Από λούμπεν σε meme: Πώς ο Γιώργος Σταυρόπουλος πέρασε στη συλλογική μνήμη της digital κουλτούρας

Ανθή Μιμηγιάννη
Από λούμπεν σε meme: Πώς ο Γιώργος Σταυρόπουλος πέρασε στη συλλογική μνήμη της digital κουλτούρας

Η δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα ήταν το αλκοολούχο κοκτέιλ του ΠΑΣΟΚικού life style, της trash αισθητικής, της προκλητικής ελευθερίας που έσκαγε σαν κομφετί στα μούτρα μιας χώρας που δεν είχε μάθει να βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη χωρίς να βάζει φίλτρο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γιώργος Σταυρόπουλος και άλλες περσόνες, μπήκαν στα στούντιο για να γίνουν ρόλοι. Ο λόγος που η φιγούρα του «Μίστερ Εθνικά Μπούτια» -που δεν υπάρχει πια ανάμεσά μας, ήταν μεγαλύτερη από το trash που τη γέννησε και άλλες ιστορίες από την κρύπτη εποχών που σήμερα η νέα γενιά κάνει viral στα social. 

Αν σήμερα κάποιος σταματούσε ένα δεκαπεντάχρονο στο Μοναστηράκι και το ρωτούσε τι σημαίνει «λούμπεν», πιθανότατα θα έπαιρνε μια αόριστη απάντηση με memes, TikTok reels και λεζάντα «κάνω viral όσα ζω και προφανώς_και_γελάω». Η λέξη «λούμπεν» έχει περάσει από τον Μαρξ και τον Ενγκελς που την όρισαν ως το περιθωριακό κοινωνικό στρώμα, στους Έλληνες των 90s που τη σέρβιραν με μια δόση τσίχλας-μπανάνας και φτηνής μπύρας, μέχρι τη Gen Z και την Gen A που τη φορoύν σαν κονκάρδα αυτογνωσίας σε κάθε τρολ σχόλιο.

Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά βρίσκεται ο Γιώργος Σταυρόπουλος, ο «Μίστερ Εθνικά Μπούτια», ένας άνθρωπος που ξεκίνησε ως καλλιτεχνικό μοντέλο του Γιάννη Τσαρούχη, βρέθηκε στο εκτυφλωτικό πανηγύρι της trash TV των 90s, έγινε meme στο YouTube των 00s και σήμερα ζει σε κάθε viral σχόλιο που διαλύει με emoji όλη την υποκρισία της σοβαροφανούς Ελλάδας. Ο Μίστερ Μπούτια που μάλλον δεν ήταν μόνο ο τηλεοπτικός χαβαλές με τα πόδια-σήμα κατατεθέν αλλά ένα πολιτισμικό φαινόμενο που έδειχνε με το δάχτυλο μια κοινωνία έτοιμη να γελάσει με τους άλλους για να μην κοιτάξει ποτέ τα μούτρα της στον καθρέφτη.

Η γέννηση μιας περσόνας: Από τον Τσαρούχη και την αθηναϊκή ελίτ στο Ερωτοδικείο

Πριν τα φώτα του Ερωτοδικείου (1996-98) και τις νυχτερινές εκπομπές του στο New Channel, υπήρχε ο ...Τσαρούχης. Ο ίδιος ο Γιώργος Σταυρόπουλος έχει διηγηθεί πώς ξεκίνησε ως μοντέλο για τον μεγάλο ζωγράφο, πώς γνώρισε τον Κάρολο Κουν, τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη μεταπολεμική κουλτούρα της χώρας. Ήταν ένας κόσμος όπου η τέχνη συνομιλούσε με την πολιτική και η διανόηση είχε ακόμα τσιγάρο στο χέρι και βλέμμα που δεν ήξερες αν μιλάει για Σαίξπηρ ή για την τιμή της ντομάτας στη Βαρβάκειο.

Και μετά ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση. Η δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα ήταν το αλκοολούχο κοκτέιλ του ΠΑΣΟΚικού life style, της trash αισθητικής, της προκλητικής ελευθερίας που έσκαγε σαν κομφετί στα μούτρα μιας χώρας που δεν είχε μάθει να βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη χωρίς να βάζει φίλτρο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σταυρόπουλος μπήκε στα στούντιο για να γίνει ρόλος. Με μια αυτοπεποίθηση που ακροβατούσε ανάμεσα στο camp και στο μπουζούκι των 3 το πρωί, έστησε την περσόνα «Μίστερ Εθνικά Μπούτια» με κιτς, υπερβολή και μια δόση γνήσιας αθωότητας που σε έκανε να γελάς χωρίς να ξέρεις ακριβώς αν γελάς με εκείνον ή με εσένα τον ίδιο.

Η εποχή της τηλεοπτικής υπερβολής: Οι κόντρες με τον Εθνικό Σταρ και το θέατρο της trash TV

Όποιος πρόλαβε έστω μία εκπομπή από «Δεν ήξερες, δεν ρώταγες», το «Made in Greece» ή αργότερα το «Ερωτοδικείο» της Βίκυς Μιχαλονάκου, ξέρει ότι η τηλεόραση των 90s δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να ζητήσει συγγνώμη από κανέναν. Ήταν ένας θίασος χωρίς σενάριο, μια αρένα όπου ο «Μίστερ Εθνικά Μπούτια» και ο «Εθνικός Σταρ» (κατά κόσμον Ανδρέας Ευαγγελόπουλος) συγκρούονταν σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας που είχαν μπει κατά λάθος σε σκηνικό επιθεώρησης. «Εγώ είμαι το έθνος, εσύ είσαι τα μπούτια», «Δεν έχεις το ανάστημα να με κοιτάξεις» ατάκες, κι ανάμεσα τους η Βίκυ Μιχαλονάκου, κάτι ανάμεσα σε Κλυταιμνήστρα και δικαστής με μικρόφωνο, να προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα ενώ το στούντιο θύμιζε έκθεση μοντέρνας τέχνης όπου τα έργα αποφάσισαν να μιλήσουν όλα μαζί.

Η τηλεοπτική υπερβολή εκείνης της εποχής δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από το θέατρο του παραλόγου, μόνο που εδώ το κοινό ήταν live, γελούσε, χειροκροτούσε, πετούσε ατάκες και ένιωθε μέρος ενός πανηγυριού που ήξερες ότι δεν θα ξαναγίνει. Κι όμως, αυτή η υπερβολή δεν ήταν τόσο αθώα όσο έδειχνε. Ήταν το καθρέφτισμα μιας κοινωνίας που μόλις είχε μπει στον 21ο αιώνα με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να γίνει Λονδίνο με τρεις πίστες, δύο πιστωτικές κάρτες και ένα talk show τα μεσάνυχτα.

Η αυτοβιογραφία και το μυστήριο της προσωπικής του ζωής: Το «Πιστοποιητικό Αγνότητας» και οι προσωπικές αποκαλύψεις

Το 2003 ο Σταυρόπουλος γράφει το «Πιστοποιητικό Αγνότητας». Μιλάει για την παιδική του ηλικία, για τα χρόνια της φτώχειας, για την τέχνη, για τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, για όλα όσα έφτιαξαν την περσόνα που όλοι γελούσαν βλέποντας αλλά που μέσα της κουβαλούσε ένα μισό τσίρκο και μισό καθολικό εξομολογητήριο.

Κι όμως, παρά τις αποκαλύψεις, ο Σταυρόπουλος κράτησε πάντα ένα κομμάτι του εαυτού του μακριά από τη δημοσιότητα. Συνταξιοδοτήθηκε από τη ΔΕΗ, μίλησε λίγο, χάθηκε περισσότερο, λες και ήξερε ότι κάθε περσόνα έχει ημερομηνία λήξης κι εκείνος δεν ήθελε να γίνει το καρικατουρίστικο φάντασμα του ίδιου του του μύθου. Έτσι, ενώ η Ελλάδα τον θυμόταν για τα πόδια και τις ατάκες του, εκείνος άφηνε πίσω του ένα ερωτηματικό: ποιος ήταν τελικά ο Γιώργος Σταυρόπουλος όταν έσβηναν τα φώτα;

Από το κιτς στο meme: Πώς ο Σταυρόπουλος πέρασε στη συλλογική μνήμη του YouTube και της digital κουλτούρας

Στις αρχές των 00s, όταν το YouTube γέμιζε με pixelαρισμένα βίντεο 240p, οι κόντρες του Σταυρόπουλου με τον Εθνικό Σταρ άρχισαν να εμφανίζονται στα πρώτα ελληνικά κανάλια της πλατφόρμας. Οι τίτλοι των βίντεο έγραφαν «ΕΠΙΚΗ ΚΟΝΤΡΑ» και «ΧΑΜΟΣ ΣΤΟ ΕΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ» με κεφαλαία, τα σχόλια από κάτω μιλούσαν για «χρυσές εποχές» και η νέα γενιά που δεν είχε ζήσει τα 90s ανακάλυπτε μια τηλεόραση τόσο trash που έμοιαζε σχεδόν με punk performance.

Και κάπως έτσι ο Σταυρόπουλος έγινε meme. Η φράση «Μίστερ Εθνικά Μπούτια» άρχισε να εμφανίζεται κάτω από βίντεο πολιτικών, σε σχόλια για την οικονομία, σε αστεία για το ποδόσφαιρο, σε τρολ για την εξεταστική. Η υπερβολή του ’90 έντυσε με κιτς ειρωνεία τη σοβαροφάνεια του σήμερα. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, το πραγματικό καρακιτσαριό φοράει σήμερα κοστούμι, μιλάει σε πάνελ με ύφος δέκα καρδιναλίων και χρησιμοποιεί λέξεις όπως «θεσμικό πλαίσιο» ενώ οι μισοί δεν μπορούν να διαβάσουν ούτε δελτίο Τύπου χωρίς ορθογραφικά. Στο μεταξύ, τα σχόλια κάτω από κάθε viral είδηση γράφουν «φέρτε πίσω τον Μίστερ Εθνικά Μπούτια» λες και μόνο εκείνος είχε καταλάβει πρώτος ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να την παίρνεις sul serio.

Η ανάγκη για φιγούρες που γεφυρώνουν την υπερβολή με την τέχνη, το γέλιο με την πρόκληση

Ο Γιώργος Σταυρόπουλος, όπως έκανε γνωστό η επίσης iconic μορφή εκείνης της εποχής, Πέπη Τσεσμελή, έφυγε από τη ζωή αλλά άφησε πίσω του κάτι που ξεπερνά την trash TV, τα memes και τις κόντρες με τον Εθνικό Σταρ και τη Ντούβλη. Άφησε μια υπενθύμιση ότι η υπερβολή, το κιτς, το camp, το θέατρο του παραλόγου έχουν θέση σε έναν κόσμο που πνίγεται από σοβαροφάνεια και υποκρισία. Γιατί στο τέλος της ημέρας, αυτό που φοβίζει την εξουσία, την πολιτική ορθότητα, τους σοβαρούς ανθρώπους με τις σοβαρές καρέκλες τους, δεν είναι οι κραυγές στο Ερωτοδικείο αλλά το γέλιο.

Κι αν σήμερα η περσόνα του «Εθνικά Μπούτια» ζει και βασιλεύει στα memes και στα σχόλια του YouTube, αν οι ατάκες του επιστρέφουν κάθε φορά που η κοινωνία ψάχνει μια λέξη να τρυπήσει το μπαλόνι της σοβαροφάνειας, ίσως είναι γιατί χρειαζόμαστε ακόμα φιγούρες που δεν φοβούνται να γελοιοποιηθούν για να δείξουν πόσο γελοία είναι όλα γύρω τους. Ίσως χρειαζόμαστε ανθρώπους που γεφυρώνουν την υπερβολή με την τέχνη, το γέλιο με την πρόκληση, την αλήθεια με το παραμύθι. Ίσως χρειαζόμαστε, με λίγα λόγια, περισσότερους «Μίστερ Εθνικά Μπούτια» σε έναν κόσμο που παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά για να καταλάβει πόσο αστείος και συχνά γελοίος είναι.