Το παράδοξο της λύσης: Γιατί όσο λύνουμε προβλήματα, δημιουργούμε περισσότερα
Όταν η λύση γίνεται το νέο πρόβλημα.
Σκέψου κάποιον που είναι απόλυτα ικανοποιημένος με την καρέκλα γραφείου του. Δεν είναι εργονομική, δεν έχει υποστήριξη στη μέση, αλλά κάνει τη δουλειά της. Μια μέρα, κατά τη διάρκεια ενός meeting ή μιας επίσκεψης σε φίλο, κάθεται σε μια καρέκλα υψηλής ποιότητας, με memory foam και ρυθμιζόμενα σημεία. Ξαφνικά, η παλιά του καρέκλα δεν είναι απλώς απλή -είναι άβολη. Δεν έχει αλλάξει κάτι στην αρχική καρέκλα. Έχουν αλλάξει όμως οι προσδοκίες του. Αυτό που κάποτε ήταν «αρκετά καλό» τώρα μοιάζει με πρόβλημα που χρειάζεται επίλυση.
Αυτό είναι και το βασικό επιχείρημα του Josh Zlatkus (2025), που σε ένα τρίτο άρθρο του στο Substack, πρότεινε πως η άνοδος στις διαγνώσεις ψυχικής ασθένειας δεν οφείλεται αποκλειστικά σε αυξημένο ψυχικό πόνο, αλλά σε μια συνεχώς διευρυνόμενη ψυχική υποδομή που επαναπροσδιορίζει τι θεωρείται πρόβλημα. Όσο πληθαίνουν οι λύσεις, τόσο περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να βλέπουν τον εαυτό τους ως κάποιον που χρειάζεται βοήθεια. Οι λύσεις, με άλλα λόγια, βοηθούν -αλλά και αλλάζουν αυτό που θεωρούμε ότι χρειάζεται βοήθεια.
Αν και ο Zlatkus επικεντρώνεται στην ψυχοθεραπεία, τις διαγνώσεις και τη βιομηχανία ψυχικής υγείας, το μοτίβο που περιγράφει υπερβαίνει το κλινικό πλαίσιο. Όταν οι λύσεις γίνονται άφθονες, αρχίζουν να επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ίδια την πραγματικότητα. Αναπροσαρμόζουν τις προσδοκίες μας. Περιορίζουν την ανοχή μας στη δυσφορία. Και συχνά, δημιουργούν νέα προβλήματα καθώς λύνουν τα παλιά.
Αυτό είναι το πρόβλημα της λύσης -και δεν πρόκειται απλώς για φιλοσοφικό ζήτημα. Έρευνες δείχνουν ότι ο νους μας επαναπροσδιορίζει συνεχώς τι συνιστά πρόβλημα με βάση όσα απομένουν. Καθώς η πραγματική αντιξοότητα μειώνεται ή εξαλείφεται, έχουμε την τάση να βαφτίζουμε πιο ήπιες εμπειρίες ως εξίσου επείγουσες. Και όσο οι λύσεις μετατρέπονται σε κερδοφόρα επιχείρηση, ο κύκλος επιταχύνεται.
Όταν η μειωμένη αντιξοότητα μοιάζει μεγαλύτερη
Το να μειώνουμε την αντιξοότητα δεν είναι κακό. Οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε λιγότερα εμπόδια, λιγότερο στρες, λιγότερα πράγματα που πάνε στραβά.
Αλλά εδώ υπάρχει ένα παράδοξο: Όσο λιγότερες πραγματικές δυσκολίες αντιμετωπίζουμε, τόσο πιο ευαίσθητοι γινόμαστε σε αυτές που απομένουν. Σε άρθρο του 2022, υποστήριξα ότι η υπερβολικά περιορισμένη έκθεση σε αντιξοότητα μπορεί να αποδειχθεί το ίδιο προβληματική με την υπερβολική, όχι επειδή η δυσκολία είναι καλή από μόνη της, αλλά επειδή μας βοηθά να αναπτύξουμε στρατηγικές διαχείρισης όταν τα πράγματα πάνε στραβά. Χωρίς εμπειρίες δυσκολίας, ακόμα και μικρές προκλήσεις μπορεί να μοιάζουν ανυπέρβλητες.
Και όταν οι σοβαρότερες απειλές εξαφανίζονται, αυτά που απομένουν συχνά βιώνονται ως εξίσου στρεσογόνα, επειδή το πλαίσιο αναφοράς έχει μετακινηθεί. Το σημείο εκκίνησης έχει αλλάξει, αλλά οι αντιδράσεις μας δεν μειώνονται αντίστοιχα.
Αυτό συνδέεται με την έννοια της εννοιολογικής διάχυσης (concept creep), όπως την περιέγραψε ο Haslam (2016): τη σταδιακή διεύρυνση των εννοιών που σχετίζονται με τη βλάβη -όπως το τραύμα, ο εκφοβισμός ή η ψυχική διαταραχή, ώστε να περιλαμβάνουν όλο και πιο ήπιες μορφές εμπειριών.
Η διάχυση αυτή συμβαίνει με δύο τρόπους:
Οριζόντια, όταν η έννοια καλύπτει νέα, διαφορετικά φαινόμενα (π.χ. από τον σχολικό εκφοβισμό στην κοινωνική απομόνωση στον χώρο εργασίας).
Κατακόρυφα, όταν επεκτείνεται για να συμπεριλάβει πιο ήπιες μορφές της ίδιας εμπειρίας (π.χ. όταν η συνηθισμένη λύπη περιγράφεται ως κατάθλιψη ή το καθημερινό στρες ως τραύμα).
Αυτή η κατακόρυφη διάχυση δεν είναι μόνο πολιτισμικό φαινόμενο—φαίνεται να αντανακλά μια βαθύτερη ψυχολογική τάση.
Ο Levari και οι συνεργάτες του (2018) το επιβεβαίωσαν: καθώς μειώνεται η συχνότητα ενός συγκεκριμένου ερεθίσματος, οι άνθρωποι διευρύνουν τους ορισμούς τους για να συνεχίσουν να το «εντοπίζουν».
Σε ένα πείραμα, συμμετέχοντες καλούνταν να εντοπίσουν μπλε κουκκίδες. Καθώς οι πραγματικές μπλε κουκκίδες μειώνονταν, άρχισαν να βαφτίζουν και τις μοβ ως μπλε.
Το ίδιο μοτίβο εμφανίστηκε όταν έπρεπε να εντοπίσουν απειλητικά πρόσωπα ή ανήθικες συμπεριφορές. Όσο τα σοβαρά παραδείγματα μειώνονταν, τόσο διευρύνονταν τα όρια της απειλής ή της παραβίασης. Ο ανθρώπινος νους δεν λειτουργεί με σταθερά πρότυπα -προσαρμόζεται σε ό,τι απομένει.
Πώς αυτό εκδηλώνεται στις διαγνώσεις ψυχικής υγείας
Η ψυχολογική αυτή μετατόπιση φαίνεται ξεκάθαρα στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τα συμπτώματα ψυχικής υγείας.
Σε μελέτη του Schumann και συνεργατών (2024), οι συμμετέχοντες διάβαζαν περιγραφές ατόμων με διαφορετικά επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας. Όσο οι περιγραφές γίνονταν πιο ήπιες, τόσο αυξανόταν η πιθανότητα οι συμμετέχοντες να αναγνωρίσουν μια ψυχική διαταραχή -παρότι τα συμπτώματα δεν πληρούσαν κανένα κλινικό κριτήριο.
Η μελέτη επιβεβαίωσε τη δυναμική του Levari: καθώς τα πιο «σαφή» περιστατικά μειώνονται, αλλάζουν τα ίδια τα όρια του ορισμού.
Αυτό ίσως οφείλεται στην αυξημένη προσοχή που δίνουμε στην ψυχική υγεία—μια θετική εξέλιξη. Όμως συνοδεύεται και από κινδύνους: όσο περισσότερο πλαισιώνουμε τις καθημερινές δυσκολίες ως κλινικά ζητήματα, τόσο θολώνουν τα όρια μεταξύ παθολογίας και φυσιολογικής ανθρώπινης εμπειρίας.
Όταν οι λύσεις γίνονται μοντέλο κέρδους
Όσο περισσότερες εμπειρίες ταξινομούνται ως προβλήματα, τόσο μεγαλώνει η ζήτηση για λύσεις. Στην υγεία, την εκπαίδευση, την τεχνολογία, οι λύσεις δεν είναι μόνο απαντήσεις σε ανάγκες -είναι προϊόντα προς πώληση.
Μόλις μια λύση γίνει πηγή εσόδων, δημιουργείται κίνητρο για διατήρηση ή και διεύρυνση του προβλήματος. Όσο πιο ευρύς ο ορισμός του προβλήματος, τόσο μεγαλύτερη η αγορά για τη λύση του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει δόλος. Σημαίνει όμως ότι κάθε εκστρατεία ευαισθητοποίησης, κάθε καινοτομία στην ευεξία, κάθε ψηφιακό εργαλείο ψυχικής παρακολούθησης κουβαλά μια σιωπηρή ώθηση: να κρατήσει το πρόβλημα ενεργό -ή ακόμη καλύτερα, να το διευρύνει.
Οι συνέπειες του να βλέπεις τα πάντα ως πρόβλημα
Καθώς όλο και περισσότερες πτυχές της καθημερινότητας πλαισιώνονται ως προβλήματα, ο πήχης για το τι θεωρείται «ανεκτό» ανεβαίνει. Ήπια δυσφορία μετατρέπεται σε δυσλειτουργία. Κοινές προκλήσεις βαφτίζονται «συμπτώματα». Και στην αναζήτηση καλύτερων λύσεων, χάνουμε την ικανότητα να αντέχουμε οτιδήποτε λιγότερο από το τέλειο.
Αυτό είναι το κρυφό κόστος του προβλήματος της λύσης. Όταν κάθε ατέλεια απαιτεί παρέμβαση, δεν επεκτείνουμε μόνο το εύρος του προβλήματος -διαβρώνουμε και την αντοχή μας χωρίς εξωτερική βοήθεια. Αναζητούμε λύσεις για προβλήματα που, συχνά, δημιουργήθηκαν από προηγούμενες λύσεις.
Οι λύσεις είναι συχνά πολύτιμες. Αλλά χρειάζεται να διακρίνουμε ανάμεσα στην επίλυση ουσιαστικών προβλημάτων και στη δημιουργία τους μέσω επαναπροσδιορισμού.
Και πριν λύσουμε το επόμενο πρόβλημα, ίσως αξίζει να αναρωτηθούμε:
Βελτιώνουμε πραγματικά τις ζωές των ανθρώπων -ή απλώς τους κάνουμε πιο ευαίσθητους σε καταστάσεις που δεν χρειάζονται διόρθωση;
Με πληροφορίες άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Psychology Today.
