Κατάθλιψη και τεχνολογία: Η θλιβερή γοητεία της ακινησίας

Κατάθλιψη και τεχνολογία: Η θλιβερή γοητεία της ακινησίας

Πώς τα social media ενισχύουν συμπεριφορές που προσομοιάζουν την κατάθλιψη, ακυρώνοντας την ενεργή στάση ζωής και μετατρέποντας την αναζήτηση βοήθειας σε μόνιμο μοτίβο ύπαρξης.

Από το παράθυρο του γραφείου μου βλέπω τις στέγες των κτηρίων της πανεπιστημιούπολης -τα εργαστήρια, τα γραφεία, τις φοιτητικές εστίες- και τους δρόμους που τα συνδέουν. Πάνω στις στέγες κάθονται μικρές, καχεκτικές μάζες από γκρίζα φτερά -περιμένουν, αξιοθρήνητες. Όταν καταφθάνει ένας ενήλικος γλάρος, αυτές οι μικρές μάζες φτερών ξεσπούν σε ένα ξέφρενο θέαμα ικεσίας, μέχρι να παραδοθεί η τροφή. Μόλις ο ενήλικος αποχωρήσει, επιστρέφουν στην κουρνιασμένη, παθητική τους στάση.

Κάτω, στους δρόμους της πανεπιστημιούπολης, στέκονται φοιτητές, φωτισμένοι από την οθόνη του κινητού τους, περιμένουν, αξιοθρήνητοι. Όταν φτάσει ο διανομέας πίτσας, δεν θα έλεγα πως ξεσπούν σε δραστηριότητα, αλλά απλώς αρπάζουν το φαγητό και απομακρύνονται νωχελικά προς το άγνωστο σημείο όπου θα φάνε. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται οι έφηβοι δύο ειδών, υποκείμενοι σε τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα και ενισχυτικά ερεθίσματα, να παρουσιάζουν τόσο όμοιες συμπεριφορές. Μήπως, στη μία περίπτωση, αυτό οφείλεται στην απουσία τεχνολογίας, και στην άλλη στην παρουσία της; Εστιάζοντας στους ανθρώπους, ίσως αυτό που παρατηρούμε είναι η ενίσχυση της παθητικότητας μέσω των κινητών τηλεφώνων -μια κατάσταση που προσομοιάζει την κατάθλιψη.

Πλέον θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι η κατάθλιψη συνδέεται με αυξημένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Συνήθως, η συζήτηση επικεντρώνεται στα συναισθήματα και τις διαθέσεις, όπως η θλίψη και η κακή ψυχολογική κατάσταση. Καμιά φορά, εξετάζονται και οι αλλαγές στον τρόπο σκέψης, όπως η αρνητική στάση προς τον εαυτό, τον κόσμο και το μέλλον. Πολύ σπάνια, όμως, γίνεται λόγος για τις συμπεριφορικές εκδηλώσεις της κατάθλιψης -όπως η μείωση του ρυθμού αντίδρασης και η συρρίκνωση του φάσματος των δραστηριοτήτων.

Αυτό είναι κρίμα, καθώς μία από τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης είναι η «συμπεριφορική ενεργοποίηση». Η τεχνική αυτή περιλαμβάνει την ταυτοποίηση από τον ασθενή μιας δραστηριότητας που κάποτε απολάμβανε και πιστεύει ότι μπορεί ακόμη να πραγματοποιήσει, και τη δέσμευση να την κάνει σύντομα. Η ενίσχυση που προκύπτει μπορεί να τον επανασυνδέσει με τον κόσμο—ειδικά με λίγη υποστήριξη. Αυτή η έλλειψη δράσης είναι που αντικατοπτρίζεται στους φοιτητές που στέκονται και περιμένουν. Όχι μόνο αυτό-αλλά και η αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν ακόμη και το πρώτο εμπόδιο χωρίς να ζητήσουν βοήθεια.

Μια θεωρία περί κατάθλιψης που έχει αδικαιολόγητα παραμεληθεί προτάθηκε από τον σπουδαίο συμπεριφοριστή C.B. Ferster. Ο Ferster είναι κυρίως γνωστός για τη συνεργασία του με τον B.F. Skinner στη μελέτη των προγραμμάτων ενίσχυσης και για την ανάπτυξη των πρώτων συμπεριφορικών παρεμβάσεων για τη Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος. Το 1973, όμως, έγραψε το άρθρο “Functional Analysis of Depression”, όπου παρουσίασε τη θεωρία του για τις ρίζες της κατάθλιψης. Ο βασικός του ισχυρισμός είναι ότι όταν στους ανθρώπους συμβαίνουν δυσάρεστα γεγονότα, χάνουν βασικούς ενισχυτές στη ζωή τους—τον/τη σύντροφο, τη δουλειά, τους φίλους. Αυτό οδηγεί σε μείωση των πηγών ενίσχυσης και, όταν η ενίσχυση σταματά, η συμπεριφορά εξασθενεί.

Άτομα που βιώνουν αυτή τη μείωση του συμπεριφορικού τους ρεπερτορίου δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν σε νέες προκλήσεις της ζωής. Γίνονται θυμωμένα και υιοθετούν παθητικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης, όπως το να ζητούν διαρκώς βοήθεια. Όμως, όπως και τα μικρά γλαρονιά, αυτή η επίκληση έχει περιορισμένη χρησιμότητα, καθώς ακόμα και οι πιο αφοσιωμένοι γονείς ή φίλοι κάποια στιγμή αποσύρονται. Αυτό οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη έλλειψη ενίσχυσης και η κοινωνική και συμπεριφορική απόσυρση ολοκληρώνεται -η κατάθλιψη βαθαίνει.

Ένα μέρος της θεωρίας του Ferster ταιριάζει απόλυτα με τους φοιτητές που περιμένουν, κινητό ανά χείρας, για να τραφούν. Δεν φαίνεται να διαθέτουν καμία ενεργητική στρατηγική αναζήτησης τροφής, πέρα από το να παραγγείλουν. Το ρεπερτόριο συμπεριφορών τους είναι περιορισμένο. Ωστόσο, η θεωρία δεν εξηγεί πλήρως το φαινόμενο. Αυτή η παθητικότητα δεν φαίνεται να οφείλεται σε διαδοχικά τραυματικά γεγονότα για όλους -τουλάχιστον ελπίζω πως όχι, γιατί αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε ο κόσμος είναι ακόμη πιο σκοτεινός απ’ όσο τον φανταζόμαστε. Άρα, η έλλειψη ενεργητικής συμπεριφοράς πρέπει να οφείλεται σε άλλο είδος ενισχυτικής συνθήκης και όχι στην έλλειψη θετικών ερεθισμάτων.

Κάπου εδώ εισέρχεται ο ρόλος των social media -και, όπως συνήθως, όχι με θετικό πρόσημο. Ίσως αυτό που παρατηρούμε δεν είναι η απόσυρση της ενίσχυσης, αλλά η εφαρμογή ενός εξαιρετικά ισχυρού ενισχυτή, ο οποίος υπερκαλύπτει κάθε άλλο πιθανό ερέθισμα και διδάσκει (δηλαδή εξαρτά) την παθητικότητα. Όταν το να είσαι παθητικός και απλώς να παραγγέλνεις φαγητό είναι τόσο εύκολο και τόσο αποτελεσματικό, τότε αυτή ακριβώς η παθητικότητα ενισχύεται. Αυτή είναι και η έννοια της «εκμαθημένης παθητικότητας» -κάτι που γνωρίζουν καλά οι ζωολογικοί κήποι, οι οποίοι δεν πετούν απλώς φαγητό στα κλουβιά, αλλά ενθαρρύνουν τη διαδικασία εύρεσης τροφής για να διατηρούν τα ζώα υγιή και σε εγρήγορση.

Η συγκεκριμένη αντίδραση -του να καλείς παθητικά- δεν έχει κόστος. Σίγουρα απαιτεί λιγότερη προσπάθεια από το να περπατήσεις μέχρι το κοντινό μαγαζί (ειδικά αν αυτό βρίσκεται πίσω από το πάρκο και νυχτώνει). Επιπλέον, φέρνει άμεσα θετικά αποτελέσματα -η πίτσα έρχεται γρήγορα ή παίρνεις τα λεφτά σου πίσω! Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που αυτή η παθητικότητα μαθαίνεται μέσω της χρήσης των social media.

Το πρόβλημα είναι πως, όταν η παθητικότητα εξαρτάται ως συμπεριφορά, γενικεύεται και σε άλλες καταστάσεις. Γίνεται η βασική στρατηγική αντιμετώπισης και το αίτημα βοήθειας γίνεται ο κανόνας, αντί της ενεργής αναζήτησης λύσεων. Όμως, σε αντίθεση με τα γλαρονιά που τελικά οι γονείς τους τα διώχνουν από τη φωλιά, οι πλατφόρμες των social media δεν διακόπτουν ποτέ την παροχή -τουλάχιστον όσο ο χρήστης πληρώνει (είτε με χρήμα, είτε με χρόνο, είτε με τα δύο). Έτσι, οι χρήστες δεν μαθαίνουν ποτέ να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους και παραμένουν παθητικοί, γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί καθώς η ματαίωση τους καταλαμβάνει, όταν οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται στις εκκλήσεις τους (σε αντίθεση με τον ντελιβερά, οι άνθρωποι δεν πληρώνονται για να σε βοηθούν).

Αν όλα τα παραπάνω αποδειχθούν κάτι περισσότερο από μια εικασία -αν αποδειχθούν αληθινά- τότε βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας εξήγησης για την κατάθλιψη. Όχι απλώς λόγω αδυναμίας επίδρασης στο περιβάλλον, όπως υποστηρίζει η θεωρία της «εκμαθημένης αδυναμίας» του Seligman, ούτε λόγω απουσίας ενίσχυσης, όπως προτείνει ο Ferster, αλλά ως άμεσο αποτέλεσμα της ενίσχυσης παθητικών συμπεριφορών. Στην περίπτωση των νέων ανθρώπων, αυτή η ενίσχυση της παθητικότητας προκύπτει από τον τρόπο που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να λύσουν τα προβλήματά τους.