Βαφτίζεις το παιδί σου και η αδιακρισία για το αν χώρισες αγγίζει άλλο level- (Πάντα κάτι θα πουν)

Ανθή Μιμηγιάννη
Βαφτίζεις το παιδί σου και η αδιακρισία για το αν χώρισες αγγίζει άλλο level- (Πάντα κάτι θα πουν)

Από την πρώτη στιγμή στην τηλεόραση, η Ιωάννα Μαλέσκου βρέθηκε σε μόνιμη απολογία: για την εμφάνιση, τον λόγο, τις επιλογές, τα προσωπικά της. Κι από πάνω η ταμπέλα «η νέα Μενεγάκη» -λες και η ελληνική τηλεόραση αντέχει μόνο μία γυναίκα να ξεχωρίζει σε κάθε εποχή. Ακόμα και στη βάφτιση του παιδιού της, έψαξαν χωρισμούς, αφίξεις, φωτογραφίες. Μια κοινωνία που από το καφενείο ως τα social ζει για να βρει ψεγάδια, λες και η χαρά πρέπει πάντα να απολογείται. Όμως ο Καμύ το είπε καλύτερα: η αληθινή εξέγερση είναι να πεις «ναι» στη ζωή χωρίς όρους.

Υπάρχουν τόποι που δεν φταίνε σε τίποτα για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Το χωριό, για παράδειγμα. Ή το καφενείο του χωριού. Μικροί ναοί κοινωνικότητας, πολιτικής αντιπαράθεσης, κουβέντας για τα σπουδαία και τα ασήμαντα. Εκεί γεννήθηκαν ανέκδοτα, ποιήματα, επαναστάσεις και φιλόσοφοι της καθημερινότητας. Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή. Δεν φταίει ο τόπος. Φταίει η λογική που κάποτε άνθισε εκεί και σήμερα βρήκε άλλες σκηνές -τα timelines, τις κάμερες, τα sites- για να συνεχίσει ακάθεκτη.

Μόνο το σκηνικό αλλάζει. Από τα ξύλινα τραπέζια και τον παραδοσιακό καφέ περάσαμε στα smartphones και στα hashtags, αλλά η διάθεση να ψάξουμε το ψεγάδι, να στήσουμε στον τοίχο τη χαρά του άλλου, να βάλουμε ένα «ναι μεν, αλλά» στη στιγμή του, έμεινε ίδια. Κι αν το καφενείο κάποτε φιλοξενούσε πολιτικές ζυμώσεις ή παρτίδες τάβλι που λύγιζαν από τα γέλια, σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι, οι απόγονοί τους, σχολιάζουν διαδικτυακά φωτογραφίες αγνώστων με την ίδια αμετροέπεια, σαν να είναι όλοι συγγενείς στο ίδιο τραπέζι.

Το είδαμε πρόσφατα, σχεδόν γραφικά, με αφορμή τη βάφτιση της κόρης της Ιωάννας Μαλέσκου και του Κωνσταντίνου Δανιά. Ένα μυστήριο που θα έπρεπε να μείνει στη γιορτή του παιδιού, να γεμίσει φως και ευχές, έγινε αφορμή για το γνωστό πανήγυρι. Ποιος έφτασε πρώτος, ποιος δεύτερος, ποιος μίλησε, ποιος δεν μίλησε, ποιος χαμογέλασε αρκετά. Σαν να υπήρχε κάποια κρυφή υπόθεση που έπρεπε να λυθεί, αντί για ένα παιδί που πήρε το όνομά του.

Η ψυχική υγεία των haters: Γιατί όσοι μισούν πληγώνουν πρώτα τον εαυτό τους

Δικαιούσαι να μη ξέρεις τη Gloria Gaynor, επιβάλλεται να ξέρεις το I will Survive (Survivor ή μη)

Το πρόβλημα με το σχόλιο «πιο πολλά φίλτρα και από το φίλτρο του καφέ» που γίνεται από ενήλικες

Η χαρά με αστερίσκους

Υπάρχει κάτι βαθιά άβολο σ’ αυτή την εμμονή να μη μένει τίποτα καθαρό. Η βάφτιση δεν έμεινε μια οικογενειακή στιγμή. Έγινε ρεπορτάζ. Κι από το ρεπορτάζ δεν έλειψε το απαραίτητο «δράμα»: φήμες χωρισμού, χωριστές φωτογραφίες, δηλώσεις που δεν έγιναν. Λες και η χαρά δεν έχει αξία αν δεν τη σκεπάσεις με καχυποψία.

Κι εδώ τίθεται το πρώτο φιλοσοφικό ερώτημα: γιατί το κάνουμε αυτό; Γιατί μας είναι αδύνατο να αφήσουμε μια ευτυχισμένη στιγμή χωρίς υποσημειώσεις; Γιατί πρέπει κάθε γιορτή να συνοδεύεται από ερωτηματικά; Μήπως η καθαρή χαρά μάς τρομάζει; Μήπως μας θυμίζει κάτι που δεν έχουμε;

Ο Ρολάν Μπαρτ, μιλώντας για τη «μικροαστική ηθική», έλεγε πως η κοινωνία αγαπά να ρυθμίζει τα συναισθήματα των άλλων. Τους επιτρέπει να είναι χαρούμενοι, αλλά με μέτρο. Να είναι ερωτευμένοι, αλλά όχι υπερβολικά. Να είναι περήφανοι, αλλά όχι προκλητικοί. Στην πραγματικότητα, αυτή η ηθική δεν αντέχει την ανεπιτήδευτη χαρά, γιατί της θυμίζει πόσο σφιγμένη είναι η δική της ζωή.

Η παλιά λογική του καφενείου (Δεν υποτιμάμε ούτε το χωριό ούτε το καφενείο)

Το καφενείο υπήρξε πανεπιστήμιο ζωής. Εκεί ακούστηκαν ιστορίες που δεν χώρεσαν ποτέ στα βιβλία. Εκεί πολιτικοί και ποιητές μοιράστηκαν το ίδιο τραπέζι. Εκεί οι άνθρωποι έβρισκαν τρόπο να γελάσουν, να τσακωθούν, να ονειρευτούν. Ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης, ακόμη και ο Σαββόπουλος θα μπορούσαν να γεμίσουν σελίδες με τις κουβέντες που άκουσαν κάποτε σε ένα καφενείο.

Αυτό που κληρονομήσαμε όμως, μαζί με τις ωραίες ιστορίες, είναι και μια νοοτροπία: η ανάγκη να ξέρουμε «τι έγινε». Να ερμηνεύουμε βλέμματα, καθυστερήσεις, χαμόγελα. Να κάνουμε το ασήμαντο σενάριο και το σενάριο πρωτοσέλιδο.

Και τώρα, αντί για τον μπάρμπα που «ξέρει κάτι», έχουμε τα sites που γράφουν για το ποιος έφτασε πρώτος στη βάφτιση. Ο κόσμος αλλάζει, αλλά η μικροπρέπεια βρίσκει πάντα τρόπο να ζει. Ο Μαρξ έλεγε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά σαν τραγωδία, τη δεύτερη σαν φάρσα. Στην περίπτωσή μας, επαναλαμβάνεται σαν κουτσομπολιό.

Η γυναίκα σε μόνιμη απολογία

Η Ιωάννα Μαλέσκου, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην τηλεόραση, βρέθηκε σε μόνιμη απολογία. Για την εμφάνιση, τον λόγο, τις επιλογές της, τα προσωπικά της. Για το αν χαμογέλασε πολύ ή λίγο, για το αν μιλάει «έξυπνα» ή «πλαστικά». Κι από πάνω η ταμπέλα: «η νέα Μενεγάκη».

Λες και η ελληνική τηλεόραση επιτρέπει μόνο μία γυναίκα να ξεχωρίζει σε κάθε εποχή, κι όλες οι υπόλοιπες πρέπει να κριθούν με βάση εκείνη. Μα η Μαλέσκου δεν είναι ετερόφωτη. Δεν χρωστάει την πορεία της σε κανέναν. Κι όμως, η ταμπέλα βολεύει, γιατί μικραίνει. Σε βάζει να αποδεικνύεις διαρκώς ότι «δεν είσαι η άλλη».

Κι έτσι, ακόμα και στη βάφτιση του παιδιού της, έψαξαν «αν χαμογέλασε αρκετά», «αν έφτασε με τον πατέρα της κόρης της», «αν έβγαλαν κοινή φωτογραφία». Σαν να οφείλει διαρκώς μια εξήγηση για τη ζωή της.

Η αδιακρισία ως θέαμα

Αυτή η μανία να ψάχνουμε το ψεγάδι έχει κάτι το θεατρικό. Στήνουμε σκηνές όπου οι άλλοι παίζουν ρόλους χωρίς να το ξέρουν: το ζευγάρι που «ίσως χωρίζει», η παρουσιάστρια που «ίσως δεν είναι ευτυχισμένη», ο άντρας που «ίσως βαρέθηκε».

Και το κοινό διψάει για τέτοιες ιστορίες. Δεν αρκεί η πραγματικότητα. Θέλει σενάριο. Θέλει το επόμενο επεισόδιο.

Αλλά η ζωή δεν είναι σειρά στο Netflix. Κι όταν τη μετατρέπουμε σε θέαμα, κάτι μέσα μας γίνεται πιο κυνικό, πιο φτηνό. Χάνεται η ικανότητα να χαρούμε χωρίς να ψάχνουμε δεύτερα και τρίτα νοήματα.

Από τον Νίτσε στο timeline

Η φιλοσοφία μίλησε για την καχυποψία. Ο Νίτσε, ο Μαρξ, ο Φρόιντ -όλοι τους έψαξαν τις δυνάμεις πίσω από την επιφάνεια. Αλλά άλλο πράγμα η φιλοσοφική καχυποψία που γεννά σκέψη, κι άλλο η μικροπρεπής καχυποψία που γεννά κουτσομπολιό. Το ένα φωτίζει τον κόσμο, το άλλο τον συρρικνώνει.

Σήμερα ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου η καχυποψία έγινε τρόπος ψυχαγωγίας. Το timeline τρέφεται με ερωτηματικά. Η χαρά πρέπει πάντα να έχει μια σκιά. Κι η είδηση χωρίς υπονοούμενα θεωρείται βαρετή.

Η ευγενική αλητεία

Εδώ χρειάζεται μια στάση που θα την ονόμαζα «ευγενική αλητεία». Να μην απολογείσαι για τη ζωή σου. Να μη δίνεις εξηγήσεις σε όσους περιμένουν σκιές για να έχουν θέμα.

Η αλητεία δεν είναι έλλειψη σεβασμού αλλά η ελευθερία να ζεις χωρίς να εξαρτάσαι από την ερμηνεία των άλλων. Να μπορείς να πεις: «Χαρήκαμε, χορέψαμε, τελείωσε. Δεν σας οφείλουμε κανένα δράμα».

Αυτή είναι ίσως η μόνη απάντηση στην κουλτούρα του κουτσομπολιού. Η αδιαφορία. Η άρνηση να γίνεις θέαμα. Η επιλογή να κρατήσεις την αλήθεια σου έξω από τα hashtags.

Η κοινωνία του «κάτι θα βρουν να πουν»

Υπάρχει μια φράση που τη λέμε συχνά: «κάτι θα βρουν να πουν». Τη λέμε με παραίτηση, με κούραση, με χιούμορ. Αλλά πίσω της κρύβεται μια ολόκληρη κοινωνία που έμαθε να μετράει τις ζωές των άλλων με κουτσομπολιά.

Από το καφενείο μέχρι τα social, η λογική είναι η ίδια. Κανείς δεν γλιτώνει από τα σχόλια. Κι όσο πιο χαρούμενος δείχνεις, τόσο περισσότερο θα ψάξουν το ψεγάδι.

Ο Καμύ έγραφε πως η αληθινή εξέγερση είναι να πεις «ναι» στη ζωή χωρίς όρους. Κι αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο σήμερα: να χαίρεσαι χωρίς να απολογείσαι.

Η βάφτιση ενός παιδιού θα έπρεπε να μείνει στη χαρά της

Όχι στις αφίξεις, όχι στα υπονοούμενα. Κι αν θέλουμε να γίνουμε κάποτε σοβαρή κοινωνία, πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε την ενημέρωση από το κουτσομπολιό, τη χαρά από το θέαμα, τη ζωή από το σενάριο.

Δεν φταίει το χωριό ούτε το καφενείο. Φταίει η λογική που κουβαλάμε μαζί μας, όπου κι αν πάμε. Η αδυναμία να αφήσουμε κάτι καθαρό, χωρίς σκιές.

Κι ίσως η πιο επαναστατική πράξη σήμερα είναι αυτή. Να αφήνεις τη χαρά να είναι χαρά. Χωρίς απολογία, χωρίς δράμα, χωρίς υπονοούμενα.