Ξυπνητήρι χτυπάς σαν τρελό, σε μισώ-σε μισώ!

Ξυπνητήρι χτυπάς σαν τρελό, σε μισώ-σε μισώ!

Και ισχύει για μπλε και μη, ανθρωπάκια.

Έξω έχει έξι βαθμούς κελσίου, βρέχει και φυσάει. Η πεντάχρονη κόρη μου βρίσκεται χωμένη κάπου ανάμεσα σε ροζ νεραϊδοσκεπάσματα, άσπρα και φούξια μαξιλάρια, τρία αρκουδάκια, δύο κούκλες κ.λ.π, κ.λ.π. Το ξυπνητήρι χτυπάει σαν τρελό, κι εγώ μάταια προσπαθώ να την κάνω να σηκωθεί από το κρεβάτι για να την πάω στο Νηπιαγωγείο.

«Σήκω βρε αγάπη μου, θα αργήσουμε. Σήκω να πάμε στο σχολείο να παίξεις με τα παιδάκια, να ζωγραφίσεις, να τραγουδήσεις. Άντε, σήκω.»

«Μαμά, νυστάζω και κρυώνω. Να κάτσω εδώ να παίξω με την αδερφή μου, να μην είναι και μόνη της; Ε, μαμά; Σε παρακαλώ!»

«Έλα βρε μωρό μου, σήκω. Σήμερα μπορείτε να πάτε και μασκαράδες ντυμένοι στο σχολείο. Σήκω!»

«Ωραία μαμά, μην ανησυχείς. Θα πούμε στην κυρία ότι πήγα αλλά είχα ντυθεί Gasper», (β.λ φαντασματάκι, αόρατο)!!