Sodade είναι (και) ο πόνος της απουσίας της Cesária Évora: Η ξυπόλυτη ντίβα που ξεκίνησε στα 50

Ανθή Μιμηγιάννη
Sodade είναι (και) ο πόνος της απουσίας της Cesária Évora: Η ξυπόλυτη ντίβα που ξεκίνησε στα 50

84 χρόνια από τη γέννηση της Cesária Évora και η morna εκτός από μουσικό είδος θα είναι πάντα και κώδικας μνήμης. Στην καρδιά της βρίσκεται η λέξη sodade, που στην κρεολική διάλεκτο σημαίνει πόνος για την απουσία, νοσταλγία για ό,τι χάθηκε ή για όσους ξενιτεύτηκαν. Είναι η γλυκόπικρη θλίψη που δεν σε συντρίβει, αλλά σε κρατά ζωντανό, με την ελπίδα πως κάτι μπορεί να επιστρέψει. «Η ελπίδα είναι το τελευταίο πράγμα που πεθαίνει», «Η καριέρα μου ξεκίνησε στα 50. Η φωνή μου, όσο γερνάει, γίνεται καλύτερη», «Στον τόπο μου, πολλοί άνθρωποι είναι σαν εμένα. Απλώς δεν τους αρέσει να φορούν παπούτσια». «Έφτασα εδώ γιατί είμαι καλή τραγουδίστρια».

Υπάρχουν ζωές που μοιάζουν να έχουν χτιστεί πάνω στην άρνηση των βεβαιοτήτων. Στα 50 της, μια γυναίκα από το Πράσινο Ακρωτήρι, που είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της τραγουδώντας σε μπαρ για λίγες πεντάρες και μεθυσμένους ναυτικούς, αποφάσισε να επιστρέψει στη μουσική. Όχι για να κυνηγήσει τη δόξα καθώς δεν πίστευε ούτε στα όνειρα ούτε στη μοίρα. «Η μοίρα είναι ο βράχος που σου πέφτει στο κεφάλι ενώ εσύ ονειρεύεσαι», έλεγε με εκείνη την κυνική σοφία που μοιάζει να γεννιέται σε τόπους που ξέρουν καλά την πείνα.

Και όμως, η ίδια γυναίκα έμελλε να γίνει η Cesária Évora, η «ξυπόλυτη ντίβα», η φωνή που άνοιξε την αυλαία του κόσμου για τη morna, το μελαγχολικό τραγούδι του Ατλαντικού που κουβαλά στην πλάτη του την εξορία, τον πόνο, αλλά και την ακατανίκητη επιθυμία για ζωή.

evoracesaria158500880222715409333080524487865119257.jpg

Η ξυπόλυτη ντίβα

Γεννημένη στις 27 Αυγούστου 1941 στο Mindelo, σε μια αποικία που ακόμα ζούσε κάτω από τη βαριά σκιά της Πορτογαλίας, η Cesária μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, έχασε πατέρα στα 7 της, μπήκε σε ορφανοτροφείο και έμαθε νωρίς ότι οι λέξεις «ευκολία» και «τύχη» δεν γράφονταν για εκείνη. Δεν είχε τη λάμψη της pop κουλτούρας, δεν είχε μάρκετινγκ, δεν είχε βιομηχανία. Είχε μόνο μια φωνή που –όπως θα έλεγε αργότερα– «κρατούσε την προσοχή, έκανε τον κόσμο να συγκινείται και να παίρνει μικρά κομμάτια ευτυχίας».

Στα 16 της ξεκίνησε να τραγουδά σε μπαρ, πίνοντας ουίσκι και καπνίζοντας ασταμάτητα, σε έναν κόσμο όπου το να είσαι γυναίκα στη μουσική ήταν πρόκληση. Κι αν κάτι την χαρακτήρισε από την πρώτη στιγμή, ήταν η άρνησή της να φορέσει παπούτσια. Όχι ως δήλωση, αλλά ως στάση. «Στον τόπο μου, πολλοί άνθρωποι είναι σαν εμένα. Απλώς δεν τους αρέσει να φορούν παπούτσια», εξηγούσε. Από αυτή την αυθεντικότητα γεννήθηκε και ο μύθος: η Barefoot Diva.

Η ζωή ανάμεσα στη χολή και το μέλι

«Στον τόπο μας λένε πως είναι καλύτερα να πιεις πρώτα τη χολή και μετά το μέλι. Τώρα πίνω μέλι», συνήθιζε να λέει. Η ζωή της ήταν ένα συνεχές πέρασμα από δοκιμασίες, οικονομική ανέχεια, απογοητεύσεις, εγκατάλειψη της μουσικής στη δεκαετία του ’70. Χρόνια ολόκληρα χαμένα, χρόνια σκοτεινά που η ίδια αποκαλούσε «τα κακά χρόνια μου». Αλκοολισμός, κατάθλιψη, και ένα σώμα που άργησε να βρει τη φροντίδα που του άξιζε. Αλλά τίποτα δεν τελειώνει όσο υπάρχει επιμονή. «Η ελπίδα είναι το τελευταίο πράγμα που πεθαίνει», συνήθιζε να λέει, κι ας μην πίστευε ποτέ στα όνειρα.

Το 1988, η Évora κυκλοφορεί τον πρώτο της δίσκο, La Diva Aux Pieds Nus. Η επιτυχία όμως δεν θα έρθει αμέσως. Θα χρειαστούν τέσσερις δίσκοι και η άνοιξη του 1992 με το Miss Perfumado για να ακουστεί η φωνή της πέρα από τον Ατλαντικό. Και τότε, ξαφνικά, ένας κόσμος που δεν καταλάβαινε λέξη από την κρεολική διάλεκτο, υποκλίνεται. Το τραγούδι «Sodade» γίνεται διαβατήριο, η Évora γεμίζει το Olympia, τιμάται με τη Λεγεώνα της Τιμής από τον Ζακ Σιράκ και δηλώνει: «Η καριέρα μου ξεκίνησε στα 50. Η φωνή μου, όσο γερνάει, γίνεται καλύτερη».

evoracesaria152735807717879315973222197697865119257.jpg

Η morna και η επιτομή του μπλουζ

Η morna εκτός από μουσικό είδος είναι και κώδικας μνήμης. Στην καρδιά της βρίσκεται η λέξη sodade, που στην κρεολική διάλεκτο σημαίνει πόνος για την απουσία, νοσταλγία για ό,τι χάθηκε ή για όσους ξενιτεύτηκαν. Είναι η γλυκόπικρη θλίψη που δεν σε συντρίβει, αλλά σε κρατά ζωντανό, με την ελπίδα πως κάτι μπορεί να επιστρέψει.

Ένα κομμάτι που κουβαλά μέσα του μια ιστορία. «Μου είχαν πει κάποτε αν τραγουδάω μπλουζ. Όχι, τραγουδάω morna. Αλλά είναι ο ίδιος πόνος που τραγουδάμε, ο ρατσισμός… Κάπως έτσι», εξομολογήθηκε κάποτε σε μια συνέντευξη.

Με απλά λόγια, η Évora έφερε αυτό το «τοπικό» μπλουζ στα μεγάλα θέατρα του Παρισιού και της Νέας Υόρκης χωρίς να το αλλοιώσει. Το άφησε ωμό, βαθύ, με μια γλώσσα που δεν μιλούσαμε, αλλά όλοι καταλαβαίναμε. Γιατί όταν τραγουδούσε «Petit Pays», δεν ήταν μόνο για το μικρό της νησί αλλά για κάθε μικρό τόπο που κουβαλάμε μέσα μας.

Κόντρα στις προσδοκίες

Η Cesária Évora ήταν μια γυναίκα που γκρέμισε όλα τα στερεότυπα. Ξεκίνησε στα 50, χωρίς εικόνα σταρ, χωρίς καμία σχέση με το lifestyle. Δεν πούλησε ποτέ πλαστή ταπεινότητα. «Έφτασα εδώ γιατί είμαι καλή τραγουδίστρια», έλεγε χωρίς δισταγμό. Ήξερε ότι ο δρόμος της ήταν γεμάτος αγκάθια, αλλά δεν δραματοποίησε ποτέ τίποτα. Έζησε με τις αδυναμίες της, δεν απολογήθηκε για το τσιγάρο, για τις batatinhas που συνέχισε να τρώει παρά τις συμβουλές των γιατρών, ούτε για τις νύχτες που μάζευε τον πόνο της σε ποτήρια ποτού. Αυτή η ωμή ειλικρίνεια είναι που την κάνει διαχρονικά ελκυστική, διότι δεν προσπάθησε να είναι κάτι άλλο από αυτό που ήταν.

Οι συναυλίες της είχαν πάντα κάτι το αντισυμβατικό

Κατά τη διάρκεια του intermission, καθόταν σε ένα τραπέζι στη μέση της σκηνής, κάπνιζε και έπινε, σαν να ήταν ακόμα στο μικρό καφενείο της Mindelo. Κι όμως, από δίπλα περνούσαν οι πιο εμβληματικοί μουσικοί, οι νεαροί Cape Verdeans που την ακολουθούσαν σαν μαθήματα ζωής. Δεν υπήρχε καμία ψευδαίσθηση λάμψης μόνο η δική της «μπλαζέ αρχοντιά» που συνδύαζε την απλότητα με μια βαθιά αίσθηση δύναμης.

Από το La Diva Aux Pieds Nus (1988) μέχρι το Rogamar (2006), κάθε άλμπουμ της είναι και ένα κεφάλαιο σε αυτό το ανεπίσημο χρονικό της αντοχής. Το Miss Perfumado ήταν η μεγάλη στροφή, το Cesária (1995) την καθιέρωσε διεθνώς, ενώ το Voz d’Amor (2003) της χάρισε το Grammy. Συνολικά 11 studio albums και ένα δωδέκατο που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό της. Και ανάμεσά τους, δεκάδες συλλογές, live ηχογραφήσεις και remixes, που απέδειξαν ότι η φωνή της Évora μπορούσε να διασχίσει ακόμη και την ηλεκτρονική σκηνή χωρίς να χάσει την ψυχή της.

Η αρχή του τέλους και η αθανασία

Το 2010 υποβλήθηκε σε επέμβαση ανοιχτής καρδιά στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2011, ανακοίνωσε ότι αποσύρεται: «Είμαι σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης». Λίγους μήνες αργότερα, στις 17 Δεκεμβρίου, η Cesária Évora έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 ετών. Κι όμως, αν κάτι απέδειξε είναι ότι η τέχνη δεν πεθαίνει με το σώμα. Αεροδρόμιο φέρει το όνομά της, άγαλμά της στέκει στο Σάο Βισέντε, και ένα butterfly species έχει βαφτιστεί Chilades evorae. Περισσότερο από όλα, όμως, μένει η φωνή της σαν γέφυρα ανάμεσα σε ηπείρους και εποχές.

Ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά της

Ότι κατάφερε να πει την ιστορία του Πράσινου Ακρωτηρίου σε ανθρώπους που δεν γνώριζαν καν πού βρίσκεται στον χάρτη. Και το έκανε χωρίς να εξηγήσει τίποτα. Γιατί η μουσική, όταν είναι αληθινή, δεν χρειάζεται επεξηγήσεις. Είναι το χαμόγελο όταν λες «Sodade» χωρίς να ξέρεις τη σημασία. Είναι το χτύπημα του ποδιού στον ρυθμό της coladeira. Είναι η σιωπή στο τέλος μιας φράσης που σου θυμίζει όλα όσα έχασες και όλα όσα ακόμη ελπίζεις.

Ο μύθος

Η Cesária Évora δεν έγινε παγκόσμια ντίβα για να επιβεβαιώσει στερεότυπα, αλλά για να τα καταργήσει. Η επιτυχία δεν έχει ηλικία, η γλώσσα δεν είναι εμπόδιο, η φτώχεια δεν σε καταδικάζει. Και μπορεί η ίδια να μην πίστευε στα όνειρα αλλά έγινε το όνειρο μιας γενιάς. Και όπως είπε η ίδια, «η ελπίδα είναι το τελευταίο πράγμα που πεθαίνει».

«Η καριέρα μου ξεκίνησε στα 50. Στη Γαλλία γνώρισα πρώτη φορά την επιτυχία. Η ωραιότερη ανάμνησή μου; Τα τρία Olympia, με την αίθουσα γεμάτη και ενθουσιώδη, τον Ιούνιο του 1993. Και, φυσικά, η Λεγεώνα της Τιμής που μου απονεμήθηκε από τον πρόεδρο Σιράκ. Αυτή η διπλή αναγνώριση, από το κοινό και τις γαλλικές αρχές, ήταν σαν επιβράβευση. Τότε συνειδητοποίησα πόσος δρόμος είχε διανυθεί από το ορφανοτροφείο που με φιλοξένησε στα 7 μου χρόνια, και θυμήθηκα όλες τις μάχες που έδωσα για να βγω από τη φτώχεια».

«Η ελπίδα είναι το τελευταίο πράγμα που πεθαίνει».

«Δεν πιστεύω στα όνειρα ούτε στη μοίρα. Η μοίρα είναι ο βράχος που σου πέφτει στο κεφάλι ενώ εσύ ονειρεύεσαι. Αυτό που με γεμίζει σήμερα είναι η ευτυχία πως πέρασα όλες τις δοκιμασίες για να μπορώ να ζήσω καλύτερα αυτό που ζω τώρα. Στον τόπο μου λένε: καλύτερα να πιεις πρώτα τη χολή και μετά το μέλι. Τώρα πίνω μέλι».

«Μου έδωσαν πολλά παρατσούκλια: “Η ξυπόλυτη ντίβα”, από τον τίτλο του πρώτου μου δίσκου, το παλιό πόρτο... Σαν ένα παλαιωμένο ρούμι! Η φωνή μου, όσο γερνάει, γίνεται καλύτερη. Και αυτό αρέσει στον κόσμο».

«Καταλάβαινα ότι η φωνή μου τραβούσε την προσοχή, έκανε τον κόσμο να συγκινείται και να παίρνει μικρά κομμάτια ευτυχία».

«Πολύ παλιά, στην Ανγκουλέμ, ένας δημοσιογράφος με ρώτησε αν τραγουδάω μπλουζ. Όχι, τραγουδάω morna, αλλά είναι ο ίδιος πόνος που τραγουδάμε: ο ρατσισμός… Κάπως έτσι».

«Πάρα πολλοί νέοι τραγουδιστές κόβονται από τις ρίζες τους. Η δική μου περηφάνια είναι ότι μετέφερα τη φωνή μας, την κρεολική, σε όλο τον κόσμο· ότι εξήγαγα τις mornas, αυτό το μπλουζ του Πράσινου Ακρωτηρίου, και ότι έκανα τον κόσμο να χορεύει με τις coladeras του “Petit Pays” μου. Η κυβέρνηση μάλιστα με παρουσίασε ως “την καλύτερη πρέσβειρα του Πράσινου Ακρωτηρίου”».

«Θα ήθελα να φτάσω μέχρι το τέλος των δυνάμεών μου, αν ο Θεός το επιτρέψει. Κι όμως, δεν είμαι λογική. Σταμάτησα να πίνω, αλλά, παρά τη γνώμη του γιατρού, συνεχίζω να τρώω batatinhas και να καπνίζω. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι η ζωή μου».

«Ξέρω πολλούς καλλιτέχνες του Πράσινου Ακρωτηρίου κάποιας ηλικίας, αλλά τους νεότερους όχι τόσο. Τους εκτιμώ και πιστεύω ότι συνεχίζουν τον δρόμο που άνοιξα. Δεν θα γίνουν Cesária Évora, αλλά έχουν μπροστά τους μια ανοιχτή πόρτα».

«Σύχναζα στα “υπόγεια”, τραγουδούσα στα μπαρ του νησιού και του αρχιπελάγους. Είχα τόσους “άντρες” που δεν μπορώ να πω τον αριθμό. Αλλά καταλάβαινα ότι η φωνή μου έκανε τον κόσμο να συγκινείται και να παίρνει μικρά κομμάτια ευτυχίας».