, ποτέ τους δε θα ξεδιψάσουν».

«Είμαι από τη φύση μου απαισιόδοξο άτομο. Αμα διαβάσεις λίγο παραπάνω βλέπεις το μάταιον του πράγματος και το σύντομο διάλλειμα που είμαστε και αλλοφρονείς. Αγαπώ πιο πολύ τα ποιήματα που έχω γράψει με το αίμα της καρδιάς μου. Και φαίνονται εύκολα το ποια είναι. Ομως παρ’ όλη την απαισιοδοξία και τη μελαγχολία, οι στίχοι μου κρύβουν την πίστη στην ομορφιά και την αγάπη».