Στοχοποιώντας Ελληνίδες influencers: Πώς η γενίκευση (μεταξύ άλλων) καλλιεργεί βλακεία και σεξισμό

«Porta potty parties» στο Ντουμπάι: influencers, μοντέλα, κοπέλες που ασχολούνται με τη μόδα ή την ομορφιά, εξισώνονται με «σκλάβες του σεξ». Όλες ένα. Όλες ένοχες. Όλες με την ταμπέλα. Ένας λιθοβολισμός. Μια συλλογική αμνησία για το τι σημαίνει άνθρωπος, δικαίωμα, αθωότητα. Πίσω από την κάθε «εικασία» κρύβεται μια κοπέλα που μπορεί να απειλείται, να φοβάται, να μην έχει καμία σχέση με τα όσα της φορτώνουν –κι όμως, έχει ήδη καταδικαστεί.
Η είδηση για την τραγική υπόθεση της 20χρονης influencer Μαρίας Κοβαλτσούκ, που βρέθηκε αιμόφυρτη και σε κώμα μετά από συμμετοχή σε ένα «porta potty party» στο Ντουμπάι, δεν άργησε να γίνει αφορμή για μια ακόμα επίδειξη κοινωνικού κανιβαλισμού. Τίτλοι για κλικ που θα προκαλέσουν σχόλια, φτηνές γενικεύσεις, ειρωνεία και ανοιχτός μισογυνισμός επιστρατεύτηκαν για να δοθεί στο κοινό μια εύπεπτη ενοχή: όχι για τους θύτες, αλλά για τα κορίτσια που «το διάλεξαν». Έτσι απλά. Όπως πάντα.
Η κουλτούρα της σεξιστικής εξευτέλισης δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε μέσα ενημέρωσης και κοινό.

Όταν τίτλοι όπως «Ελληνίδες influencers γίνονται σκλάβες του σεξ στο Ντουμπάι» γράφονται και αναπαράγονται με τόση ευκολία, μιλάμε για δημόσιο διασυρμό με σεξιστικό υπονοούμενο. Ταυτόχρονα, τα σχόλια στα social media ξεχειλίζουν από χολή και μισογυνισμό. «Τα ήθελαν», «έτσι είναι αυτές», «να μην πήγαιναν» (αυτά είναι τα soft σχόλια προφανώς). Και μέσα σε όλα, η απόλυτη απουσία: του θύτη, της αγοράς που τις εκμεταλλεύεται, του συστήματος που τις εμπορεύεται.
Όταν μιλάμε για «porta potty parties», δεν μιλάμε για κάποια διαστροφική φαντασίωση.
Μιλάμε για ζωντανές γυναίκες που αντιμετωπίζονται κυριολεκτικά ως αντικείμενα, σκουπίδια, τουαλέτες. Οι πρακτικές αυτές, που περιλαμβάνουν κακοποιήσεις, ταπεινώσεις, σωματικό βασανισμό, είναι η έσχατη μορφή έμφυλης βίας. Κι όμως, το βλέμμα δεν στρέφεται στους σεΐχηδες, στους διοργανωτές, στα κυκλώματα. Στρέφεται σε εκείνη που «πήγε για τα λεφτά».
Κι αν όλα τα παραπάνω δεν ήταν αρκετά, έρχεται και το κερασάκι στην τούρτα: οι τίτλοι-σφαγεία. «Ποιες είναι οι τρεις Ελληνίδες που βρέθηκαν στα πάρτι των σεΐχηδων;» Τίτλοι που δε διαφέρουν από κουτσομπολίστικες δημόσιες διαπομπεύσεις σε πλατείες του μεσαίωνα. Δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια, δεν προστατεύουν τις ζωές –διψούν για ονόματα, φωτογραφίες, φήμες, λίστες.
Και όταν δεν υπάρχουν στοιχεία, αρχίζουν οι εικασίες στα σχόλια. «Μήπως είναι εκείνη η influencer;» «Ταιριάζει στο προφίλ». «Είχα δει κι ένα ταξίδι της στο Ντουμπάι».

Μια δημόσια ανθρωποφαγία ντυμένη «δημοσιογραφική έρευνα». Κι έτσι, στο όνομα του «ποιον αφορά» και του «πρέπει να ξέρει ο κόσμος», λεκιάζονται άνθρωποι, επαγγέλματα, ολόκληρες κατηγορίες γυναικών. Influencers, μοντέλα, κοπέλες που ασχολούνται με τη μόδα ή την ομορφιά, εξισώνονται με «σκλάβες του σεξ». Όλες ένα. Όλες ένοχες. Όλες με την ταμπέλα. Ένας λιθοβολισμός. Μια συλλογική αμνησία για το τι σημαίνει άνθρωπος, δικαίωμα, αθωότητα. Πίσω από την κάθε «εικασία» κρύβεται μια κοπέλα που μπορεί να απειλείται, να φοβάται, να μην έχει καμία σχέση με τα όσα της φορτώνουν –κι όμως, έχει ήδη καταδικαστεί.
Δεν είναι καινούριο.
Ο κόσμος αγαπά να μισεί τις γυναίκες που δεν συμμορφώνονται. Που «τολμούν» να έχουν παρουσία στο διαδίκτυο, σώμα, επιθυμία, φιλοδοξία. Που επιλέγουν -ή νομίζουν ότι επιλέγουν- ένα διαφορετικό μονοπάτι, μέσα σε μια κοινωνία που τους διδάσκει ότι η αξία τους μετριέται σε likes και αναγνωρισιμότητα. Το ότι αυτές οι γυναίκες στοχοποιούνται με τόση σφοδρότητα, λέει λιγότερα για εκείνες και περισσότερα για τη δική μας υποκρισία.
Δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σ’ έναν κόσμο που σε μαθαίνει από μικρή να προσέχεις, να μη δείχνεις, να μη μιλάς, να μη ζεις πολύ δυνατά. Και την ίδια στιγμή, να σου πουλάει το όνειρο της ομορφιάς, της λάμψης, της ευκαιρίας. Αν δεν είσαι γυναίκα, δεν ξέρεις τι σημαίνει να σε κοιτάνε πάντα σαν εμπόρευμα. Και γι’ αυτό, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μιλάς σαν να ξέρεις.
Δεν είναι υπερβολή: η αντιμετώπιση των θυμάτων αυτών των υποθέσεων δείχνει πώς ακόμα νομιμοποιούμε κοινωνικά τον βιασμό, την εξαναγκαστική πορνεία, την ψυχική εξουθένωση. Γιατί όταν γελάς ή χλευάζεις, παίρνεις θέση. Και η θέση αυτή, σε βάζει στην πλευρά των θυτών. Όχι επειδή το θέλεις. Αλλά επειδή δε βλέπεις.
Το trafficking δεν είναι μόνο σε σκοτεινά σοκάκια.
Είναι και μέσα σε πολυτελή ρετιρέ, σε first class πτήσεις, σε ιστορίες που βαφτίζονται «επιλογές» για να μη θίξουν τους ισχυρούς. Και οι γυναίκες αυτές δεν είναι λιγότερο ανθρώπινες, λιγότερο άξιες προστασίας, λιγότερο θύματα, επειδή δεν ανταποκρίνονται στο πρότυπο της «καλής κοπέλας» που κάποτε είχες στο μυαλό σου.
Κανένα σώμα δεν είναι προϊόν. Κανένα κορίτσι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν απόρριμμα. Κανένα σύστημα δεν πρέπει να μένει στο απυρόβλητο επειδή οι πρωταγωνίστριες μοιάζουν «εύκολες». Και κάθε φορά που το κάνουμε, δεν ξεγυμνώνουμε εκείνες -ξεγυμνώνουμε τη δική μας ηθική.
Πριν ξανακοιτάξεις με περιφρόνηση το επόμενο πρόσωπο που βλέπεις σε μια τέτοια είδηση, σκέψου: σε έναν κόσμο που τιμωρεί τη γυναίκα ό,τι κι αν κάνει, ποια είναι πραγματικά η επιλογή της και ποια η φυλακή της;
