Social media, Gen Z, εξέγερση: Πώς μια απαγόρευση στο Νεπάλ έφερε χάος από μια γενιά που δεν φοβάται
Μια αιφνιδιαστική απαγόρευση των social media, χρόνια διαφθορά, νεποτισμός που εξοργίζει και μια χώρα στο χάος: η γενιά που μεγάλωσε με το διαδίκτυο στο χέρι και την παγκοσμιοποίηση στο μυαλό δεν πρόκειται να δεχτεί ξανά μια χώρα που κυβερνιέται σαν ιδιωτικό τσιφλίκι.
Τουλάχιστον 22 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 200 τραυματίστηκαν σε μια εξέγερση που ξεκίνησε το πρωί της Δευτέρας 8 Σεπτεμβρίου στο Νεπάλ, όταν χιλιάδες νέοι, πολλοί από αυτούς μαθητές και φοιτητές, βγήκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας Κατμαντού και άλλων πόλεων διαμαρτυρόμενοι για την απαγόρευση δεκάδων πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης από την κυβέρνηση. Οι διαδηλωτές, που οι οργανωτές τους αποκαλούν «κινητοποιήσεις της Gen Z», ζήτησαν να αρθεί η απαγόρευση και να μπει τέλος στη χρόνια διαφθορά και στον νεποτισμό της πολιτικής ηγεσίας. Οι πορείες οδήγησαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία, εμπρησμούς κυβερνητικών κτιρίων και τελικά στην παραίτηση του πρωθυπουργού Κ.Π. Σάρμα Ολι.
Η κυβέρνηση επανέφερε τη λειτουργία των social media, αλλά η οργή της νεολαίας αποκάλυψε βαθύτερες πληγές που ξεπερνούν κατά πολύ το διαδίκτυο.
Πώς μια απαγόρευση social media έφερε εξέγερση
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι τερματίζει τη λειτουργία 26 μεγάλων πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης -Facebook, Instagram, WhatsApp, X, YouTube, δεκάδες άλλες. Επικαλέστηκε ζητήματα καταχώρισης, αδειών, την ανάγκη να μπει «τάξη» στην παραπληροφόρηση και τη ρητορική μίσους. Για πολλούς μεγαλύτερους, ίσως να ήταν απλώς ένα ακόμη κυβερνητικό μέτρο, ένα χαρτί στο γραφειοκρατικό παιχνίδι που παίζεται χρόνια. Για τη γενιά όμως που ενημερώνεται, μορφώνεται, κοινωνικοποιείται, ερωτεύεται και ονειρεύεται διαδικτυακά, η απαγόρευση αυτή ισοδυναμούσε με φίμωση. Και κυρίως, ήρθε σε μια εποχή που η οργή ήδη έβραζε κάτω από την επιφάνεια. Διαφθορά που μύριζε παντού, νεποτισμός που έδινε και έπαιρνε, πολιτικοί γόνοι να ζουν μέσα στη χλιδή ενώ οι συνομήλικοί τους έπαιρναν τον δρόμο της μετανάστευσης ή βολεύονταν σε δουλειές χωρίς προοπτική. Η σταγόνα ξεχείλισε.
Μέσα σε λίγες ώρες, τα hashtags #NepoKids και #NepoBaby κατέκλυσαν τα social media όσο αυτά λειτουργούσαν ακόμη. Βίντεο έδειχναν τις επαύλεις και τα πάρτι των παιδιών πολιτικών, τις φωτογραφίες τους με ακριβά αυτοκίνητα και ταξίδια στο εξωτερικό, σε πλήρη αντίθεση με την καθημερινότητα των περισσότερων Νεπαλέζων. Το αφήγημα ήταν ξεκάθαρο: οι κυβερνώντες ζουν σε μια χώρα φτιαγμένη για τους ίδιους, ενώ η υπόλοιπη κοινωνία φυτοζωεί. Και τώρα, αυτοί οι ίδιοι που καταχρώνται την εξουσία, επιχειρούν να κλείσουν και το στόμα του λαού.
Από τα hashtags στους δρόμους (Η οργή μιας γενιάς που δεν φοβάται)
Η πρώτη διαδήλωση οργανώθηκε σχεδόν αυθόρμητα. Στην Κατμαντού, νέοι με σχολικές στολές και πανεπιστημιακά βιβλία βγήκαν στους δρόμους. Δεν υπήρχε κομματικός μηχανισμός από πίσω, ούτε κάποια γνωστή πολιτική φιγούρα να ηγείται. Ήταν η ίδια η γενιά που μεγάλωσε με κινητά στα χέρια και την παγκόσμια πληροφορία στο μυαλό, που αποφάσισε να μιλήσει χωρίς μεσάζοντες. «Stop corruption, not social media», έγραφαν τα πλακάτ τους. «This is our revolution. It’s our turn now», φώναζαν, με έναν τόνο που δεν έμοιαζε με τις συνηθισμένες διαδηλώσεις του παρελθόντος.
Την πρώτη μέρα η ατμόσφαιρα είχε κάτι σχεδόν γιορτινό, μια αίσθηση ειρηνικής εξέγερσης. Αλλά η κυβέρνηση δεν είχε καμία διάθεση να δείξει ανοχή. Γύρω από το κοινοβούλιο στήθηκαν οδοφράγματα, η αστυνομία εξοπλίστηκε με αντλίες νερού και δακρυγόνα, ενώ από νωρίς κυκλοφορούσαν φήμες ότι υπήρχε εντολή για «κάθε αναγκαίο μέτρο». Κανείς δεν περίμενε ότι η μέρα θα τελείωνε με αίμα στην άσφαλτο. Όμως τελείωσε.
Η μέρα που τίποτα δεν ήταν πια ίδιο
Στις πρώτες συγκρούσεις, η αστυνομία έκανε χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών. Όμως σύντομα ακούστηκαν και κανονικοί πυροβολισμοί. Αυτόπτες μάρτυρες μίλησαν για πραγματικά πυρά εναντίον άοπλων διαδηλωτών. Οι νεκροί άρχισαν να καταφθάνουν στα νοσοκομεία: δεκαεννέα την πρώτη μέρα, νέοι άνθρωποι σχεδόν όλοι, με πρόσωπα που λίγες ώρες πριν κρατούσαν πανό και τώρα κείτονταν ακίνητα κάτω από λευκά σεντόνια. Στους πίνακες ανακοινώσεων των επειγόντων κρεμάστηκαν λίστες με ονόματα και ηλικίες: 18, 20, 22. Κάτω από κάθε αριθμό, μια οικογένεια βυθιζόταν στην απόγνωση.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει το μέγεθος της βίας. Μίλησε για «αναγκαία μέτρα», για «προβοκάτορες» που υποτίθεται ότι κατέστρεφαν δημόσια κτίρια και έδιναν αφορμές για καταστολή. Όμως οι εικόνες μιλούσαν από μόνες τους. Νέοι που έτρεχαν με ματωμένα ρούχα, καπνός να βγαίνει από το κτίριο του κοινοβουλίου, οργισμένοι διαδηλωτές να σπάνε τις πύλες των υπουργείων. Κάποια στιγμή, διαδηλωτές εισέβαλαν στο συγκρότημα Singha Durbar, την καρδιά της κυβερνητικής εξουσίας, και ύψωσαν τη σημαία του Νεπάλ πάνω από τις πύλες, ενώ κάτω από αυτές ακούγονταν ο εθνικός ύμνος. Ήταν η στιγμή που η οργή συναντήθηκε με την ελπίδα —αλλά και η στιγμή που η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Η παραίτηση που δεν έφερε ειρήνη: Πολιτικό κενό και αβεβαιότητα
Σύμφωνα με αναφορές από τοπικά μέσα και αυτόπτες μάρτυρες, σπίτια πολιτικών φέρεται να πυρπολήθηκαν, το διεθνές αεροδρόμιο της Κατμαντού έκλεισε και η πρωτεύουσα καλύφθηκε από καπνό και ήχους σειρήνων. Στρατιωτικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στους δρόμους, ενώ επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, έκανε λόγο για «προβοκάτορες» που παρεισέφρησαν στις κινητοποιήσεις προκαλώντας καταστροφές. Ωστόσο, οι νέοι δεν υποχώρησαν. Για κάθε σημείο που εκκένωνε η αστυνομία, αλλού ξεσπούσαν νέες πορείες, οδοφράγματα και συνθήματα. Την ίδια στιγμή, στα social media –που είχαν επανέλθει σε λειτουργία κάτω από την πίεση της εξέγερσης– κυκλοφορούσαν βίντεο που, σύμφωνα με μαρτυρίες, έδειχναν αστυνομικούς να πυροβολούν, διαδηλωτές να μεταφέρουν τραυματίες και φλόγες να καταπίνουν κυβερνητικά αρχεία και πολυτελείς κατοικίες.
Η παραίτηση του πρωθυπουργού Κ.Π. Σάρμα Ολι ήρθε σαν πολιτικός σεισμός. Ήταν σαφές ότι η κυβέρνησή του είχε χάσει κάθε νομιμοποίηση, ότι η αιματηρή καταστολή είχε σπάσει οριστικά τον δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στον λαό και την εξουσία. Αλλά η παραίτηση δεν σήμανε και το τέλος της κρίσης. Το αντίθετο. Άνοιξε ένα κενό εξουσίας που γέμισε με ερωτήματα. Ποιος κυβερνά τώρα; Ποιος μιλάει με ποιον; Πώς σταματάς μια εξέγερση όταν αυτή πλέον δεν έχει ένα μόνο αίτημα αλλά έναν ολόκληρο κατάλογο από «φτάνει πια»;
Η Gen Z μιλάει: Φωνές μέσα από τα νοσοκομεία και τις πλατείες
Στα νοσοκομεία, νέοι με επιδέσμους στα χέρια και στα κεφάλια έδιναν συνεντεύξεις. Ένας δεκαοκτάχρονος φοιτητής, ο Σαούραβ, είπε κλαίγοντας: «Όταν πρόκειται για την πατρίδα, δεν χρειάζεται κίνητρο. Οι πολιτικοί πουλάνε τη χώρα για την απληστία τους. Αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει». Άλλοι μιλούσαν για δικαιοσύνη, για τιμωρία όσων διέταξαν τα πυρά, για ένα νέο ξεκίνημα χωρίς τους ίδιους πολιτικούς που εναλλάσσονται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες σαν να παίζουν καρέκλες.
Ο στρατός προσπάθησε να εμφανιστεί ως ουδέτερος διαιτητής. Πρόσφερε διάλογο, κάλεσε τους διαδηλωτές να σταματήσουν τις καταστροφές, υποσχέθηκε ότι θα υπάρξουν συνέπειες για τα επεισόδια βίας. Όμως η παρουσία του στους δρόμους, με τα τεθωρακισμένα οχήματα και τα αυτόματα όπλα, θύμιζε περισσότερο απειλή παρά εγγύηση. Κι όσο περνούσαν οι μέρες, γινόταν σαφές ότι η Gen Z δεν είχε καμία διάθεση να παραδώσει τη φωνή της πίσω στη σιωπή.
Τι ζητάει η νέα γενιά
Το κίνημα αυτό δεν είχε κεντρική ηγεσία. Κι όμως, είχε ψυχή. Φοιτητές, μαθητές, νέοι εργαζόμενοι, δημιουργοί περιεχομένου στο διαδίκτυο, άνθρωποι που ένιωθαν ότι η ζωή τους έχει μείνει στάσιμη ενώ η πολιτική ελίτ πλουτίζει και αδιαφορεί -όλοι αυτοί βρήκαν ο ένας τον άλλον μέσα από τα hashtags, τις πορείες, τις πλατείες. Δεν είχαν ένα κόμμα να τους κατευθύνει, ούτε έναν χαρισματικό ηγέτη να τους εκπροσωπεί. Κι ίσως ακριβώς γι’ αυτό η φωνή τους ακουγόταν πιο αυθεντική. Δεν ζήτησαν εξουσία, ζήτησαν αλλαγή.
Μια χώρα στο σταυροδρόμι
Μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού την ώρα που η Κατμαντού μυρίζει ακόμη καμένο και δακρυγόνα, υπάρχει μια αίσθηση ότι κάτι πάει να αλλάξει ανεπιστρεπτί. Η Gen Z του Νεπάλ είχε σπάσει τον φόβο. Δεν ξέρει ακόμη ποια θα είναι η επόμενη μέρα, αλλά ξέρει ότι δεν θα γυρίσει πίσω στη σιωπή.
Κάποιοι μιλούν για μεταβατική κυβέρνηση, για νέες εκλογές, για ανεξάρτητες επιτροπές που θα ερευνήσουν τις δολοφονίες. Άλλοι φοβούνται ότι το κενό εξουσίας μπορεί να φέρει περισσότερη αστάθεια, ότι ο στρατός μπορεί να σκληρύνει τη στάση του, ότι οι παλιοί πολιτικοί θα βρουν τρόπο να επιστρέψουν μεταμφιεσμένοι σε «σωτήρες». Αλλά ό,τι κι αν φέρει το αύριο, η αλήθεια είναι μία: η γενιά που μεγάλωσε με το διαδίκτυο στο χέρι και την παγκοσμιοποίηση στο μυαλό δεν πρόκειται να δεχτεί ξανά μια χώρα που κυβερνιέται σαν ιδιωτικό τσιφλίκι.
«Αυτή είναι η δική μας επανάσταση», φώναξε ένας νεαρός πάνω σε ένα καμένο οδόφραγμα. «Τώρα είναι η σειρά μας» ήταν το κοινό σύνθημα. Και μπορεί η ιστορία να γράφεται πάντα με αίμα, αλλά στο Νεπάλ του 2025 γράφεται και με hashtags, με livestream, με την ακατέργαστη φωνή μιας γενιάς που αποφάσισε να μην περιμένει άλλο.
