Πόση Brigitte αντέχουμε; Η Bardot που έσπασε τα όρια που την έσπασαν & το κάπου ώπα με την υποκρισία

Ανθή Μιμηγιάννη
Πόση Brigitte αντέχουμε; Η Bardot που έσπασε τα όρια που την έσπασαν & το κάπου ώπα με την υποκρισία

Ο ρατσισμός απέναντι στη γυναίκα που δεν εξελίχθηκε «σωστά», η κοινωνία που λατρεύει τη γυναίκα που ανοίγει δρόμους -αρκεί να μην παραμένει μέσα σε αυτούς- και το «του το κρατάω αυτού του κόσμου που δε μου ανήκει ο εαυτός μου», όπως λέει και η Μποφίλιου. Ας αφήσουμε στην άκρη τις πολιτικές της θέσεις και όσα είπε για τη μητρότητα και ας δούμε πόση από αυτή τη γυναίκα αντέχουμε μέσα μας.

Όχι. Στην περίπτωή της, δεν «έπλασε ο Θεός τη γυναίκα». Η γυναίκα κατασκευάστηκε μέσα από υποτίμηση, χρησιμοποίηση και ρόλους που της αποδόθηκαν εκ των υστέρων ως φυσικοί. Η κοινωνία πρώτα όρισε πώς πρέπει να φαίνεται, μετά τι επιτρέπεται να επιθυμεί και στο τέλος απαίτησε να υπηρετεί όλα αυτά χωρίς αντίσταση. Αυτός ο μύθος, βολικός και βαθιά κανονιστικός, κατέρρευσε πολύ νωρίς στην περίπτωση της Brigitte Bardot. Όχι επειδή υπήρξε σύμβολο, αλλά επειδή λειτούργησε ως όριο αντοχής. Για το τι σημαίνει ελευθερία όταν δεν συνοδεύεται από προστασία. Για το πώς αντιμετωπίζεται μια γυναίκα όταν δεν συμμορφώνεται με τον ρόλο που της αποδόθηκε. Για το πόσο πρόθυμο είναι ένα σύστημα να αποσύρει την αποδοχή του μόλις πάψει να ελέγχει αυτό που το εξέθεσε.

Η Brigitte Bardot έφυγε στα 91: Η «Φεύγω πριν με στείλουν» φιλοσοφία και η άποψη περί ηλιθιότητας

Brigitte Bardot(1934-2025): Η γυναίκα που όρισε το French-Girl Style και αρνήθηκε να μπει σε καλούπι

Η ερώτηση «πόση Brigitte αντέχουμε» δεν αφορά ένα πρόσωπο, ούτε μια εποχή, ούτε μια κινηματογραφική εικόνα που ανακυκλώθηκε μέχρι εξάντλησης.

Αφορά τον μηχανισμό με τον οποίο μια κοινωνία πρώτα αποθεώνει και έπειτα τιμωρεί, πρώτα χρησιμοποιεί και μετά αποσύρει την αναγνώριση, πρώτα επιτρέπει και ύστερα επιβάλλει κανόνες εκ των υστέρων. Η Bardot δεν κρίθηκε μόνο για όσα είπε αλλά (και) για όσα δεν έκανε όπως έπρεπε. Για όσα δεν ένιωσε όπως αναμενόταν. Για όσα δεν μετάνιωσε με τον σωστό τρόπο.

Κρίθηκε για τη μητρότητα πριν ακόμη μιλήσει γι’ αυτήν. Κρίθηκε επειδή δεν ενσωματώθηκε στον ρόλο όπως όφειλε, επειδή δεν φόρεσε το πρόσωπο της αυτονόητης αφοσίωσης, επειδή δεν προσαρμόστηκε στο μοναδικό αφήγημα ολοκλήρωσης που επιτρέπεται στις γυναίκες. Την ίδια στιγμή, κανείς δεν αναρωτήθηκε πώς θα ήταν ως μητέρα αν η ζωή της δεν βρισκόταν υπό μόνιμη παρακολούθηση, αν η ιδιωτικότητά της δεν είχε μετατραπεί σε δημόσιο πεδίο ελέγχου, αν η μητρότητα δεν είχε συμβεί μέσα σε καθεστώς πίεσης, έκθεσης και ηθικής επιτήρησης. Αυτή η άγνοια δεν τη προστάτευσε. Αντίθετα, επιτάχυνε την καταδίκη της, γιατί η αφοπλιστική παραδοχή ότι δεν μπορούσε να αντέξει τη μητρότητα διαβάστηκε ως ενοχή και όχι ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθογένειας του πλαισίου μέσα στο οποίο της ζητήθηκε να υπάρξει. Το «δεν μπορώ» καταχωρίστηκε ως ατομική ανεπάρκεια αντί ως αποτέλεσμα ενός συστήματος που πρώτα αφαίρεσε κάθε συνθήκη επιλογής και μετά απαίτησε συναισθηματική κανονικότητα.

Όταν δήλωσε ότι αγάπησε τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους, η δήλωση μεταφραστηκε ως πολιτική τοποθέτηση και ως απόσυρση εμπιστοσύνης από έναν κόσμο που πρώτα τη χρησιμοποίησε και ύστερα τη μέτρησε με ηθικούς κανόνες. Η Bardot, κρίθηκε επίσης για τις πολιτικές της θέσεις, για τον τρόπο που μίλησε, για τη σκληρότητα, την ακαμψία, την απουσία φίλτρου. Κρίθηκε σαν να μιλούσε από θέση ισχύος και ισορροπίας, σαν να μην είχε προηγηθεί μια μακρά διαδικασία όπου το σώμα της αξιοποιήθηκε δημόσια πριν αποκτήσει λόγο, όπου η έκθεση αντικατέστησε τη σκέψη και όπου καμία συλλογική δομή δεν υπήρξε ποτέ διαθέσιμη για να στηρίξει, να μορφοποιήσει ή να φιλτράρει όσα τελικά ειπώθηκαν.

Η άγνωστη καλλονή εγγονή της Brigitte Bardot - Η ομοιότητα και η ανύπαρκτη σχέση με τη Bébé

Με πιο απλά λόγια, το σύστημα πρώτα την απογύμνωσε από προστασία και ύστερα απαίτησε από εκείνη ακρίβεια, ωριμότητα, σωστό λεξιλόγιο, ευθυγράμμιση με τις νέες ηθικές νόρμες.

Και εδώ αρχίζει να φαίνεται το μέγεθος της υποκρισίας. Γιατί η Bardot δεν «ξέφυγε». Πιέστηκε. Και πιέστηκε από έναν μηχανισμό που άντεχε τη γυναίκα όσο ήταν εικόνα, όσο λειτουργούσε ως πεδίο επιθυμίας, όσο δεν απαιτούσε κατανόηση, όσο δεν εξέθετε τις αντιφάσεις του. Όταν η εικόνα έγινε παρουσία και η παρουσία λόγος, το ίδιο σύστημα που την ανέδειξε άρχισε να τη μετρά με όρους που δεν της είχε δώσει ποτέ τα εργαλεία να υπηρετήσει.

Ο ρατσισμός απέναντι στη γυναίκα που δεν εξελίχθηκε «σωστά». Που δεν πέρασε από το προβλεπόμενο στάδιο αυτογνωσίας. Που δεν μετέτρεψε την εμπειρία της σε αποδεκτή αφήγηση. Που δεν έγινε υπόδειγμα. Η εμβληματική ηθοποιός που έβαλε τέλος στην καριέρα της γύρω στα 40 -πριν τη «στείλουν», δεν τιμωρήθηκε επειδή είπε άβολα πράγματα. Τιμωρήθηκε επειδή δεν τα είπε με τον τρόπο που θα επέτρεπε στο σύστημα να συνεχίσει να νιώθει προοδευτικό.

Η κοινωνία λατρεύει τη γυναίκα που ανοίγει δρόμους αρκεί να μην παραμένει μέσα σε αυτούς. Αρκεί να παραδώσει τη σκυτάλη και να αποσυρθεί. Αρκεί να μη συνεχίσει να υπάρχει ως πρόβλημα. Εκείνη δεν αποσύρθηκε εγκαίρως από τον ρόλο που της είχε αποδοθεί. Και όταν επιχείρησε να υπάρξει έξω από αυτόν, το τίμημα ήταν βαρύ.

Πόση από αυτή τη γυναίκα αντέχουμε μέσα μας; Πόσο αντέχουμε τη δική μας εκδοχή που δεν εξηγείται εύκολα, που δεν χωρά σε σωστά κουτάκια, που δεν μετατρέπει κάθε τραύμα σε μάθημα, κάθε λάθος σε αφήγηση αυτοβελτίωσης; Πόσο αντέχουμε τη γυναίκα που άνοιξε κάτι και δεν ξέρει πώς να το κλείσει με ωραίο τρόπο;

Γιατί ο ίδιος μηχανισμός που λειτούργησε απέναντι σε εκείνη λειτουργεί καθημερινά και σε μικρότερη κλίμακα. Στη δουλειά, στις σχέσεις, στον δημόσιο λόγο. Η γυναίκα μπορεί να είναι δυναμική μέχρι να κουράσει. Ελεύθερη μέχρι να ενοχλήσει. Ειλικρινής μέχρι να πει κάτι που δεν συγχωρείται. Από εκεί και μετά, καλείται να διορθωθεί. Να μαλακώσει. Να ευθυγραμμιστεί. Να γίνει πιο «συνειδητοποιημένη».

Η Bébé έγινε το εύκολο παράδειγμα για να αποδειχθεί ότι η ελευθερία χρειάζεται όρια. Αυτό που δεν ειπώθηκε ποτέ με την ίδια ένταση είναι ότι τα όρια αυτά σχεδιάστηκαν για να ελέγχουν, όχι για να προστατεύουν. Ότι δεν άντεξαν τη δοκιμασία μιας γυναίκας που δεν υπάκουσε ούτε στο παλιό ούτε στο καινούργιο. Που δεν ταυτίστηκε ούτε με τον μύθο ούτε με τη διόρθωσή του.

Η μητρότητα και οι πολιτικές της θέσεις λειτούργησαν ως δύο πεδία πάνω στα οποία ξέρασε η κοινωνία όλη της την αμηχανία. Σαν να έπρεπε κάπου να συγκεντρωθεί η οργή για το γεγονός ότι μια γυναίκα δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με το εγχειρίδιο. Σαν να έπρεπε να αποδειχθεί ότι το πρόβλημα δεν ήταν το σύστημα, αλλά εκείνη.

Δεν είναι γιατί είπε όσα είπε. Είναι γιατί ειπώθηκαν μέσα σε ένα περιβάλλον που πρώτα την έσπρωξε στη σιωπή της εικόνας και μετά απαίτησε από αυτήν την ακρίβεια του λόγου. Πρώτα της αφαίρεσε το δικαίωμα στην πολυπλοκότητα και μετά την τιμώρησε επειδή δεν την κατείχε.

Αυτό είναι το σημείο που η Bardot γίνεται ...χρήσιμη ως προειδοποίηση. Χρήσιμη για το τι συμβαίνει όταν η κοινωνία δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των μορφών ελευθερίας που η ίδια γεννά. Για το πώς μετατρέπεται η πρωτοπορία σε βάρος όταν δεν συνοδεύεται από συλλογική φροντίδα.

Χωρίς να απαιτήσουμε σωστή γλώσσα, σωστό timing, σωστή μεταμέλεια; Πόση αντέχουμε πριν ενεργοποιήσουμε τον ίδιο μηχανισμό αποκλεισμού με πιο εξελιγμένο λεξιλόγιο; Πόση αντέχουμε πριν πούμε ότι δεν μας εκπροσωπεί, ότι δεν είναι «μαζί μας», ότι δεν πέρασε το τεστ;

Η απάντηση δεν είναι παρηγορητική. Γιατί όσο λιγότερη Brigitte αντέχουμε, τόσο πιο στενά γίνονται τα όρια που υποτίθεται ότι ξεπεράσαμε. Και τότε αποκαλύπτεται κάτι βαθύτερο. Ότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ μια γυναίκα. Ήταν η αδυναμία μας να αντέξουμε τη γυναίκα που δεν εξημερώνεται.

DPG Network