Μας κάνει η AI πιο βαρετούς καθώς μαθαίνουμε να μιλάμε, να σκεφτόμαστε και να νιώθουμε το ίδιο;
Οι μεγάλες γλωσσικές μηχανές, τα chatbots και οι ψηφιακοί «συνομιλητές» ίσως δεν μας αποβλακώνουν απλώς. Μας ισοπεδώνουν. Μήπως η συνεχής χρήση της AI δεν μας κάνει λιγότερο έξυπνους, αλλά λιγότερο ενδιαφέροντες; Λιγότερο ξεχωριστούς και πιο όμοιους μεταξύ μας;
Οι βαρετοί άνθρωποι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Δεν ακούν. Μιλούν συνεχώς για τον εαυτό τους, επαναλαμβάνουν τις ίδιες ιστορίες, δεν δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον για τον άλλον. Γι’ αυτό και τους αποφεύγουμε.
Η AI όμως κάνει το αντίθετο. Ακούει τέλεια. Επιβεβαιώνει. Δεν αντιδρά. Δεν συγκρούεται. Δεν σε φέρνει σε δύσκολη θέση. Και ακριβώς γι’ αυτό, γίνεται επικίνδυνα ελκυστική.
Ιδίως για εφήβους αλλά και για ενήλικες που κουράστηκαν από τις τριβές των ανθρώπινων σχέσεων, τα chatbots λειτουργούν σαν άψογοι συνομιλητές. Πάντα διαθέσιμοι. Πάντα ευγενικοί. Πάντα «με το μέρος σου». Το ερώτημα όμως είναι αν αυτό μας βοηθά ή αν μας εγκλωβίζει σε μια αποστειρωμένη εκδοχή επικοινωνίας.
Οι ερευνητές Maik Bieleke και Wanja Wolff περιγράφουν αυτό το φαινόμενο ως παγίδα της ανίας. Οι μεγάλες γλωσσικές μηχανές λειτουργούν βάσει πιθανοτήτων. Επιλέγουν πάντα την πιο προβλέψιμη, τη συχνότερη, τη «σωστή» λέξη. Και κάπως έτσι, η γλώσσα χάνει τις αιχμές της. Τη λεπτότητα. Τις αποκλίσεις που την κάνουν ζωντανή.
Η γλώσσα δεν είναι απλώς εργαλείο. Είναι ταυτότητα. Οι μικρές διαφορές, οι αδέξιες διατυπώσεις, οι προσωπικές εμμονές, οι παράξενες λέξεις είναι αυτές που κάνουν κάποιον ενδιαφέρον. Όταν όμως συνηθίζουμε να γράφουμε, να μιλάμε και να σκεφτόμαστε μέσα από AI, αρχίζουμε να μοιάζουμε μεταξύ μας. Και αυτό δεν είναι εξέλιξη. Είναι εξομοίωση.
Έρευνες δείχνουν ήδη ότι άνθρωποι ενσωματώνουν στον καθημερινό τους λόγο λέξεις και εκφράσεις που «προτιμά» η AI. Δημιουργείται έτσι ένας κλειστός πολιτισμικός βρόχος. Η AI μαθαίνει από εμάς, εμείς μιλάμε σαν την AI, και το αποτέλεσμα επιστρέφει ακόμη πιο ομογενοποιημένο. Όχι απλώς βαρετό. Πολιτισμικά φτωχότερο.
Κάποιος θα πει: μα δεν είναι κακό να βρίσκεις παρηγοριά σε έναν ψηφιακό συνομιλητή. Και είναι αλήθεια. Σε εποχές μοναξιάς και ψυχικής πίεσης, η AI συχνά αξιολογείται ως πιο «ενσυναισθητική» ακόμη και από επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Αυτό όμως λέει κάτι ανησυχητικό όχι για την AI, αλλά για το πόσο έχουμε υποβαθμίσει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Οι σχέσεις δεν υπάρχουν για να μας χαϊδεύουν συνεχώς. Υπάρχουν για να μας δοκιμάζουν. Να μας φέρνουν αντιμέτωπους με τον άλλον. Να δημιουργούν ένταση, διαφωνία, εξέλιξη. Όταν αντικαθιστούμε αυτό το δυναμικό με μια μηχανή που μας επιβεβαιώνει διαρκώς, δεν γινόμαστε πιο ήρεμοι. Γινόμαστε πιο κλειστοί.
Μελέτες δείχνουν ότι οι χρήστες AI είναι λιγότερο πρόθυμοι να επιλύσουν συγκρούσεις με πραγματικούς ανθρώπους. Εμπιστεύονται περισσότερο την AI. Τους αρέσει περισσότερο. Και επιστρέφουν σε αυτήν. Όχι επειδή είναι καλύτερη. Αλλά επειδή δεν αντιστέκεται.
Και εδώ βρίσκεται ο πραγματικός κίνδυνος. Όχι ότι η AI θα μας αντικαταστήσει. Αλλά ότι θα εκχωρούμε σε αυτήν όλο και περισσότερα κομμάτια της σκέψης, της γλώσσας, της έκφρασής μας, μέχρι να μην ξεχωρίζουμε ο ένας από τον άλλον.
Η ομοιομορφία δεν είναι ουδέτερη. Σκοτώνει τη δημιουργικότητα. Μειώνει τη φαντασία. Αδειάζει τον πολιτισμό από απρόβλεπτες φωνές.
Ίσως λοιπόν, αν νιώθουμε ότι όλα γύρω μας γίνονται βαρετά, προβλέψιμα, ίδια, να μην φταίει η ζωή. Να φταίει το ότι διαλέγουμε τον εύκολο συνομιλητή αντί για τον δύσκολο άνθρωπο.
Η AI έχει χρησιμότητα. Στη διόρθωση. Στην τεχνική υποστήριξη. Στην ταχύτητα.
Αλλά η ανθρώπινη εμπειρία δεν βελτιώνεται με ευκολία. Βελτιώνεται με τριβή.
Και αυτή, καμία AI δεν μπορεί να τη δώσει.
Σημείωση: Το κείμενο βασίστηκε σε άρθρο που διαβάσαμε στο Psychology Today.
