Η Iryna Zarutska και τα 87″ της σιωπής των επιβατών: Το bystander effect πιο απειλητικό από ποτέ
Η 23χρονη πρόσφυγας από το Κίεβο, Iryna Zarutska, δολοφονήθηκε μέσα σε βαγόνι τρένου στη Σαρλότ, ενώ δεκάδες επιβάτες έμεναν ακίνητοι μετά το συμβάν. Το bystander effect έχει αναλυθεί και καταγραφεί: η παρουσία πολλών μειώνει την ατομική ευθύνη, η αβεβαιότητα παραλύει, ο φόβος υπερισχύει της παρόρμησης για βοήθεια. Αυτά είναι τα δεδομένα. Το ερώτημα σήμερα είναι άλλο: γιατί η σιωπή μοιάζει πια φυσιολογική; Γιατί η αδράνεια έχει γίνει κανόνας; Γιατί, όταν συμβαίνει κάτι φρικτό, οι μισοί κοιτούν, οι άλλοι μισοί τραβούν βίντεο και κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα;
22 Αυγούστου 2025. Σαρλότ, Βόρεια Καρολίνα. Ένα βαγόνι της γραμμής που συνδέει το κέντρο με τα προάστια. Η Iryna Zarutska, 23 ετών, πρόσφυγας από το Κίεβο, μαχαιρώνεται θανάσιμα την ώρα που το τρένο συνεχίζει τη διαδρομή του. Ο 34χρονος δράστης, Decarlos Brown Jr, δολοφονεί τη νεαρή γυναίκα μπροστά σε επιβάτες.
Μετά τη δολοφονία, η υπόθεση πήρε γρήγορα τεράστιες διαστάσεις.
Το Συμβούλιο της Σαρλότ και ο οργανισμός μεταφορών CATS βρέθηκαν στο επίκεντρο κριτικής για τα μέτρα ασφαλείας, η αστυνομία και η δημαρχία κλήθηκαν να απαντήσουν για τις καθυστερήσεις και τις ελλείψεις, ενώ στις 5 Σεπτεμβρίου 2025 δόθηκε στη δημοσιότητα το βίντεο από τις κάμερες ασφαλείας, πυροδοτώντας ακόμη μεγαλύτερη οργή.
Ο Decarlos Brown Jr. κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού και για θανατηφόρα πράξη σε μέσο μαζικής μεταφοράς, με τους εισαγγελείς να εξετάζουν ακόμη και τη θανατική ποινή. Τοπικοί αξιωματούχοι μίλησαν για σοβαρά κενά στο σύστημα ψυχικής υγείας και δικαιοσύνης της κομητείας Mecklenburg, ενώ η δολοφονία έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης: ο κυβερνήτης της Βόρειας Καρολίνας ζήτησε περισσότερη αστυνόμευση, ο Elon Musk επέκρινε δικαστές και εισαγγελείς, και ο Donald Trump έκανε λόγο για «παράφρονα» και «τρελό», συνδέοντας το περιστατικό με την εγκληματικότητα στις μεγάλες πόλεις. Η υπόθεση απέκτησε διεθνή διάσταση, με την Ουκρανία να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις αρχές, ενώ οι αγρυπνίες με κεριά στη Σαρλότ έγιναν σύμβολο συλλογικού πένθους και οργής.
Αυτό που θα στοιχειώσει το γεγονός δεν είναι μόνο η δολοφονία
Είναι η απραξία. Οι καθυστερημένες αντιδράσεις. Τα πρόσωπα που κοιτούν, που μένουν σιωπηλά, που δεν πλησιάζουν. 87 δευτερόλεπτα (όσοι είδαμε όλο το βίντεο τα μετρήσαμε) που περνούν σαν αιώνες. Η Iryna πέφτει σε δευτερόλεπτα αναίσθητη και γύρω της σιωπή.
Κι έτσι, το αποτρόπαιο έγκλημα παίρνει κι άλλη διάσταση καθώς γίνεται διάγνωση μιας κοινωνίας που έχει ξεχάσει πώς είναι να αντιδράς. Μπροστά σε κόσμο, κυριαρχεί η σιωπή. Η αμηχανία. Η παράλυση. Λες κι η ανθρώπινη παρόρμηση για βοήθεια έχει αποσυνδεθεί από το συλλογικό μας ένστικτο, σαν κάτι που εγκαταλείψαμε σιωπηλά στην πορεία προς τον μοντέρνο ατομικισμό.
Αυτό είναι το γνωστό φαινόμενο που οι ψυχολόγοι ονομάζουν bystander effect
Το bystander effect (φαινόμενο του θεατή) έχει αναλυθεί, μετρηθεί, καταγραφεί. Ξέρουμε ότι η παρουσία πολλών μειώνει την ατομική ευθύνη, ότι η αβεβαιότητα παραλύει, ότι ο φόβος για τον εαυτό μας μπαίνει μπροστά από το ένστικτο βοήθειας. Αυτά είναι τα δεδομένα.
Το ερώτημα όμως σήμερα είναι άλλο. Γιατί ο κόσμος μας μοιάζει να έχει αποδεχτεί τη σιωπή σαν φυσιολογική αντίδραση; Γιατί η αδράνεια έχει γίνει σχεδόν πολιτισμικός κανόνας; Γιατί μοιάζει πια αναμενόμενο ότι, όταν συμβαίνει κάτι φρικτό, οι μισοί θα κοιτούν, οι άλλοι μισοί θα τραβούν βίντεο και κανείς δεν θα κάνει το πρώτο βήμα να βοηθήσει;
Από την εξήγηση στο σύμπτωμα
Το bystander effect είναι η διάγνωση μιας κοινωνίας που έχει χάσει τον αυθορμητισμό της. Μιας κοινωνίας που ζει μέσα σε κάμερες, αλγόριθμους, ειδοποιήσεις και οθόνες, αλλά δυσκολεύεται να παράξει πραγματική δράση εκτός πλαισίου. Στην εποχή της υπεραπλούστευσης, η αλληλεγγύη μοιάζει να απαιτεί εξήγηση, πρωτόκολλο, hashtag, θεσμική έγκριση.
Δεν είναι ότι ο άνθρωπος έγινε πιο σκληρός ή πιο αδιάφορος. Είναι ότι η δημόσια σφαίρα έχει αλλάξει μορφή. Εκεί όπου κάποτε η παρόρμηση για βοήθεια ήταν κομμάτι του αυτονόητου, σήμερα είναι μια κίνηση που μοιάζει να χρειάζεται εξωτερική νομιμοποίηση.
Η ψηφιακή εποχή έκανε τον δημόσιο χώρο σκηνή
Τα γεγονότα καταγράφονται, αναπαράγονται, σχολιάζονται σε πραγματικό χρόνο. Κάθε κίνηση υπόκειται σε αμέτρητα βλέμματα, όχι μόνο όσων είναι παρόντες αλλά και όσων θα το δουν μετά σε βίντεο. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, η αυθόρμητη δράση μοιάζει να καταπνίγεται από το βάρος του «πώς θα φανεί».
Ο κόσμος δεν είναι πια απλώς θεατής. Είναι εν δυνάμει σχολιαστής. Και ο φόβος της δημόσιας έκθεσης -του να κατηγορηθείς ότι αντέδρασες λάθος, ότι παρενέβης υπερβολικά, ότι δεν κατάλαβες σωστά- παραλύει πιο αποτελεσματικά κι από την αδιαφορία.
Η ψυχολογία του κινδύνου
Η σύγχρονη κοινωνία μάς έχει εκπαιδεύσει να αποφεύγουμε το απρόβλεπτο. Τα μέσα μεταφοράς, οι πλατείες, οι δρόμοι έχουν γίνει χώροι που κινούμαστε σαν να μην ανήκουμε εκεί. Προστατεύουμε το δικό μας μικρό περίβλημα, τα ακουστικά, το κινητό, την ιδιωτικότητά μας. Όλα όσα βρίσκονται έξω από αυτή τη σφαίρα μοιάζουν ξένα, ακόμα κι όταν είναι άνθρωποι που αιμορραγούν λίγα μέτρα πιο πέρα.
Ο φόβος δεν είναι μόνο φόβος για τη βία. Είναι φόβος για την εμπλοκή, για την επαφή, για την πιθανότητα να βρεθούμε στο επίκεντρο χωρίς να το επιλέξαμε.
Η ηθική κόπωση μιας εποχής
Ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης. Βλέπουμε πόλεμο, λιμούς, βία, φτώχεια, εγκλήματα, όλα σε πραγματικό χρόνο. Ο ανθρώπινος νους δεν είχε φτιαχτεί για τόσο συνεχή έκθεση στην καταστροφή. Έτσι, η συναισθηματική κόπωση οδηγεί σε απευαισθητοποίηση.
Το χειρότερο είναι ότι αυτό μοιάζει να γίνεται αποδεκτό σαν κανονικότητα. «Άλλο ένα περιστατικό», «άλλο ένα βίντεο», «άλλη μια τραγωδία». Όταν η εξαίρεση γίνεται ρουτίνα, η κοινωνία σταματά να εκπλήσσεται, να συγκλονίζεται, να ενεργεί.
Η αλληλεγγύη άλλοτε ήταν αυθόρμητη
Σήμερα μοιάζει να χρειάζεται διαδικασία. Να περάσει από φίλτρα, από αξιολογήσεις, από την αέναη σκέψη «μήπως κάνω χειρότερα τα πράγματα».
Δεν είναι τυχαίο ότι σε χώρες με αυστηρό νομικό πλαίσιο υπάρχουν νόμοι που προστατεύουν όσους βοηθούν -τα λεγόμενα Good Samaritan laws. Στις κοινωνίες όπου η εμπλοκή μπορεί να σε οδηγήσει σε δικαστήρια, η απραξία γίνεται η πιο ασφαλής επιλογή.
Κι έτσι η αυθόρμητη πράξη γίνεται σπάνια.
Η πολιτισμική διάσταση της σιωπής
Η σιωπή δεν είναι ίδια παντού. Σε κοινότητες όπου υπάρχει ακόμα ισχυρός κοινωνικός ιστός, όπου οι άνθρωποι γνωρίζονται, όπου η συλλογική ζωή έχει νόημα, η απραξία είναι μικρότερη. Στις μεγαλουπόλεις της ανωνυμίας, της βιασύνης, της μόνιμης επιφυλακής, η σιωπή γίνεται ο κανόνας.
Δεν είναι τυχαίο ότι το bystander effect πρωτομελετήθηκε στη Νέα Υόρκη, μετά τη δολοφονία της Kitty Genovese το 1964. Μια πόλη γεμάτη κόσμο, κι όμως μια γυναίκα δολοφονείται ενώ δεκάδες ακούν τις φωνές της. Η ιστορία επαναλαμβάνεται -όχι επειδή δεν μάθαμε, αλλά επειδή ο τρόπος ζωής μας κάνει τη σιωπή σχεδόν αναμενόμενη.
Η ψηφιακή διάσταση και η πολιτική ευθύνη
Υπάρχει και κάτι καινούριο: η κάμερα. Το βίντεο. Το ενστικτώδες «τραβάω» πριν το «βοηθάω».
Η εικόνα γίνεται πιο σημαντική από την πράξη. Η τεχνολογία, αντί να φέρει διαφάνεια, γεννά έναν νέο τύπο θεατή: αυτόν που σκέφτεται την αναπαραγωγή του γεγονότος πριν από την εμπλοκή του σ’ αυτό. Το viral προηγείται της αλληλεγγύης.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για αδράνεια πολιτών χωρίς να μιλάμε για θεσμούς. Όταν οι πόλεις δεν έχουν επαρκή αστυνόμευση, όταν τα μέσα μεταφοράς δεν έχουν προσωπικό ασφαλείας, όταν η πολιτεία δεν προστατεύει όσους βοηθούν, τότε η ευθύνη μεταφέρεται άδικα μόνο στον επιβάτη που πάγωσε.
Η σιωπή έχει πολιτικό πλαίσιο. Δεν είναι απλώς ατομική αποτυχία, είναι και συλλογική.
Η ανάγκη για επικοινωνία
Ίσως το πρόβλημα να είναι ότι μιλάμε για το bystander effect σαν κάτι εξωτερικό, σαν κάτι που μελετάμε από απόσταση. Στην πραγματικότητα, είναι η γλώσσα μας που χρειάζεται ανανέωση. Να μιλήσουμε όχι για το «γιατί δεν αντιδρούμε», αλλά για το πώς ξαναχτίζουμε τον αυθορμητισμό της βοήθειας.
Πώς δημιουργούμε πόλεις όπου το πρώτο ένστικτο δεν είναι να βγάλεις το κινητό, αλλά να τρέξεις κοντά. Πώς εκπαιδεύουμε ανθρώπους να βοηθούν χωρίς να φοβούνται τις συνέπειες. Πώς κάνουμε την αλληλεγγύη κομμάτι της δημόσιας κουλτούρας, όχι ηρωική εξαίρεση.
Η εποχή των θεατών
Το bystander effect δεν είναι κάτι νέο προφανώς. Έχει καταγραφεί από κοινωνικούς επιστήμονες εδώ και δεκαετίες. Δεν έρχεται αιφνιδιαστικά, αλλά είναι βαθιά ριζωμένο στη λογική της ασφάλειας, της αποστασιοποίησης, του φόβου.
Ζούμε στην εποχή των θεατών. Βλέπουμε τα πάντα, σχολιάζουμε τα πάντα, αλλά δυσκολευόμαστε να πράξουμε. Η δολοφονία της Iryna Zarutska αποκάλυψε μια κοινωνία που έχει συμβιβαστεί με τη σιωπή της.
