Είναι το ψεύτικο η νέα κανονικότητα;
Πώς τα συμφραζόμενα, η υπομονή και η αμφιβολία συγκροτούν την αρχιτεκτονική της ψηφιακής αλήθειας
Ζούμε σε μια εποχή όπου η διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το τεχνητό δεν μας συγκλονίζει πια. Είναι πανταχού παρούσα: στις οθόνες, στα φίλτρα, στις selfies. Από avatars και συνθετικές φωνές έως εικόνες που γεννά η τεχνητή νοημοσύνη, το ψεύτικο έχει γίνει οικείο. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, δεν είναι πώς κατασκευάζεται, αλλά γιατί το πιστεύουμε με τόση ευκολία.
Ίσως η απάντηση να μην είναι η αφέλεια, αλλά η επιθυμία. Δεν πέφτουμε θύματα επειδή μας εξαπατούν· αλλά επειδή το ψεύτικο καλύπτει ένα κενό, προσφέρει μια αφήγηση που μας βολεύει, που συμπληρώνει τον εαυτό μας. Γι’ αυτό και μοιάζει αληθινό: έρχεται να ολοκληρώσει ή να επεκτείνει την ιστορία που ήδη κουβαλάμε.
Μπορεί η γειτονιά να μας ξανακάνει ανθρώπους; Σεβασμός, αλληλεγγύη, μικρές πράξεις ενότητας
Η ψυχολογία αναδεικνύει τα τρία χρώματα που χρησιμοποιούν οι ευφυείς άνθρωποι
Sorry, αλλά ο AI «θεραπευτής» σου δεν σκέφτεται εσένα
Η γοητεία του «πιθανού»
Η αυθεντικότητα κάποτε είχε ηθικό βάρος. Σήμαινε κάτι αδιαμφισβήτητο, στιβαρό. Σήμερα, όμως, κοστίζει γνωστικά: απαιτεί υπομονή, συμφραζόμενα, αμφιβολία. Σε μια εποχή που τα feeds μας ανταμείβουν την ταχύτητα και την ευκολία, αυτά λείπουν. Κι έτσι αρκεστές φορές συμβιβαζόμαστε με το «αρκετά καλό»: την εικόνα που μας κολακεύει, το ποστ που μας επιβεβαιώνει, την αφήγηση που μας γαληνεύει.
Η πικρή αλήθεια είναι πως η «πιθανότητα» έχει αντικαταστήσει την αλήθεια. Επικυρώνουμε όχι ό,τι αποδεικνύεται, αλλά ό,τι μοιάζει πειστικό. Το ψεύτικο δεν είναι απλώς ανεκτό· είναι λειτουργικό. Απορροφά την αβεβαιότητα και μας δίνει τόση «δόση πραγματικότητας» όση χρειάζεται για να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε περιεχόμενο.
Bruce Lee και η μυθολογία της ακρίβειας
Πριν από την εποχή των deep fakes, είχε κυκλοφορήσει ένα βίντεο με τον Bruce Lee να παίζει πινγκ-πονγκ με νουντσάκου. Εκατομμύρια θεατές το πίστεψαν, παρότι ήταν διαφήμιση τηλεφωνικής εταιρείας, γυρισμένη δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Κι όμως, το κοινό δεν το μοιράστηκε ως απάτη αλλά ως φόρο τιμής. Ήταν ψεύτικο, αλλά ένιωθε αληθινό.
Το βίντεο πέτυχε γιατί κουμπώνει με τον πολιτισμικό μύθο του Lee: την υπεράνθρωπη ταχύτητα και ακρίβεια. Η ψευδαίσθηση λειτούργησε σαν αποθέωση, όχι σαν εξαπάτηση. Και αυτό μας δείχνει κάτι βαθύτερο: το ψεύτικο μπορεί να αποκαλύψει αλήθειες για τον θαυμασμό μας, για την πρόθυμη συμμετοχή μας σε μια αφήγηση που υπερβαίνει την πραγματικότητα.
Από το «βλέπω» στο «πιστεύω»
Η φράση «seeing is believing» έχει αντιστραφεί. Σήμερα, πρώτα πιστεύουμε και ύστερα βλέπουμε. Οι αλγόριθμοι και τα φίλτρα έχουν ήδη πλαισιώσει την εμπειρία μας πριν ακόμα φτάσει στο μάτι. Έτσι, μια ψεύτικη εικόνα που ταιριάζει στο αφήγημά μας μοιάζει πιο αληθινή από μια γνήσια που το ανατρέπει.
Το ψεύτικο δεν είναι μόνο πράξη εξαπάτησης· είναι και πράξη συνενοχής. Εμείς οι ίδιοι το καλούμε μέσα, γυαλίζουμε τον κόσμο ώσπου να μας καθρεφτίσει. Μετατρεπόμαστε σε συν-δημιουργούς των ίδιων μας των ψευδαισθήσεων.
Η εποχή της (ψευδο)πίστης
Το ερώτημα παραμένει: είναι το ψεύτικο η νέα κανονικότητα; Σε έναν βαθμό, ναι. Όχι γιατί παραδοθήκαμε στην ψευδαίσθηση, αλλά γιατί η ίδια η πίστη έγινε ο τελικός κριτής της πραγματικότητας. Η αυθεντικότητα δεν είναι πια αμετακίνητη αξία, αλλά ένα συνεχές παζάρι ανάμεσα σε ό,τι είναι αποδεδειγμένο και σε ό,τι «μοιάζει αρκετά αληθινό».
Ο κίνδυνος δεν είναι να χάσουμε εντελώς την επαφή με την αλήθεια. Ο πραγματικός κίνδυνος είναι να συνηθίσουμε να χρησιμοποιούμε το ψεύτικο ως εργαλείο για να ολοκληρώνουμε τις ιστορίες μας. Και τότε, η διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το τεχνητό ίσως να πάψει να έχει σημασία.
