Βλαδίμηρος Κυριακίδης: «Δεν κάνω αυτή τη δουλειά για να βγάζω χρήματα ή για την υστεροφημία μου»
Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης μιλά στο Queen.gr για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στη σειρά Ριφιφί και στη θεατρική παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», για τα αναγκαία ρίσκα που πήρε για την τέχνη του, αλλά και ένα σύστημα που δημιουργήθηκε με το πρόσχημα της ευημερίας των ανθρώπων και έγινε στην ουσία το μέσον για την οικονομική τους εξαθλίωση.
Τη φετινή χρονιά ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης που μετρά πια 4 δεκαετίες ως ηθοποιός με μεγάλες επιτυχίες στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, έχει τη χαρά να έχει μία διπλή συνεργασία με τον σκηνοθέτη Σωτήρη Τσαφούλια. Τόσο στη σειρά Ριφιφί στην Cosmote TV όσο και στο θέατρο Ζίνα, που τον σκηνοοθετεί στην παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ».
Η συζήτησή μας για το Queen.gr ξεκινά από αυτή τη συνεργασία αλλά και το πόσο και τα δύο έργα που αναφέρονται σε άλλες εποχές, ταυτοποιούνται και με τη σημερινή κοινωνική, οικονομική πραγματικότητα.
Είδαμε τα 2 πρώτα επεισόδια του Ριφιφί: Και οι 7 ήταν υπέροχοι στην πιο δυνατή ιστορία δικαίωσης
«Το ρίσκο που πήρα στο θέατρο, ήταν αυτό που χρειαζόταν για να καλύψω την υπαρξιακή μου αγωνία»
Στο Ριφιφί, ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης υποδύεται τον Αργύρη, έναν νεκροθάφτη που μαζί με τον Αντώνη, τον κολλητό του φίλο (τον υποδύεται ο Δήμος Γιγαντάκης) μπαίνουν στην ομάδα που θα κάνει τη μεγάλη ληστεία στην τράπεζα. Δεν έχει το κίνητρο των υπολοίπων και το κάνει μόνο από ανιδιοτέλεια και για να βοηθήσει τον φίλο του.
Εκείνος γιγαντόσωμος και αγαθός, ο κολλητός του μικρόσωμος και τετραπέρατος, κάνουν έναν αχτύπητο δίδυμο. Για να αφορίσει αυτό το δίδυμο με το χιούμορ του, την αδικία, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και να διδάξει συλλογικότητα και συμπόρευση σε έναν κοινό στόχο.
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας μας είχε αποκαλύψει στη δημοσιογραφική προβολή της σειράς πως προσπαθούσατε εδώ και δέκα χρόνια να συνεργαστείτε, αλλά μόλις τώρα τα καταφέρατε με το Ριφιφί αλλά και τη θεατρική παράσταση.
Από την πρώτη ταινία που είχε κάνει ο Σωτήρης είχαμε να συνεργαστούμε, αλλά μετά εγώ είχα τα γυρίσματα για τη Μουρμούρα και φυσικά το θέατρο και δεν προλάβαινα. Ευτυχώς φέτος τα καταφέραμε.
Κάνετε έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο, εκείνον του νεκροθάφτη. Για ποιον λόγο συμμετέχετε τελικά στην ομάδα που ετοιμάζεται να κάνει το μεγάλο Ριφιφί στην Τράπεζα;
Στην αρχή έχει πολλές ενστάσεις ο Αντώνης, αλλά συμμετέχει τελικά στο σχέδιο γιατί αγαπάει πάρα πολύ τον συνεργάτη και παιδικό του φίλο που ήδη έχει αποφασίσει να μπει στην ομάδα και θέλει να τον βοηθήσει. Στην πορεία συγκινείται και από τις προσωπικές ιστορίες των υπολοίπων. Είναι μία σειρά ανθρωποκεντρική και όχι δράσης στα πρότυπα ξένων σειρών, που «ακουμπά» στη ψυχή των ανθρώπων. Σε εκείνους που αποφασίζουν να κάνουν τη ληστεία, όχι όμως για να αποκτήσουν χρήματα και να κάνουν τις καταθέσεις τους σε μία άλλη τράπεζα, αλλά για να κλονίσουν την αξιοπιστία της ήδη υπάρχουσας από την οποία έχουν πάρει δάνεια. Έχει έναν συμβολισμό η πράξη τους.
Για να «χτυπήσουν» το σύστημα, εκείνο που κατέστρεψε τις ζωές τους;
Ακριβώς.
Ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην πετύχει το εγχείρημα και αν συμβεί κάτι τέτοιο, εσείς ως ρόλος στην ουσία θα ήσασταν ο μόνος που δεν θα έφταιγε. Δεν έχει δάνεια ο Αντώνης, δεν τον απειλεί η τράπεζα ότι θα του τα πάρει όλα.
Έτσι είναι, αλλά σκεφτείτε πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος ως επάγγελμα, για να το πω κυνικά, όλη του τη ζωή σκάβει για να θάψει ανθρώπους. Τώρα έχει την ευκαιρία να σκάψει τα λαγούμια που θα ανοίξουν για το ριφιφί, για να απελευθερώσει ανθρώπους. Αυτό το ρίσκο που αναλαμβάνει εκείνος, είναι παράλληλα και ένα ρίσκο πολλών άλλων ανθρώπων. Και το ρίσκο σε αυτή τη σειρά είναι η ανθρώπινη συννενόηση. Το καλό με το Ριφιφί που το αγάπησα πολύ, είναι πως μετά το τέλος του κάθε επεισοδίου, γεννιούνται στους τηλεθεατές ερωτήματα και τους βάζει σε μία διαδικασία ενδοσκόπησης και σκέψης.
Στο θέατρο έχετε πάρει και ως παραγωγός αρκετά οικονομικά ρίσκα. Τα πήρατε εύκολα γιατί εξυπηρετούσαν τις καλλιτεχνικές σας ανησυχίες και την ουσία της δουλειάς σας;
Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να πράξω διαφορετικά. Ήταν σαν αυτοσκοπός. Από τη στιγμή που «συναντήθηκα» με το θέατρο ήταν σα να βρήκα το καινούργιο μου σπίτι. Και εκεί μέσα δεν μπορούσα καθόλου να καθορίσω κάποια όρια. Πάντα μου άρεσε να ρισκάρω. Έτσι λοιπόν, δεν υπολόγισα τίποτε. Είναι η ανάγκη μου η τέχνη μου.
Παρά το ψυχικό και υλικό κόστος;
Ψυχικό κόστος δεν υπάρχει. Αντίθετα θα έλεγα πως υπάρχει ανάταση ψυχής στο θέατρο. Διαχειριζόμαστε τον λόγο, την ποίηση, αυτή βγάζουμε στην επιφάνεια. Επίσης, υπάρχει η έρευνα. Και αυτή ποτέ δε σταματά, είναι μία αναγκαιότητα, μία επανάληψη για πολλά ερωτήματα. Άρα το ρίσκο που πήρα, ήταν αυτό που χρειαζόταν για να καλύψω την υπαρξιακή μου αγωνία. Δεν κάνω αυτή τη δουλειά για να βγάζω χρήματα για να κάνω καταθέσεις, ή για να ενισχύσω την υστεροφημία μου.
Αυτή η έρευνα του καλλιτέχνη είναι το ίδιο μαγευτική με το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή;
Η έρευνα είναι το μεγάλο μας σχολείο για εμάς τους ηθοποιούς, αυτή η δουλειά γραφείου όπως λέμε πολλές φορές. Χρειάζονται πολλές ώρες μελέτης για να εξηγήσεις τα τεκταινόμενα, να εξηγήσεις την ίδια τη ζωή. Μέσα από τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, από την κοινωνιολογία. Αν δεν κάνεις αυτή τη μελέτη δεν θα μπορείς να αποδώσεις την τέχνη σου.
Φέτος παίζετε στο θέατρο ένα κλασσικό έργο το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». Σε τι το αντιμετωπίζετε διαφορετικά; Γιατί είναι ένα έργο που έχει παιχτεί αρκετές φορές τα προηγούμενα χρόνια στο ελληνικό θέατρο.
Και η σκηνοθετική προσέγγιση αλλά και η ερμηνευτική μας αγωγή αναγάγει το ίδιο το έργο σε υψηλή τέχνη. Τι εννοώ; Όπως η ζωγραφική, όπως η γλυπτική, έτσι και στο θέατρο συναντάμε κοινωνικά θέματα που πρέπει να αναπτυχθούν. Εδώ το κυρίαρχο θέμα είναι, το τι διδάσκει η σύγχρονη μαζική κουλτούρα. Και αυτό που διδάσκει είναι η αναλγησία των συντρόφων. Και φανταστείτε πως ο συγγραφέας του έργου Έντουαρντ Άλμπι το έγραψε το 1962. Προσπαθεί μέσω του έργου να δείξει στον κόσμο πως πρέπει να ενεργοποιηθούμε και να ξεκολλήσουμε από αυτόν τον χαρακτήρα της μαζικής κουλτούρας που μας τον έχουν εφαρμόσει στο μυαλό μας και στη συνείδησή μας.
Ο Άλμπι γράφει για μία γυναίκα, για τη Μάρθα, που είναι ο άντρας μέσα στη σχέση. Παίρνει μία οικογένεια και την αντιστρέφει, την ανατρέπει, βάζει μία μορφωμένη γυναίκα που έχει σπουδάσει, να συμπεριφέρεται σαν άντρας σε μία αντοκρατούμενη κοινωνία. Δεν αντέχει στον ρόλο της νοικοκυράς και για αυτό επαναστατεί. Αυτό που κάνει ένας άντρας της εποχής, να βρίζει και να πίνει, το κάνει εκείνη. Το έργο δείχνει και τις καταστροφικές συνέπειες του αλκοολισμού και τι σημαίνει αδιέξοδο και ψευδαίσθηση. Και μέσα σε όλη αυτή την τοξικότητα, ο θεατής καταλαβαίνει ότι αυτό το ζευγάρι αγαπιέται.
«Το "παιχνίδι" με τη φτώχεια των ανθρώπων είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του '90»
Τι θυμάστε από την εποχή της δεκαετίας του '90 (εποχή του Ριφιφί) και της τότε κοινωνικής πραγματικότητας;
Είχε μία διαφορετική φυσιογνωμία εκείνη η εποχή. Πιο απλή. Ο Γιάννης Διακογιάννης είχε πει τη μαγική φράση για εκείνη την εποχή πως «από το τζατζίκι περάσαμε στα σαλόνια» και είχε δίκιο. Είχαμε κυρίαρχα συστήματα αξιών αλλά όταν μπήκαν οι τράπεζες στη ζωή μας, σαν άλλα fast food μαγαζιά, άρχισε να γίνεται μία υποβαθισμένη περιοχή η Ελλάδα. Αναπτύχθηκαν κάποιες τραπεζικές κοινοπραξίες, που δεν αφορούσαν τον Έλληνα, μπλεχτήκαμε σε κάποια οικονομικά συστήματα. Όπως τώρα που εξαρτόμαστε από τα funds. Για αυτό και η σειρά αφορά και τη σύγχρονη πραγματικότητα. Με τα υψηλόβαθμα στελέχη αυτού του συστήματος που δεν νοιάζονται για τον άνθρωπο. Αυτό το παιχνίδι με τη φτώχεια των ανθρώπων έχει ξεκινήσει λοιπόν, από εκείνη την εποχή. Αντί να βοηθήσουν την ανάπτυξη τους, φρόντισαν να τους φτωχύνουν και άλλο.
Με τον Δήμο Γιγαντάκη κάνετε ένα υπέροχο δίδυμο. Γιατί η διαφορά αυτή της σειράς, είναι πως υπάρχουν μεν οι θλιβερές ιστορίες, αλλά υπάρχει και αρκετό χιούμορ.
Είναι φοβερός ο Δήμος Γιγαντάκης. Ερχόμενος σε επαφή μαζί του κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι μικρόσωμος. Με πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν άνθρωποι σαν και εκείνον, από μυοσκελετικά και γενικότερα προβλήματα υγείας. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό, η τηλεοπτική μας ιστορία, που είμαστε ο ψηλός και ο κοντός, είναι απολαυστική.
Η σχέση αυτών των δύο είναι ο αφορισμός της στεναχώριας και της αδικίας, επειδή κουβαλούν το χιούμορ μέσα τους. Ούτως ή άλλως ο Δήμος και ως άνθρωπος αυτοσαρκάζεται διαρκώς.
Υπήρξατε ποτέ δανειολήπτης, νιώθοντας αυτό το άγχος της αποπληρωμής ή ακόμη και την αγωνία (όπως οι τηλεοπτικοί χαρακτήρες) πως από τη μιά στιγμή στην άλλη μπορεί να βρεθείς στο τίποτα;
Πήρα δάνεια ως παραγωγός στο θέατρο. Ακόμη το ξεχρεώνω, αλλά δεν το φέρω βαρέως. Γιατί καλλιτεχνικά με βοήθησαν στο να κάνω αυτό που ήθελα. Δεν με απασχολεί η έννοια του χρήματος ως τρόπος ζωής, ποτέ δεν εξαδενίκευσα τον πλούτο, χρειάζομαι μόνο τα απαραίτητα για να ζω αξιοπρεπώς. Ποτέ δεν υπήρξε το χρήμα ο στόχος της ζωής μου. Άλλοι είναι οι στόχοι μου και οι αξίες μου.
Το χρήμα είναι για εσάς μόνο το μέσο για το καλλιτεχνικό σας όνειρο;
Το όνειρο υπάρχει ανεξάρτητα από το χρήμα. Αν μας πάρουν και αυτό το όνειρο δεν θα υπάρχουμε.
