Οι Κατσιμιχαίοι έγιναν 73: Οι ανένταχτοι δίδυμοι που γύρισαν την απόρριψη σε τραγούδι μιας γενιάς

Ανθή Μιμηγιάννη
Οι Κατσιμιχαίοι έγιναν 73: Οι ανένταχτοι δίδυμοι που γύρισαν την απόρριψη σε τραγούδι μιας γενιάς

«Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον, στο μέλλον που φτιάχνετε όπως θέλετε, αφού η ιστορία σάς ανήκει, σαρώστε το λοιπόν αν επιμένετε». Από τις πρώτες απορρίψεις των δισκογραφικών μέχρι τις sold out συναυλίες, από τη συνάντηση με τον Dylan μέχρι τη μελοποίηση ποιητών, οι Κατσιμιχαίοι έκαναν τη διαδρομή τους χωρίς να σκύψουν το κεφάλι, μετατρέποντας το «όχι» σε τραγούδι μιας γενιάς. Σχεδόν 40 χρόνια μετά, ποιος θα τολμήσει να γυρίσει κι αυτός την πλάτη στο μέλλον που του σερβίρουν;

«Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον στο μέλλον που φτιάχνετε όπως θέλετε αφού η ιστορία σάς ανήκει σαρώστε το λοιπόν αν επιμένετε», λέγανε το ‘89 οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας σε έκανα τραγούδι-διαμαρτυρία σε μουσική και στίχους του Διονύση Τσακνή. Ένα κομμάτι- άρνηση που γράφτηκε σε μια εποχή που όλοι ήθελαν να κοιτάνε μπροστά αλλά οι Κατσιμιχαίοι αποφάσισαν να πουν την αλήθεια. Πως το μέλλον δεν είναι πάντα υπόσχεση, πως μπορεί να είναι και απειλή. Από εκεί ξεκινάει το ταξίδι τους. Από την άρνηση. Από την απόρριψη. Από τη θέση του «ανένταχτου». Και είναι ακριβώς αυτή η στάση που τους έκανε καθρέφτη μιας γενιάς που δεν άντεχε να παίζει τον ρόλο του υπάκουου μαθητή στην τάξη της Ιστορίας.

Οι δίδυμοι ήταν το ίδιο πρόσωπο στον καθρέφτη μιας εποχής

Γεννημένοι στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου του 1952, δίδυμοι γιοι ενός στρατιωτικού, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας μεγάλωσαν σε γειτονιές που άλλαζαν: Άγιος Δημήτριος, Λευκωσία, Νέα Σμύρνη. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, η Κύπρος της έντασης, η Αθήνα που μεγάλωνε άναρχα. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης βρέθηκαν στη Δυτική Γερμανία, εργάτες μετανάστες, κουβαλώντας κιθάρες και ιστορίες. Δίδυμοι, αλλά όχι αντίγραφα ο ένας του άλλου.

Το πρώτο «όχι» και το πρώτο «ναι»

Το 1982, στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας που οργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις, παρουσιάζουν το «Μια βραδιά στο λούκι». Παίρνουν βραβείο, παίρνουν προσοχή. Και λίγο μετά, δέχονται την πρώτη ψυχρολουσία καθώς οι δισκογραφικές απορρίπτουν τον πρώτο τους δίσκο. Οι Κατσιμιχαίοι μαθαίνουν από νωρίς ότι το «σύστημα» δεν χαρίζει τίποτα. Κι όμως, με τη βοήθεια του Μανώλη Ρασούλη που τους πίστεψε, το 1985 κυκλοφορούν τα Ζεστά Ποτά. Αυτό που ξεκίνησε ως «αποτυχία» γίνεται η ιδανικότερη αρχή για να ξεκινήσει μια από τις πιο παράξενες και γνήσιες πορείες στο ελληνικό τραγούδι.

Τα Ζεστά Ποτά του ’85

Το πρώτο άλμπουμ τους ακούστηκε σαν εξομολόγηση. Ροκ μπαλάντες, λόγια που μιλούσαν για την καθημερινότητα χωρίς φτιασίδια, τραγούδια που ακουμπούσαν τη μελαγχολία χωρίς να πνίγονται σε αυτήν. Το «Ρίτα Ριτάκι» έπαιξε στο ραδιόφωνο, έγινε επιτυχία, αλλά στην πραγματικότητα τα Ζεστά Ποτά ήταν κάτι βαθύτερο. Ένα ημερολόγιο μιας γενιάς που έβγαινε από την πολιτικοποίηση του ’70 και έμπαινε στο υλικό όνειρο του ’80 με όλες τις αντιφάσεις της.

Δεν ήταν «έντεχνοι», δεν ήταν «ροκάδες» με την αμερικάνικη έννοια, δεν ήταν λαϊκοί. Ήταν οι Κατσιμιχαίοι

Οι «ροκ μπαλάντες» τους έγιναν τα τραγούδια που άκουγες όταν ήθελες να πεις κάτι που δεν έβγαινε αλλιώς. Ερωτικά, κοινωνικά, προσωπικά, όλα μπερδεμένα. Ένα τραγούδι για μια γυναίκα μπορούσε να ακουστεί σαν σχόλιο για μια χώρα, κι ένα σχόλιο για την Ελλάδα μπορούσε να μοιάζει σαν ερωτική εξομολόγηση. Αυτός ήταν ο τρόπος τους.

Οι ποιητές που έγιναν τραγούδια και ο Bob Dylan

Αν κάτι ξεχωρίζει τους Κατσιμιχαίους είναι ότι πήραν την ποίηση και την σε κάθε σπίτι. Μελοποίησαν Σεφέρη, Εμπειρίκο, Γώγου, Καββαδία, Αργύρη Χιόνη, Λένα Παππά. Ιδίως τα τρία ποιήματα της Παππά («Του Έρωτα», «Το Δωμάτιο», «Παλιά Καλοκαίρια») έγιναν τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ και απέδειξαν ότι η ποίηση δεν είναι ελιτισμός.

Το 1989, ανεβαίνουν στη σκηνή με τον Bob Dylan. Μια διπλή εμφάνιση που ήταν κάτι σαν αναγνώριση. Ότι η δική τους Ελλάδα μπορούσε να μιλήσει την ίδια γλώσσα με τον Dylan. Η γενιά που είχε σιγοτραγουδήσει στα ελληνικά «How many roads…» τώρα έβλεπε τους δικούς της εκπροσώπους να μοιράζονται τη σκηνή με τον άνθρωπο που έδωσε ρυθμό στην αμφισβήτηση της Δύσης.

Οι Κατσιμιχαίοι λειτούργησαν πάντα με τη λογική της συνάντησης

Συνεργάστηκαν με τη Δήμητρα Γαλάνη, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Θάνο Μικρούτσικο, την Αρλέτα, την Έλλη Πασπαλά, τους Πυξ Λαξ, δείχνοντας ότι η μουσική τους δεν περιοριζόταν σε ένα στρατόπεδο αλλά περνούσε από το έντεχνο στο λαϊκό και από εκεί στο ροκ. Οι γέφυρες που έστησαν δεν είχαν στόχο να αποδείξουν κάτι αλλά να επιβεβαιώσουν ότι το τραγούδι είναι κοινός χώρος, χωρίς ταμπέλες. Στις συναυλίες τους υπήρχε αυτή η αίσθηση συλλογικότητας που δεν χρειαζόταν καμία ρητορική.

Η διακοπή του 2001

Το δίδυμο σταμάτησε να δουλεύει μαζί το 2001, όχι με εντάσεις ή σκάνδαλα αλλά με τη φυσικότητα ενός κύκλου που είχε ολοκληρωθεί. Στα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι σήμερα ο Πάνος χάραξε σόλο πορεία, δισκογραφικά και συναυλιακά, αποδεικνύοντας ότι το υλικό του μπορεί να σταθεί αυτόνομα χωρίς να χάνει τον παλμό που τον συνέδεε με τον αδελφό του. Ο Χάρης προτίμησε έναν πιο χαμηλόφωνο δρόμο, πιο αποτραβηγμένο από τα φώτα της αγοράς, επιμένοντας στη σιωπή και στη λιτότητα. Κι όμως ακόμη και χωριστά η στάση τους είχε το ίδιο βάρος, μια συνέπεια που δεν λύγισε και μια αξιοπρέπεια που δεν παραδόθηκε. Στο μεταξύ δεν έλειψαν οι συνεργασίες τους, όπως το άλμπουμ Από την Εποχή των Παραμυθιών το 2021, που έδειξε ότι ο κοινός τους κώδικας παραμένει παρών. Και σήμερα, το 2025, η πορεία τους αποτυπώνεται σαν ένα συνεχές που αρνήθηκε να προδώσει τον εαυτό του.

Η γενιά της απόρριψης

Προφανώς και οι Κατσιμιχαίοι γύρισαν την πλάτη σε ό,τι τους απέρριψε. Τις δισκογραφικές, την αγορά, τις ταμπέλες. Και μετέτρεψαν την απόρριψη σε τραγούδι. Η γενιά τους βρήκε φωνή μέσα από αυτούς γιατί έδειξαν ότι η απόρριψη δεν είναι τέλος αλλά αρχή, ότι από το «όχι» μπορεί να χτιστεί ένας δρόμος που στέκει κόντρα στο ρεύμα. Σήμερα που όλα μοιάζουν να ζητούν προσαρμογή και συμβιβασμό, το ερώτημα δεν είναι αν οι Κατσιμιχαίοι δικαιώθηκαν αλλά αν υπάρχει ακόμη χώρος για κάποιον να σηκώσει κεφάλι και να πει το δικό του «όχι» χωρίς να λογαριάσει το κόστος.